Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Η άθλια διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης.

Έχοντας λοιπόν υπόψη τη λεπτότητα του θέματος και αποδεχόμενος την πιθανότητα να γίνω στόχος των «νεοπατριωτών», θα προσπαθήσω με ιδιαίτερη προσοχή να παραθέσω εδώ τους λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι θα πρέπει να είμαστε λιγότερο comme il faut με τους χειρισμούς της Κυβέρνησης, από όσο έχει επιβληθεί μετεκλογικά από την ίδια και τα ΜΜΕ με το αιτιολογικό ότι οποιαδήποτε κριτική μπορεί να βλάψει τη «διαπραγμάτευση». Διότι, πάντα κατά την άποψή μου, τα κίνητρα δεν είναι τόσο αγνά όσο παρουσιάζονται.

Κατά πρώτον, αποτελεί τεράστιο λάθος η στρατηγική που επιλέχθηκε, να παρουσιαζόμαστε διεθνώς ως τα διωκόμενα θύματα και οι εξεγερμένοι - εξαγριωμένοι παρίες της Ευρώπης. Σε αυτήν τη διαδικασία μπήκαμε για να διεκδικήσουμε ως ίσοι προς ίσους, αποδεικνύοντας με χαρτιά και αριθμούς το δίκαιο των αιτημάτων μας. Δεν πήγαμε ούτε για να μας λυπηθούν, ούτε για να τους φοβερίσουμε. Δεν λειτουργεί έτσι μία πολιτισμένη διαπραγμάτευση, όπως την γνωρίζουν και την καταλαβαίνουν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Η επικοινωνιακή προσέγγιση που ακολουθείται μπορεί μεν να έχει αποτέλεσμα στο εσωτερικό της χώρας, όπου το θυμικό των Ελλήνων λειτουργεί με τελείως διαφορετικό τρόπο (αυτό άλλωστε φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις που γίνονται παράλληλα με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης), αλλά δεν προσφέρει κανένα πλεονέκτημα όσον αφορά την απόκριση της κοινής γνώμης στο Εξωτερικό. Κανείς Ευρωπαίος πολιτικός ή πολίτης δεν πρόκειται να μας κρίνει με βάση το συναίσθημα. Ούτε θα μας συμπονέσουν, ούτε θα μας φοβηθούν. Η συζήτηση αφορά χρήματα και στα θέματα αυτά όλοι ξέρουμε πως το τελευταίο που μετρά είναι πόσο συμπαθής ή θυμωμένος είναι κάποιος. Κι ας πασχίζουν όλα τα κανάλια να μας πείσουν για την θερμή συμπαράσταση που μας «προσφέρουν» οι λαοί της Ευρώπης, προβάλλοντας μας καθημερινά τις συγκεντρώσεις σε διάφορες πρωτεύουσες των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών αποκομμάτων με τις κόκκινες σημαίες και ολίγη από τοπικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Κατά δεύτερον, το επιχείρημα ότι δήθεν δίνεται μάχη για την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια των Ελλήνων επίσης αποτελεί ένα άθλιο και επικίνδυνο στρατήγημα της Κυβέρνησης που και σε αυτό το
σημείο απλά αγγίζει ευαίσθητες χορδές του εσωτερικού ακροατηρίου και ερεθίζει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του (τι ειρωνεία για ένα αριστερό κόμμα). Αυτός που θέλει να είναι αξιοπρεπής δεν ζητάει «δανεικά κι αγύριστα», απειλώντας μάλιστα να τινάξει στον αέρα και το σπίτι του δανειστή του αν δεν ικανοποιηθεί. Δεν επικαλείται τη φτώχεια του για να πάρει χρήματα και να καλύψει τις σπατάλες και την κακή διαχείριση των οικονομικών του, αρνούμενος να δώσει λόγο πώς θα διαχειριστεί αυτά που θα του δοθούν επειδή προσβάλλεται δήθεν από τον έλεγχο. Αυτός που είναι υπερήφανος δεν γυρνάει τον κόσμο να διαλαλεί ότι εκπροσωπεί μία «χρεοκοπημένη» χώρα και να υπόσχεται ότι θα «διαλύσει» τα καρτέλ και ότι θα πατάξει τη διαφθορά και τη φοροαποφυγή. Ούτε συγκρίνει δημοσίως την κατάσταση στην πατρίδα του με χώρες όπως το Μεξικό. Για λόγους εντυπώσεων λοιπόν και η χρήση του συγκεκριμένου επιχειρήματος και όχι με σκοπό την αποκόμιση κάποιου απτού οφέλους.

Τρίτον, οι φοβεροί μαιτρ της διαπραγμάτευσης θα πρέπει να γνωρίζουν ότι όταν ανοίγουν έναν πόλεμο δεν τους αρκεί να κερδίσουν μία ή δύο μάχες (και μάλιστα εντυπώσεων), αλλά θα πρέπει προηγουμένως να έχουν χτίσει το υπόβαθρο που θα τους βοηθήσει να κερδίσουν τον πόλεμο τον ίδιο. Και όσοι γνωρίζουν έστω και λίγο από πολεμική θεωρία, ξέρουν καλά ότι σε ένα πόλεμο το κλειδί για την τελική νίκη είναι η κατοχή των πόρων (resources). Οι μεγαλύτερες πολεμικές ήττες στην παγκόσμια ιστορία συνέβησαν μετά από περηφανείς νίκες. Ο Ναπολέων το 1812 έφυγε κυνηγημένος και εντελώς κατεστραμμένος από τη Ρωσία διότι ξέμεινε από εφόδια, αφού πρώτα κατήγαγε μεγάλη νίκη στην επική μάχη του Μποροντίνο και κατέλαβε την ίδια τη Μόσχα. Οι Γερμανοί το 1918, μετά από την μεγαλειώδη επέλαση του Μαρτίου που τους έφερε 100 χιλιόμετρα από το Παρίσι, διαλύθηκαν μέσα σε ένα μήνα το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου και έχασαν τον Α΄ Παγκόσμιο, διότι δεν είχαν πυρομαχικά και φαγητό. Ο Ελληνικός στρατός στο Σαγγάριο το 1922 ξέμεινε από υλικά, οι Γερμανοί το 1945 στη μεγάλη αντεπίθεση στις Αρδέννες έμειναν από βενζίνη. Όταν λοιπόν όχι μόνο δεν έχουμε πόρους (χρήματα) ως Κράτος για να επιβιώσουμε έστω και για λίγους μήνες, αλλά αντίθετα ζητάμε να δανειστούμε από τους «αντιπάλους» μας, είναι τουλάχιστον αφέλεια να ξεκινάμε πόλεμο με αυτούς και να περιμένουμε ότι αυτοί θα μας επιτρέψουν να κάνουμε την «έφοδο» στις αποθήκες τους, first thing in the morning που θα έλεγε και ο κος Βαρουφάκης.

Τέταρτον, είναι απόλυτη υποκρισία και λαϊκισμός να παρουσιάζεται η διαπραγμάτευση ως μία αντιπαράθεση ιδεολογική με το ΣΥΡΙΖΑ στο κέντρο του κόσμου. Οι Αριστεροί Ριζοσπάστες εναντίον της Συντηρητικής Ευρώπης. Οι προοδευτικοί Πεφωτισμένοι εναντίον των αρτηριοσκληρωτικών Προτεσταντών. Δεν μας θέλουν, παρότι ξέρουν ότι έχουμε δίκιο και καλά διότι είμαστε κίνδυνος για το συντηρητικό κατεστημένο της Ευρώπης. Θα ξεσηκώσουμε τους Ποδέμος στην Ισπανία, τους Μπέπε Γκρίλους στην Ιταλία, τους Παρτιζάνους, τους Anonymous και δεν ξέρω ποιους άλλους. Απλά και μόνο για να δικαιολογηθεί ως εχθρότητα η αρνητική στάση των δανειστών και κυρίως των Γερμανών. Και οι αποφάσεις τους, οι οποίες δήθεν αντιτίθενται στα συμφέροντα ακόμη και των ιδίων, ως το προϊόν της προκατάληψης και του φόβου τους απέναντί μας και τιμωρία εναντίον μας. Μα, οι Γερμανοί δεν δίστασαν να υποστηρίξουν το κίνημα των Μπολσεβίκων πριν ένα σχεδόν αιώνα, όταν το 1917 με την εκδήλωση της Οκτωβριανής Επανάστασης, χρηματοδότησαν και έστειλαν με δικό τους τρένο στην Αγία Πετρούπολη τον Λένιν και την κουστωδία του, για να ξεσηκώσει τους συμπατριώτες του με σύνθημα την αποχώρηση της Ρωσίας από τον πόλεμο, κάτι που ο Λένιν πέτυχε τελικά (με αποτέλεσμα τον τερματισμό των εχθροπραξιών στο Ανατολικό Μέτωπο, την απαγκίστρωση 1.500.000 Γερμανών στρατιωτών και την αποστολή τους στο Δυτικό Μέτωπο μετά την ανακωχή με τους Ρώσους). Θα είχαν λέτε πρόβλημα να υποστηρίξουν το ΣΥΡΙΖΑ, αν ήταν προς το συμφέρον τους, επειδή είναι «αριστεροί»;

Πέμπτο και τελευταίο, μία διαπραγμάτευση, μία σχέση γενικότερα, τα δύο πράγματα που απαιτείται να έχει για να είναι επιτυχής είναι η εμπιστοσύνη και ο σεβασμός του άλλου. Ειλικρινά, δεν μπορώ να αντιληφθώ με ποιο τρόπο χτίζουμε σχέση εμπιστοσύνης και σεβασμού με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους όταν η σημειολογία που εκπέμπουν οι εκπρόσωποί μας οδηγεί στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα. Εμφανίσεις με τα πουκάμισα έξω και ακριβά κασκόλ υποδηλώνουν σαφέστατα ότι πάμε εκεί για να κάνουμε εντύπωση και φασαρία. Για να τους ανακατέψουμε. Και επιπλέον, είναι εκδήλωση ασέβειας απέναντι σε συνανθρώπους που σίγουρα και οι ίδιοι θα ένιωθαν πιο άνετοι με τα τζην τους και τα αθλητικά παπούτσια, αλλά φορούν άβολα κοστούμια και γραβάτες γιατί έτσι απαιτεί η περίσταση. Ακόμη, δηλώσεις και συνεντεύξεις σε όποιο περιοδικό και εφημερίδα κυκλοφορεί στον πλανήτη με παράλληλη διαρροή «εμπιστευτικών» εγγράφων» από εδώ και από εκεί πριν και μετά την κάθε συνάντηση, δημιουργούν επιφυλάξεις και απώλεια εμπιστοσύνης στην απέναντι πλευρά. Κατηγορίες και ρατσιστικά σχόλια εναντίον άλλων λαών στην ημερήσια διάταξη. Για να μη μιλήσουμε για το ύφος χιλίων καρδιναλίων με το οποίο αντιμετωπίζει όλους τους συνομιλητές του ο «πολύξερος» και «γοητευτικός» σόουμαν που επέλεξε η νέα Κυβέρνηση για Υπουργό των Οικονομικών και επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας. Ο οποίος, σε μένα τουλάχιστον, δίνει την εντύπωση ότι ανέλαβε τη δουλειά περισσότερο για να προβάλλει, με τον καταφανέστατο ναρκισσισμό του, τον εαυτό του και τις θεωρίες του περί ηρωικής εξόδου, παρά για να επιτύχει ένα ασφαλές αποτέλεσμα για τη χώρα.

Είμαστε πια στο σημείο μηδέν, με σοβαρή την πιθανότητα να αναγκαστούμε να περπατήσουμε μονοπάτια δύσβατα και επικίνδυνα. Αυτό είναι που έχουμε πετύχει μέχρι στιγμής. Και δυστυχώς, τα μόνα έως τώρα πεπραγμένα της νέας Κυβέρνησης είναι μόνο δύο: Η τοποθέτηση του πλέον λαϊκιστή και επικίνδυνου πολιτικού στη χώρα, ως συνεταίρου στην Κυβέρνηση και Υπουργού Άμυνας και η επιλογή του πλέον βεβαρυμμένου με ατοπήματα, από την περίοδο Κώστα Καραμανλή, Υπουργού της «επάρατης» Δεξιάς, μετά από τη θεαματικότατη «ντρίπλα» του κου Τσίπρα που άφησε Παυλόπουλο τον κο Αβραμόπουλο.

Έτσι, διαπιστώνοντας ότι σχεδόν όλες οι κινήσεις στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης γίνονται χάριν των εντυπώσεων, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι ο πραγματικός στόχος ίσως δεν είναι η συμφωνία με τους εταίρους. Ο πραγματικός στόχος είναι πιθανώς η δημιουργία ισχυρού ρεύματος υπέρ της Κυβέρνησης και στη συνέχεια η διακοπή των συνομιλιών. Άλλωστε, η διακοπή των συζητήσεων χωρίς αποτέλεσμα συμφέρει όπως είναι τα πράγματα, και τις δύο πλευρές. Και οι Ευρωπαίοι θα βγουν από τη δύσκολη θέση και η Κυβέρνησή μας, διότι κανείς δεν θα χρειαστεί να κάνει πίσω. Το παλιό πρόγραμμα θα λήξει έτσι άδοξα μαζί με το Μνημόνιο και μετά θα ξεκινήσουν αναγκαστικά συζητήσεις για νέο πρόγραμμα. Εντωμεταξύ, αν έχουμε την υποστήριξη της ΕΚΤ για λίγους μήνες ώστε η κατάσταση να μην ξεφύγει πολύ στα οικονομικά και η Κυβέρνηση δει από τις δημοσκοπήσεις ότι έχει αυξήσει σημαντικά τα ερείσματά της στο εκλογικό σώμα, θα προκηρύξει εκλογές και θα κατοχυρώσει σημαντικά οφέλη και την πολυπόθητη αυτοδυναμία που θα τη βοηθήσει μετά να ξεκινήσει από καλύτερη θέση τη διαπραγμάτευση για το νέο πρόγραμμα. Αν το κλίμα δεν είναι καλό και ξεφύγει εντελώς η κατάσταση με την οικονομία, η Κυβέρνηση θα κάνει δημοψήφισμα, οπότε ο «περήφανος» λαός θα επιλέξει Ευρώ με κάθε κόστος και ο κος Τσίπρας θα είναι πλέον ελεύθερος και με το νόμο να εκτελέσει, ως ο ηρωικότερος των πρωθυπουργών της Μεταπολίτευσης, την πιο θεαματική κωλοτούμπα της Κρίσης, με την υποστήριξη πλέον σύσσωμου του πολιτικού κόσμου εκτός του Αριστερού Ρεύματος, των ΑΝΕΛ, του ΚΚΕ και της ΧΑ. Ίσως είναι αυτό που έχουν στο μυαλό τους στην Κυβέρνηση όταν μιλάνε για win-win αποτέλεσμα.

Σας ευχαριστώ για άλλη μία φορά για τη φιλοξενία.

Γ.Δ

capital.gr



Μοιραστείτε

Share/Bookmark

Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

Δεν υπάρχουν σχόλια: