Γράφει ο Διονύσης Κ. Καραχάλιος
Τι είναι πιθανότερο, σύμφωνα με την κοινή λογική και την ψύχραιμη εξέταση των πραγμάτων;
Να περπατά μια φιλήσυχη οικογένεια σε ένα πάρκο και ξαφνικά να εμφανίζεται ένας τρελαμένος, αιμοβόρος αστυνομικός, με «χουντικά» ένστικτα, να ενοχλείται από το «προκλητικό» θέαμα, να της χυμάει και να αρχίζει να την ξυλοφορτώνει χωρίς έλεος;
Ή να προσπαθεί ένας αστυνομικός να κάνει το καθήκον του, σύμφωνα με τις εντολές που έχει, να ελέγξει δηλαδή την τήρηση των μέτρων που έχει νομοθετήσει η πολιτεία και ξαφνικά κάποιοι «τυχαίως» διερχόμενοι και «αυθορμήτως» προσερχόμενοι πολίτες να του «την πέφτουν», να τον βρίζουν, να προσπαθούν να του αφαιρέσουν τον οπλισμό του, να τον χτυπούν και να υποχρεώνουν τους συναδέλφους του να σπεύσουν τον προστατεύσουν και να επιχειρήσουν να συλλάβουν τους αυτόκλητους «τιμωρούς»;
Η εσπευσμένη και χωρίς προηγούμενη διερεύνηση του συμβάντος της Νέας Σμύρνης, καταδίκη της συμπεριφοράς του αστυνομικού, που φέρεται «να υπερέβη τα όρια και να αντέδρασε βίαια», ήταν αποτέλεσμα των προαποφασισμένων καταγγελιών της αριστεράς. Η οποία, «σαν έτοιμη από καιρό», βασίστηκε σε βιντεάκια που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο από γνήσιους δημοκρατικούς «αλληλέγγυους» που, λες και είναι ανεπάγγελτοι και αργόσχολοι, αναλώνονται ολημερίς στην περιφρούρηση της νομιμότητας και των δικαιωμάτων των πολιτών για να συμβάλουν στον εισαγγελικό ρόλο που έχει αυτοκλήτως αναλάβει η ίδια η αριστερά… Και η οποία είναι πάντοτε παρούσα, με τις ορδές των εγκαθέτων της, εκεί όπου η «βία της εξουσίας» ευαισθητοποιεί τα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά της, που βρίσκονταν σε χειμερία νάρκη όταν ο Κουφοντίνας δολοφονούσε 13 αθώους ανθρώπους και όταν σταλινοφασιστικά αποβράσματα πυρπόλησαν τα τραγικά θύματα της Marfin…
Η κυβέρνηση γενικότερα και ο πολιτικός προϊστάμενος του αστυνομικού ειδικότερα ανταποκρίθηκαν πλήρως στην γνώριμη καταγγελτική σπουδή της αριστεράς και, χωρίς περίσκεψη, κατεδίκασαν το δυσάρεστο περιστατικό, προανήγγειλαν την ταχεία διερεύνησή του και την απόδοση ευθυνών.
Μετά την τόση βιασύνη, αποκαλύφθηκε ότι ο νεαρός δεν ήταν απλός περιπατητής, αλλά γνωστός «λαϊκός αγωνιστής», που τις προάλλες είχε συμμετάσχει σε «κοινωνικής φύσεως» αποστολή, που περιελάμβανε επίθεση στο υπουργείο Υγείας…. Ότι το επίμαχο βιντεάκι ήταν έργο μιας «όλως τυχαίως» διερχομένης κυρίας, που τυγχάνει και αποτυχούσα υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στον νότιο τομέα… Ότι η «ευαίσθητη» και «επιμελής» κυρία βιντεοσκόπησε την στιγμή που ήθελε, χωρίς να έχει την καλοσύνη να βιντεοσκοπήσει και το τι ακριβώς συνέβη πριν από αυτή την στιγμή, ώστε να μπορούμε να δούμε πως μπλέχτηκε στο συγκεκριμένο περιστατικό ο ευγενής αυτός νέος, που, από την Καισαριανή όπου κατοικεί, σκέφτηκε να βολτάρει ένα τυχαίο ανοιξιάτικο απόγευμα, στη Νέα Σμύρνη… Ότι κατά την στιγμή που οι αστυνομικοί διενεργούσαν ελέγχους, εμφανίστηκαν ξαφνικά τα γνωστά σταλινοφασιστικά τάγματα εφόδου, προφανώς γοητευμένα και αυτά από το περιβάλλον της Νέας Σμύρνης και τον καθαρό της αέρα…
Ο αστυνομικός που, σύμφωνα με την αδέκαστη και «απολύτως αντικειμενική» ετυμηγορία της αριστεράς, «βιαιοπράγησε», θα αντιμετωπισθεί από την υπηρεσία του υπό το βάρος του κλίματος που έχει ήδη διαμορφώσει η αριστερά γι’ αυτόν… Χωρίς έρευνα, χωρίς εξέταση μαρτύρων παρά μόνον εκείνων που «αυθορμήτως» τον καταδίκασαν πριν καν λήξει το περιστατικό, χωρίς κάλυψη από την πολιτεία της οποίας είχε το καθήκον να εκτελέσει τις εντολές, η αριστερά έχει προσφέρει στο «πιάτο» τον «απεχθή εγκληματία» και ήδη ηδονίζεται με την αναστάτωση έχει προκαλέσει…
Την επομένη, τα σταλινοφασιστικά τάγματα εφόδου ενήργησαν με ακόμη πιο συγκροτημένο και μεθοδικό τρόπο. Το έδαφος ήταν ώριμο πλέον και δεν έμενε παρά το σύνθημα για μια ακόμη «αυθόρμητη» πρωτοβουλία, από αυτές που αναδεικνύουν το περιλάλητο «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς», την «πίστη» της στα ανθρώπινα δικαιώματα, την «προσήλωσή» της στη νομιμότητα και κυρίως την «λατρεία» της προς την δικαιοσύνη…. Το λιντσάρισμα του άτυχου αστυνομικού ήταν η απόδοση της «λαϊκής» δικαιοσύνης, όμοιας με αυτήν που τα καθάρματα της ΟΠΛΑ μοίραζαν, με παρανοϊκή ηδονή και χωρίς έλεος, στα αθώα θύματά τους, που τα βάφτιζαν «προδότες», «φασίστες» και «δωσίλογους», για να δικαιολογήσουν την αποτρόπαιη σφαγή τους…
Φυσικά η αριστερά δηλώνει, πάντοτε αγανακτισμένη και οργισμένη, ότι δήθεν απεχθάνεται την βία. Όχι όμως όταν η ίδια επιδίδεται σε πράξεις βίας, αλλά μόνον όταν συναντά εμπόδια στην «επαναστατική» δράσης της… Στην άσκηση της οποίας θεωρεί ότι δεν υπάρχουν όρια, ακόμη και όταν διαπράττονται στυγερές δολοφονίες, που η ίδια τις σηματοδοτεί ως «κοινωνική αποστολή»…
Στις πρόσφατες κινητοποιήσεις της αριστεράς, που εμφορούνται τόσο από την οργή της κατά του νόμου για την ανώτατη παιδεία, όσο και από την στοργή της για τον Κουφοντίνα, έχει προστεθεί τελευταία και η αντίδραση νέο-αγανακτισμένων πολιτών, που αρνούνται να συμβιβασθούν με τα μέτρα προστασίας κατά του κορονοϊού. Το γεγονός ότι οι σ’ αυτήν την πολύμορφη και πολυμέτωπη «πάλη» κυριαρχούν και δίνουν το μέτρο της επαναστατικότητας, «αγωνιστές» γνωστοί για το παρελθόν τους κα την «συνέπεια» τους στην παραβατικότητα, απλώς επιβεβαιώνει ότι κάθε άλλο παρά πρόκειται για αυθόρμητες αντιδράσεις απλών πολιτών… Ο «δάσκαλος» Λένιν έχει ξεκαθαρίσει, εδώ και έναν αιώνα, τα πράγματα: «Μοναδική οργανωτική αρχή του επαναστατικού κινήματος πρέπει να είναι ο πιο αυστηρός συνωμοτισμός, η πιο αυστηρή επιλογή των μελών και ο καταρτισμός εξ επαγγέλματος επαναστατών»… Και συμπληρώνει: «Το καθήκον μας είναι να αγωνιστούμε ενάντια στο αυθόρμητο, για να αποτραβήξουμε το εργατικό κίνημα από αυτή την αυθόρμητη τάση να μπει κάτω από τα φτερά της αστικής τάξης και να το τραβήξουμε κάτω από τα φτερά της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας» (Β. Ι. Λένιν, «Τι να κάνουμε», έκδ. Θεμέλιο 1980, σελ. 172 και 51).
Οι εγχώριοι επίγονοι του ιδεολόγου της βίας και της αυστηρής και πειθαρχημένης κομματικής οργάνωσης, έστω και αν δεν χαρακτηρίζονται για την υψηλή θεωρητική τους κατάρτιση, δεν στερούνται της δυνατότητας να παπαγαλίζουν και να εφαρμόζουν στην πράξη τα τσιτάτα του Λένιν και κυρίως το ανατρεπτικό μίσος που αυτά υπαγορεύουν. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η προσπάθεια της αριστεράς να εμφανίσει την αστυνομία περίπου ως οργάνωση πορωμένων φασιστών, οι οποίοι ηδονίζονται με την άσκηση απρόκλητης βίας κατά φιλήσυχων πολιτών, που με τις οικογένειές τους επιδίδονται σε ειρηνικούς περιπάτους, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ακόμη συστηματική απόπειρα διασάλευσης της νομιμότητας και αντιμετάθεσης των πραγματικών ρόλων: Από την μια πλευρά οι επαγγελματίες της παραβατικότητας, της αναταραχής και της ανομίας σε ρόλο αδίκως ταλαιπωρουμένου και βασανιζομένου θύματος και, από την άλλη, οι αστυνομικοί ως αποκρουστικοί γκεσταπίτες, διψασμένοι για το αίμα αθώων νοικοκυραίων… Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η διαρκής παρουσία κομματικών στελεχών και γνωστών από την «προϋπηρεσία» τους επαναστατών, σε όλες τις περιπτώσεις, όπου καταγγέλλεται, από την μονίμως αδικούμενη και προθύμως ολοφυρόμενη αριστερά, η «χουντική» και «φασιστική» νοοτροπία της αστυνομίας;
Αυτή η, συστηματικά διακινούμενη από την αριστερά, αντίληψη για την αστυνομία εντάσσεται στο γενικότερο ιδεολογικό – προπαγανδιστικό πλαίσιο του αγώνα για την ανατροπή του αστικού καθεστώτος, ή, τουλάχιστον, για την υπονόμευση των θεμελίων του. Ξεκινά δε από το αξεπέραστο βιωματικό σύμπλεγμα που της προκαλεί η μνήμη «του Μακρυγιάννη» και η αποτυχία του ΕΛΑΣ να νικήσει τους υπερασπιστές του, να καταλάβει την Αθήνα και να μετατρέψει την χώρα σε σοβιετικού τύπου «δημοκρατία»… Οι μετέπειτα γενιές της αριστεράς αρνούνται να συμφιλιωθούν με την ιστορική πραγματικότητα και σε κάθε αστυνομικό βλέπουν τον μισητό αντίπαλο, που γίνεται εμπόδιο στα ολοκληρωτικής φύσεως όνειρά τους…
Αλλά αν για την υστερική αριστερά η αντίληψη αυτή αποτελεί ψυχαναγκαστική εκδήλωση της ιστορικής της αδυναμίας να ξεπεράσει το παρελθόν της και να αποκηρύξει τις ιδέες που ταλαιπώρησαν ακόμη και τους δικούς της ανθρώπους, η άκριτη και αβασάνιστη υιοθέτηση των καταγγελιών της, από αφελείς ή ευκολόπιστους πολίτες και δυστυχώς και από την επίσημη πολιτεία, συνιστά επί της ουσίας λαμπρή απόδειξη της επιτυχίας που μπορεί να έχει η εμμονή της στην διαστρέβλωση της αλήθειας. Διότι αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν η λογική και η κρίση υποκύπτουν μπροστά στην δύναμη της κατευθυνόμενης προπαγάνδας και της ακόρεστης δίψας για την επιβολή της θέλησης των ολίγων επί των πολλών. Με τελικό αποτέλεσμα να «νομιμοποιείται» η αντεκδικητική μανία και να προστίθεται στην αχαλίνωτη βία των σταλινοφασιστικών «ταγμάτων εφόδου» της αριστεράς, που κινητοποιήθηκαν ΚΑΙ στη Νέα Σμύρνη, ως συνήθως «αυθόρμητα»…
Η μέχρι στιγμής επιτυχής αντιμετώπιση των αμέτρητων προβλημάτων που απασχολούν την κυβέρνηση, είναι φυσικό να έχει οδηγήσει τον άλλοτε καταληψία, λάτρη των μολότοφ και παγκοσμίου φήμης αστέρα της Kolotumba, σε πλήρη απόγνωση. Αναζητεί με μανία την χαμένη του αυτοπεποίθηση, θέλει να ξαναγίνει «η ελπίδα που έρχεται», προσπαθεί ο Κουφοντίνας να τον βοηθήσει, αλλά… Εκεί ! Τα δημοσκοπικά ποσοστά αντιστέκονται σαδιστικά και του αρνούνται την «ανάσταση» που, παρ’ ότι άθεος, την φαντασιώνεται απελπισμένα… Και δεν τον βοηθάει ούτε ο Δρίτσας που δεν ένοιωσε ποτέ του την απειλή της τρομοκρατίας …
Η προσπάθεια επανάληψης της «νύχτας του Αλέξη», δηλαδή της απόπειρας κατάλυσης της εξουσίας τον Δεκέμβριο 2008, με την αφιονισμένη αριστερά να ονειρεύεται την «πτώση της Βαστίλης» χάρη στην, και τότε, «αυθόρμητη» κινητοποίηση των 16χρονων με τα SMS, που φυσικά, αφού έπαιξαν τον ρόλο τους, καπελώθηκαν από τα αποβράσματα που πυρπόλησαν την Αθήνα και δολοφόνησαν τους αθώους της Marfin, είναι ο μονόδρομος που επέλεξε η αριστερά για να φθάσει και πάλι στον στόχο της…
Σ’ αυτόν τον μονόδρομο κινείται, εδώ και μερικές εβδομάδες ο ΣΥΡΙΖΑ, ζώντας και αναπνέοντας στους ρυθμούς του Κουφοντίνα. Ο βαρυποινίτης κατάδικος φαίνεται ότι εξάπτει τις πλέον φιλόδοξες φαντασιώσεις της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς, που εξακολουθεί να τον λατρεύει και να τον τιμά, αποδεικνύοντας, με την στάση της, ότι η «ρήξη» με την κοινοβουλευτική δημοκρατία και η «επαναστατική βία», συνιστούν θεμελιώδη και αδιαπραγμάτευτα συστατικά της ψυχοπνευματικής συγκρότησης των αφοσιωμένων στελεχών και οπαδών της. Προς την ίδια κατεύθυνση βαδίζει και η διακηρυχθείσα από τον αιώνιο φοιτητή Φίλη απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ «να μην εφαρμοστεί» ο προσφάτως ψηφισθείς νόμος για την ανώτατη παιδεία. Έτσι, η πεισματική άρνηση του αδίστακτου τρομοκράτη να αποδεχθεί την δίκαιη τιμωρία του, ως ελάχιστο δείγμα έμπρακτης μετάνοιας για τα αποτρόπαια εγκλήματά του, συναντά, στην ίδια ιδεολογική κατεύθυνση, την πεισματική άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί τον θεμελιώδη κανόνα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σύμφωνα με τον οποίο οι ψηφισμένοι από το Κοινοβούλιο νόμοι, ως έκφραση της πλειοψηφίας των πολιτών, εφαρμόζονται και γίνονται σεβαστοί ακόμη και από τους μη συμφωνούντες με το περιεχόμενό τους.
Η ιδεολογική ταύτιση του Κουφοντίνα με τον ΣΥΡΙΖΑ απορρέει «φυσιολογικά» από την μη κρυπτόμενη απέχθειά τους προς την νομιμότητα του αστικού καθεστώτος. Η ανατροπή της τελευταίας αποτελεί πρώτιστο καθήκον κάθε συνειδητού «επαναστάτη», που θεωρεί ότι η επιβολή της δικής του βούλησης είναι η αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση των εχθρών του, στους οποίους εντάσσει αυθαίρετα οποιονδήποτε διαφωνεί με τις απόψεις του. Σ’ αυτή την προσπάθεια, η χρήση της βίας απορρέει ευθέως από την λενινιστική επιταγή για επαναστατική δράση και, συνεπώς, «νομιμοποιεί» οποιαδήποτε συμπεριφορά μπορεί να συμβάλει στην αποσταθεροποίηση της κοινωνικής γαλήνης και στην υπονόμευση της δημοκρατικής ομαλότητας.
Η παθιασμένη στήριξη προς τον Κουφοντίνα, η αλητοειδής αντίδραση προς τον νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση και η στοχοποίηση της αστυνομίας, η οποία συνιστά την αγιάτρευτη τραυματική ψύχωση της αριστεράς, εντάσσονται στον λυσσαλέο «αγώνα» της κατά της συνταγματικής πολιτείας και των θεσμών της. Η κυβέρνηση οφείλει να προστατεύσει τα «κεκτημένα» της μέχρι σήμερα επιτυχούς διακυβέρνησής της και, ταυτόχρονα, να αντιληφθεί ότι υποχρεούται να καθοδηγεί και όχι να σύρεται στα «ναρκοπέδια», που η αριστερά στρώνει στον δρόμο της, με στόχο μοναδικό την ανατροπή της κοινωνικής γαλήνης και της δημόσιας ασφάλειας. Η «δικαίωση» των σταλινοφασιστικών ταγμάτων εφόδου, με βεβιασμένες και σπασμωδικές ενέργειες, προκαλούμενες από κακόβουλες αριστερόστροφες καταγγελίες, κάθε άλλο παρά προστατεύει το κύρος της κυβέρνησης αλλά και τις μέχρι τώρα επιτυχίες της.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου