Θες να μάθεις πώς πραγματικά σε βλέπουν οι άλλοι και τι σκέφτονται για σένα;
Φύγε από τον τόπο σου, άρχισε να μιλάς μόνο καμιά ξένη γλώσσα, μη φορέσεις το τελευταίο κουστούμι Hugo Boss ή τις γόβες Louis Vouitton που (δεν) αγόρασες και βγες έξω. Μόνος σου. Τη νύχτα, φυσικά.
Πέρασα από Γαλλία και Ολλανδία. Δεν ήμουν καλεσμένος κανενός ιδρύματος, δεν θα μου απέδιδαν πουθενά τιμές, δεν θα με βόλευαν σε κανένα τζαμάτο ρεστωράν με 1789 είδη κρασιών. Καλύτερα. Όλοι ξέρουν πως στα αμφίβολα μπαρ, στα ύποπτα στέκια, στα μπουρδελοξενοδοχεία και στους μοναχικούς δρόμους η αλήθεια κρύβεται δυσκολότερα.
Πράγματι μερικοί άρχισαν να με κοιτάνε περίεργα όταν πρόφερα την λέξη «Ελλάδα». Τέσσερις πέντε τσαμπουκαλεύτηκαν στα ίσια. Ευτυχώς τα ΑΑ (Άγρια Αντράκια ή Ανεγκέφαλα Ανθρωποειδή, ας διαλέξει ο καθένας τις λέξεις του) συχνά μπλοκάρουν αν (προλάβεις να) τους μιλήσεις για την αναμφίβολη διείσδυση του Νίτσε στην προσωπικότητα του Αδόλφου και αμέσως μετά για την καταλυτική επίδραση του Πλάτωνα στην πορεία του Νίτσε. Και ποιος είναι ο Πλάτωνας; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα γιατί δεν παίζει στον Άγιαξ ούτε στην Παρί Σεν Ζερμέν.
Πάντως τα συγκεκριμένα ΑΑ πίστευαν πως θα λυθούν όλα τα προβλήματα αν καθαρίσουν τον τόπο από τους «βρωμοέλληνες». Δεν σας θυμίζει κάτι αυτό; Μήπως τα δικά μας, ελληνικότατα, ΑΑ; Ναι, παντού ίδια πράγματα ονειρεύονται, απλώς αλλάζουν οι σημαίες (των κρατών και των ομάδων), οι αποχρώσεις (του δέρματος) και ίσως λίγο η κλίση (στις σβάστικες).
Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση δεν φυσικά ήταν τα ΑΑ (άλλωστε είναι πολύ στη μόδα) αλλά όλοι όσοι έκαναν ακριβώς το αντίθετο, μόλις άκουγαν «Έλληνας». Μπάρμεν κέρναγαν κατευθείαν, μουσικοί και dj καλωσόριζαν με κάποιο κομμάτι, άγνωστοι ήθελαν να σφίξουν ένα χέρι κι άλλοι έρχονταν να μιλήσουν. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε πριν από δύο ή τρία χρόνια.
Είναι αναπάντεχο να σε ρωτάνε κάθε βράδυ, τόσοι πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι: «Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;» «Πώς μπορούμε να βοήσουμε;» «Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει;», «Ποιος φταίει τελικά;», «Γιατί συνέβη αυτό;». Και μετά μερικοί να δηλώνουν: «Όλοι Έλληνες είμαστε», «Σας στηρίζουμε», «Ξέρουμε ότι η τηλεόραση λέει ένα μάτσο μαλακίες», «Η προπαγάνδα έχει καταντήσει τόσο φτηνή»...
Ακόμα όμως πιο συγκλονιστικό είναι να βρίσκονται στο δρόμο σου άνθρωποι που να μιλάνε όλο το βράδυ για την Ηλέκτρα, τον Ξενάκη, τον Αριστοφάνη, τον Καβάφη, τον Δημήτρη Δημητριάδη. Να εξομολογούνται πόσο επηρέασαν τη ζωή τους όλα αυτά, πόσο τους οδήγησαν στο να γίνουν αυτό που είναι σήμερα. Ναι, κυκλοφορούν κάποια αδέρφια εκεί έξω. Κι έρχεται αναπόφευκτα η στιγμή που νοιώθεις ότι και ότι όσα μας ενώνουν είναι εξόχως σημαντικότερα, αλλά και απείρως ομορφότερα, απ' όσα μας χωρίζουν.
Η Μονμάρτη είχε βουτήξει μέσα σ' εκείνο το γκρίζο χρώμα που κάποτε έκανε τον Χένρι Μίλλερ τόσο αδύναμο να την εγκαταλείψει και τόσο δυνατό για να γράψει την αδιανόητη ιστορία του. Πρέπει να κόντευε ξημέρωμα όταν ένας Κολομβιανός, δια βίου ερωτοχτυπημένος με την αρχαία ελληνική τραγωδία αλλά και την ίδια τη ζωή, φώναζε γελώντας σε δύο Γάλλους και σε μένα:
«Η Αντιγόνη είναι η μητέρα μας...»
Υ.Γ. Όπου και να πας πια, βλέπεις ένα σωρό παιδιά από την Ελλάδα, που αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν για να βρουν δουλειά. Να το ξαναπούμε λοιπόν για κάποιους ντόπιους ΖΜ (ζηλιάρηδες μαλακοκάγκουρες), που φαίνονται να αυξάνονται τώρα τελευταία. Τα παιδιά αυτά δεν ζουν πάντα σε ευρύχωρα loft, δεν μπορούν (δυστυχώς) να ζωγραφίζουν όλη μέρα και δεν εργάζονται ως διευθυντές στην Κόκα Κόλα. Γκαρσόνια, μουσικοί της μιας βραδιάς, babysitters, ταξιτζήδες με ποδήλατα... πολλούς εκεί τους βρίσκεις, παρότι έχουν συνήθως πτυχία στις τσέπες. Όταν δεν κοιτάει το αφεντικό, κερνάνε και καμιά μπύρα στα κλεφτά. Γιατί πραγματικά η Αντιγόνη είναι η μητέρα μας...
lifo.
Φύγε από τον τόπο σου, άρχισε να μιλάς μόνο καμιά ξένη γλώσσα, μη φορέσεις το τελευταίο κουστούμι Hugo Boss ή τις γόβες Louis Vouitton που (δεν) αγόρασες και βγες έξω. Μόνος σου. Τη νύχτα, φυσικά.
Πέρασα από Γαλλία και Ολλανδία. Δεν ήμουν καλεσμένος κανενός ιδρύματος, δεν θα μου απέδιδαν πουθενά τιμές, δεν θα με βόλευαν σε κανένα τζαμάτο ρεστωράν με 1789 είδη κρασιών. Καλύτερα. Όλοι ξέρουν πως στα αμφίβολα μπαρ, στα ύποπτα στέκια, στα μπουρδελοξενοδοχεία και στους μοναχικούς δρόμους η αλήθεια κρύβεται δυσκολότερα.
Πράγματι μερικοί άρχισαν να με κοιτάνε περίεργα όταν πρόφερα την λέξη «Ελλάδα». Τέσσερις πέντε τσαμπουκαλεύτηκαν στα ίσια. Ευτυχώς τα ΑΑ (Άγρια Αντράκια ή Ανεγκέφαλα Ανθρωποειδή, ας διαλέξει ο καθένας τις λέξεις του) συχνά μπλοκάρουν αν (προλάβεις να) τους μιλήσεις για την αναμφίβολη διείσδυση του Νίτσε στην προσωπικότητα του Αδόλφου και αμέσως μετά για την καταλυτική επίδραση του Πλάτωνα στην πορεία του Νίτσε. Και ποιος είναι ο Πλάτωνας; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα γιατί δεν παίζει στον Άγιαξ ούτε στην Παρί Σεν Ζερμέν.
Πάντως τα συγκεκριμένα ΑΑ πίστευαν πως θα λυθούν όλα τα προβλήματα αν καθαρίσουν τον τόπο από τους «βρωμοέλληνες». Δεν σας θυμίζει κάτι αυτό; Μήπως τα δικά μας, ελληνικότατα, ΑΑ; Ναι, παντού ίδια πράγματα ονειρεύονται, απλώς αλλάζουν οι σημαίες (των κρατών και των ομάδων), οι αποχρώσεις (του δέρματος) και ίσως λίγο η κλίση (στις σβάστικες).
Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση δεν φυσικά ήταν τα ΑΑ (άλλωστε είναι πολύ στη μόδα) αλλά όλοι όσοι έκαναν ακριβώς το αντίθετο, μόλις άκουγαν «Έλληνας». Μπάρμεν κέρναγαν κατευθείαν, μουσικοί και dj καλωσόριζαν με κάποιο κομμάτι, άγνωστοι ήθελαν να σφίξουν ένα χέρι κι άλλοι έρχονταν να μιλήσουν. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε πριν από δύο ή τρία χρόνια.
Είναι αναπάντεχο να σε ρωτάνε κάθε βράδυ, τόσοι πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι: «Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;» «Πώς μπορούμε να βοήσουμε;» «Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει;», «Ποιος φταίει τελικά;», «Γιατί συνέβη αυτό;». Και μετά μερικοί να δηλώνουν: «Όλοι Έλληνες είμαστε», «Σας στηρίζουμε», «Ξέρουμε ότι η τηλεόραση λέει ένα μάτσο μαλακίες», «Η προπαγάνδα έχει καταντήσει τόσο φτηνή»...
Ακόμα όμως πιο συγκλονιστικό είναι να βρίσκονται στο δρόμο σου άνθρωποι που να μιλάνε όλο το βράδυ για την Ηλέκτρα, τον Ξενάκη, τον Αριστοφάνη, τον Καβάφη, τον Δημήτρη Δημητριάδη. Να εξομολογούνται πόσο επηρέασαν τη ζωή τους όλα αυτά, πόσο τους οδήγησαν στο να γίνουν αυτό που είναι σήμερα. Ναι, κυκλοφορούν κάποια αδέρφια εκεί έξω. Κι έρχεται αναπόφευκτα η στιγμή που νοιώθεις ότι και ότι όσα μας ενώνουν είναι εξόχως σημαντικότερα, αλλά και απείρως ομορφότερα, απ' όσα μας χωρίζουν.
Η Μονμάρτη είχε βουτήξει μέσα σ' εκείνο το γκρίζο χρώμα που κάποτε έκανε τον Χένρι Μίλλερ τόσο αδύναμο να την εγκαταλείψει και τόσο δυνατό για να γράψει την αδιανόητη ιστορία του. Πρέπει να κόντευε ξημέρωμα όταν ένας Κολομβιανός, δια βίου ερωτοχτυπημένος με την αρχαία ελληνική τραγωδία αλλά και την ίδια τη ζωή, φώναζε γελώντας σε δύο Γάλλους και σε μένα:
«Η Αντιγόνη είναι η μητέρα μας...»
Υ.Γ. Όπου και να πας πια, βλέπεις ένα σωρό παιδιά από την Ελλάδα, που αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν για να βρουν δουλειά. Να το ξαναπούμε λοιπόν για κάποιους ντόπιους ΖΜ (ζηλιάρηδες μαλακοκάγκουρες), που φαίνονται να αυξάνονται τώρα τελευταία. Τα παιδιά αυτά δεν ζουν πάντα σε ευρύχωρα loft, δεν μπορούν (δυστυχώς) να ζωγραφίζουν όλη μέρα και δεν εργάζονται ως διευθυντές στην Κόκα Κόλα. Γκαρσόνια, μουσικοί της μιας βραδιάς, babysitters, ταξιτζήδες με ποδήλατα... πολλούς εκεί τους βρίσκεις, παρότι έχουν συνήθως πτυχία στις τσέπες. Όταν δεν κοιτάει το αφεντικό, κερνάνε και καμιά μπύρα στα κλεφτά. Γιατί πραγματικά η Αντιγόνη είναι η μητέρα μας...
lifo.
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου