Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Κάτι σα να μην πηγαίνει καλά με την Κίνα το τελευταίο διάστημα…

Η Κίνα έχει ανοίξει πάρα πολλά μέτωπα τελευταία. Μέχρι πριν έναν χρόνο, η Κίνα είχε περισσότερους φίλους / συμμάχους παρά εχθρούς, αλλά τώρα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα τα πράγματα δείχνουν να έχουν ανατραπεί και αυτό με δική της υπαιτιότητα.
Γράφει ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Η Κίνα είχε παραδοσιακά αντιπαλότητα, με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Ινδία, με όλες τις υπόλοιπες χώρες είχε σχέσεις στο φάσμα που κυμαίνεται από ουδέτερες, μέτριες, έως καλές ή πολύ καλές.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν η Κίνα προ ετών άρχισε τις διεκδικήσεις στην Νότια Σινική Θάλασσα. Διεκδικήσεις χωρίς ισχυρή νομική υπόσταση που την έφερνε σε αμηχανία μιας και είχε υπογράψει το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτό την οδήγησε στην απόφαση να κατασκευάσει τεχνητά νησιά επιχωματώνοντας ακατοίκητες νησίδες και υφάλους στα Διεθνή Ύδατα.
Οι διεκδικήσεις της και τα επιχειρήματα της εκτείνονταν από την οικονομική εκμετάλλευση μέχρι θέματα Ασφαλείας και την προστασία της Ελεύθερης Ναυσιπλοΐας. Στην διεκδικούμενη περιοχή έχουν όμως έννομα συμφέροντα μία σειρά από χώρες όπως η -νήσος- Ταιβάν, οι Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, η Ινδονησία, η Μαλαισία και το Μπρουνέι.
Αυτόματα λοιπόν η Κίνα βρέθηκε σε νομική διένεξη η οποία όμως εύκολα θα μπορούσε να εκτραπεί σε στρατιωτική, με έξι -στην ουσία πέντε- χώρες και ατύπως με τις ΗΠΑ για το συγκεκριμένο θέμα. Ας δούμε τώρα την βασιμότητα των επιχειρημάτων της Κίνας.

Το πρώτο λέγεται ότι είναι οικονομικό. Όμως, η περιοχή εκείνη είναι αποδεδειγμένα μόνο
ένας πλούσιος ψαρότοπος και όλα τα άλλα περί φυσικού αερίου και πετρελαίου παραμένουν στη σφαίρα της θεωρίας. Όσο λοιπόν σημαντική και να είναι η αλιεία, δεν μπαίνεις στα έξοδα τα κατασκευάσεις τεχνητά νησιά και στρατιωτικές βάσεις, για να διεκδικήσεις το δικαίωμα σου στην αλιεία.
Το δεύτερο επιχείρημα ήταν η προστασία της Ελεύθερης Ναυσιπλοΐας. Όμως, οι συνηθέστερες θαλάσσιες οδοί για τη ναυτιλία, είναι πολύ μακριά από το διεκδικούμενο σύμπλεγμα νήσων, άρα ούτε αυτό «στέκει».
Το τρίτο επιχείρημα είναι η αποτροπή Ναυτικού Αποκλεισμού της Κίνας. Όμως, επειδή δεν βρισκόμαστε στην εποχή… της Τροίας και επειδή ένας Ναυτικός Αποκλεισμός (naval blockade) σημαίνει Πόλεμος με όλα τα Μέσα, ούτε το επιχείρημα αυτό έχει κάποια άξια λόγου βάση.
Ας πάμε στο θέμα της Βόρειας Κορέας, η οποία δεν θα είχε επιζήσει ως καθεστώς χωρίς την υποστήριξη της Ρωσίας, αλλά και της Κίνας, κατά κύριο λόγο. Η Κίνα ως αντάλλαγμα της ζωτικής βοήθειας προς την Β. Κορέα, είχε μία χώρα «μαριονέτα» που κρατούσε υπό καθεστώς διαρκούς πίεσης τη Ν. Κορέα και την Ιαπωνία άμεσα, αλλά και τις ΗΠΑ έμμεσα.
Εδώ δεν θα πρέπει να παραλείψουμε ότι η βοήθεια προς την Βόρεια Κορέα δεν ήταν μόνο Οικονομική αλλά και Τεχνική. Δηλαδή η Πιονγκ Γιανγκ δεν θα είχε ποτέ αναπτύξει την Πυραυλική και Πυρηνική τεχνολογία της, χωρίς την τεχνολογική βοήθεια της Κίνας και της Ρωσίας.
Αυτό βέβαια δεν ήταν αρκετό για να δημιουργηθεί ένα επιτυχημένο πυραυλικό και πυρηνικό πρόγραμμα, καθώς χρειαζόταν και η προμήθεια κρίσιμων επιστημονικών οργάνων αλλά και μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας, για την παραγωγή πυραύλων και πυρηνικών κεφαλών.
Η Βόρεια Κορέα και το Πακιστάν (επίσης στενός σύμμαχος, που εξαρτάται η ασφάλειά του από την Κίνα) προμήθευσαν πυραυλική και πυρηνική τεχνολογία σε πολλές χώρες, με τις οποίες οι ΗΠΑ και η Δύση διατηρούσαν σχέσεις έντασης.
Όσο το θέμα αυτό παρέμενε στο παρασκήνιο και ετύγχανε διακριτικής διαχείρισης, η Κίνα δεν ήταν εκτεθειμένη ως ο άμεσα ενεργών, αλλά τα τρία τελευταία χρόνια η κατάσταση με την Βόρεια Κορέα έχει φθάσει στο απροχώρητο, με απειλές εναντίον των πάντων.

Είναι άραγε αυτό κάτι που θα αποτολμούσε η Βόρεια Κορέα χωρίς την ενθάρρυνση η την ανοχή της Κίνας; Μήπως πέραν των άλλων, η όλη ιστορία είναι ένα τεστ αντοχών και ανεκτικότητας των ΗΠΑ, τις οποίες επιχειρούν να φθείρουν έχοντάς τες απασχολημένες σε διάφορα μέτωπα, χωρίς να εκτίθεται η Κίνα, που κρατάει έναν επικίνδυνο αντίπαλο έτσι σε απόσταση ασφαλείας;
Δεν προέκυψε η κλιμάκωση με τη Βόρεια Κορέα αφού ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δεσμευθεί προεκλογικά να «σφίξει τα λουριά» στους Κινέζους, ενώ στη συνέχεια στηριζόταν πάνω τους για την αντιμετώπιση του προβλήματος; Μήπως και η διένεξη της Νότιας Σινικής Θάλασσας εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο;
Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα στρατήγημα, βάσει του οποίου ασκώντας «ασύμμετρες» πιέσεις στις ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας, η Κίνα κερδίζει χρόνο μέχρι να αναπτύξει τις συμβατικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να είναι ένας σοβαρός και αξιόπιστος αποτρεπτικός παράγοντας απέναντι στο αμερικανικό Ναυτικό; Η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής μόνο ερωτήματα μπορούμε να θέσουμε και να προβούμε σε εικασίες, τίποτε άλλο.
Αλλά ας πάμε πιο κάτω, τα τελευταία δύο χρόνια η ρητορική της Κίνας έναντι των παραδοσιακών της αντιπάλων, Ινδίας και Ιαπωνίας, έχει αλλάξει προς το χειρότερο, έχει γίνει από εριστική έως απειλητική. Γιατί; Είναι όντως έτοιμη η Κίνα να έρθει σε πολεμική ρήξη με Ινδία και Ιαπωνία; Η λογική απάντηση είναι πως όχι. Βέβαια στηρίζεται και στο ότι και οι χώρες αυτές δεν επιθυμούν στρατιωτική αντιπαράθεση με τους Κινέζους.
Οι λόγοι της ρητορικής κλιμάκωσης είναι πολλοί.
Πρώτον, οι κινεζικές αεροναυτικές δυνάμεις δεν είναι ακόμη σε θέση να εξασφαλίσουν την νίκη, ενώ υπολείπονται τεχνολογικά, ούτε όμως και ο στρατός ξηράς της είναι σε καλή κατάσταση έναντι του Ινδικού.
Δεύτερον, η Κίνα βρίσκεται εν μέσω μιας απόπειρας στροφής της οικονομικής της πολιτικής, από αμιγώς εξαγωγική σε ένα πιο ισορροπημένο μοντέλο εσωτερικής κατανάλωσης και εξαγωγών, για να αντιμετωπίσει την μείωση της ανταγωνιστικότητας της.
Να αυξήσει δηλαδή την εσωτερική ζήτηση (με τις καλύτερες αποδοχές στους εργαζόμενους) ώστε να μειώσει την εξάρτηση από τις εξαγωγές και να μεταβεί στο επίπεδο της παραγωγής και εξαγωγής ποιοτικών προϊόντων (που απευθύνονται σε πιο ισχυρά «πορτοφόλια», πιο απαιτητικούς καταναλωτές).
Επιπλέον, έχει ξεκινήσει ένα κολοσσιαίων οικονομικών διαστάσεων επενδυτικό πρόγραμμα, για την υλοποίηση του Δρόμου του Μεταξιού. Αυτές οι οικονομικές συγκυρίες, συν του ότι δεν έχει φθάσει στο επιθυμητό στρατιωτικό επίπεδο, δεν συνηγορούν στο να επιθυμεί μία πολεμική περιπέτεια.
Τρίτον, είναι επίσης εμφανές, ότι στο εσωτερικό μέτωπο, η στάση της κυβέρνησης έναντι των αντιφρονούντων έχει σκληρύνει πολύ, κάτι το οποίο έχει κόστος μεγάλο και μετρήσιμο στην εικόνα της Κίνας διεθνώς. Πολλοί το αποδίδουν στον νέο Πρόεδρο της Κίνας, τον Ξι Ζινπίνγκ. Όποιος τα λέει όμως αυτά, απλά αγνοεί την Κίνα και το πολιτικό της σύστημα.

Το Κομουνιστικό Κόμμα της Κίνας μπορεί να είναι ένα κλειστό κλαμπ για λίγους σε σχέση με τον πληθυσμό της (περίπου 17 εκατομμύρια μέλη), αλλά λειτουργεί με δημοκρατικές αρχές και συλλογικά, ο δε Πρόεδρος και το Υπουργικό Συμβούλιο, απλά εφαρμόζουν την πολιτική που αποφασίστηκε από τα συλλογικά όργανα του κόμματος.
Ασχέτως πεποιθήσεων και συμβατικής σοφίας, ούτε την εποχή της παντοδυναμίας του Μάο Τσε Τουνγκ ο πρόεδρος δεν ήταν ανεξέλεγκτος, όπως δεν ήταν ανεξέλεγκτος και ο διάδοχός του ο Ντεν Ξιαοπίνγκ, που από-ενοχοποίησε τον πλούτο, δηλώνοντας το περίφημο, «δεν υπάρχει τίποτε κακό στο να είναι κανείς πλούσιος».
Ας πάμε στις σχέσεις της Κίνας με την Ευρώπη τώρα. Η Ευρώπη διαβλέποντας τις τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης που παρουσίαζε η κινεζική αγορά που διψούσε να μάθει και να αφομοιώσει τεχνογνωσία και τεχνολογία, την οποία δεν της προσέφεραν οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα, έτρεξε να καλύψει το κενό, με αποτέλεσμα να γίνει ο υπ’ αριθμόν ένα εμπορικός εταίρος της Κίνας.
Τα τελευταία όμως δύο χρόνια τα πράγματα έχουν αρχίσει να «στραβώνουν» ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο λόγος είναι ότι η Ευρώπη αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η Κίνα την θεωρεί όχι ως ισότιμο εταίρο, αλλά κάτι σαν ξέφραγο αμπέλι, όπου μπορεί να αγοράζει ό,τι είναι προς πώληση στην Ευρώπη, εκμεταλλευόμενη την οικονομική κρίση και φυσικά τη φιλελεύθερη ευρωπαϊκή αλλά και εθνική νομοθεσία, ακόμη και στις κρίσιμες υποδομές.
Αυτό είναι όμως απαγορευμένο για τις ευρωπαϊκές εταιρίες στην Κίνα, η οποία παραμένει μία κλειστή και απόλυτα ελεγχόμενη οικονομία. Αντί λοιπόν να προσπαθήσει το Πεκίνο να δημιουργήσει κάποιους άτυπους διαύλους επικοινωνίας με την κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση αλλά και την Κομισιόν, ρωτώντας επισήμως τι είναι διαθέσιμο και τι όχι για εκείνην ως εξαγορά, διαβιβάζοντας έτσι ένα μήνυμα μετριοπάθειας και μιας πρακτικής «win-win», προχώρησε σε επιθετικές εξαγορές.
Αυτές οι ενέργειες ανάγκασαν πρώτα τη Γερμανία (είναι έτοιμες να ακολουθήσουν η Γαλλία και η Ιταλία) με αφορμή την εξαγορά της εταιρείας ρομποτικής KUKA, να εισαγάγει νομοθετική ρύθμιση που απαιτεί κυβερνητική έγκριση για την πώληση εταιρειών υψηλής τεχνολογίας ή κρίσιμων υποδομών σε επενδυτές ή εταιρίες εκτός ΕΕ.
Παρατηρώντας κανείς όλα αυτά, αναρωτιέται τι συνέβη στην προσεκτική Κίνα, την Κίνα των χαμηλών τόνων που απέφευγε συστηματικά την ευθεία αντιπαράθεση, την Κίνα των διαπραγματεύσεων, της συνδιαλλαγής και της «ειρηνικής ανάδυσης» (peaceful rise).
Αναρωτιέται δε κανείς, αν υπάρχει κάποιο σχέδιο πίσω από όλα αυτά, ένα σχέδιο που δεν είναι ακόμη ορατό, ή μήπως απλά η τωρινή ηγεσία (η συλλογική που λέγαμε) έχει «καβαλήσει το καλάμι» και έχει χάσει το μέτρο από τα πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια συναλλαγματικά αποθέματα με τα οποία έχει βγει στην παγκόσμια «γύρα» και «ψωνίζει»;
Η απάντηση προσεχώς επί της οθόνης που έλεγαν και οι παλιοί κινηματογράφοι, αν και αρχίζουν σταδιακά να δημιουργούνται εύλογες υποψίες, ότι στην κινεζική ηγεσία επικρατεί εκνευρισμός, καθώς το εσωτερικό μέτωπο θα μπορούσε να παρουσιάζει τάσεις δυνητικής αποσταθεροποίησης, κάτι το οποίο θα γίνει αντιληπτό πολύ αργότερα διεθνώς.
Κι όταν υπάρχει κίνδυνος εσωτερικής αποσταθεροποίησης, μια από τις συνταγές που παραδοσιακά χρησιμοποιείται ιστορικά, είναι η κατασκευή ενός ή περισσοτέρων εξωτερικών εχθρών, με στόχο τη συσπείρωση του λαού γύρω από την ηγεσία του. Τίποτα δεν είναι σίγουρο, Παρατηρήσεις κάνουμε και καταγράφουμε σκέψεις. Έρχεται κάποια στιγμή όμως, που οι απορίες αρχίζουν και λύνονται
http://www.defence-point.gr/news/?p=181572


Μοιραστείτε

Share/Bookmark

Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

Δεν υπάρχουν σχόλια: