Το πλαίσιο δημιουργίας της ΟΝΕ και η επίλυση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα
Το αρχικό πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη που δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο στο Μάαστριχτ δεν ήταν προϊόν εύκολων και ομαλών διαπραγματεύσεων. Όπως υποστηρίζει ο Wyplosz (2006), κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι οποίες μας οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ έγινε φανερή η μη ταύτιση των απόψεων της Γαλλίας και της Γερμανίας. Από τη μια πλευρά, η Γερμανία έδινε έμφαση στη σημασία των πολιτικών και της σύγκλισης, ενώ από την άλλη, η Γαλλία στη δημιουργία νέων θεσμικών εργαλείων. Έτσι, η στρατηγική η οποία ακολουθήθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ τόνιζε τη σημασία δύο κυρίως αρχών, της βαθμιαίας μετάβασης και της σύγκλισης.
Εξαιτίας των διαφορετικών προσεγγίσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας που έχουν την βάση τους στην παλαιά διαμάχη μεταξύ "οικονομιστών" και "μονεταριστών", η Συνθήκη του Μάαστριχτ περιελάμβανε τόσο τον υπερεθνικό όσο και διακυβερνητικό τρόπο λήψης των αποφάσεων. Ο υπερεθνικός τρόπος ουσιαστικά περιλαμβάνει την ανάπτυξη και δημιουργία θεσμών διακυβέρνησης και δικτύων χάραξης πολιτικής υπεράνω του κράτους. Κύριο ρόλο στην υπερεθνική προσέγγιση η οποία ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την Κοινοτική Μέθοδο παίζουν η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Από την άλλη, ο διακυβερνητικός τρόπος ταυτίζεται με τον αυξημένο ρόλο που παίζει το έθνος κράτος τόσο σε περιόδους ριζικής αλλαγής όσο και σε περιόδους αδράνειας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο διακυβερνητισμός τονίζει τον σημαντικό ρόλο του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην διαδικασία ενοποίησης.
Ουσιαστικά, κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ τα κράτη μέλη δέχτηκαν να μεταβιβάσουν σημαντικά μερίδια κυριαρχίας προς το υπερεθνικό επίπεδο μόνο εάν οι εθνικές κυβερνήσεις μπορούσαν να ελέγχουν την δυνατότητα λήψης αποφάσεων. Αυτό σημαίνει πως πέρα από την τεχνοκρατική φύση του, ο χαρακτήρας της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη είναι κυρίως πολιτικός αφού περιλαμβάνει πολιτικές συμφωνίες οι οποίες ικανοποιούν τα στρατηγικά συμφέροντα των κρατών μελών και των κυβερνήσεων τους. Έτσι, η σύγκλιση συμφερόντων και προτιμήσεων στο ευρωπαϊκό επίπεδο παρήγαγε σχετικά με το αρχικό πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης δυο ετερογενείς συνέπειες: α) τη δημιουργία μιας ασταθούς οικονομικής και κοινωνικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη και β) την δημιουργία ενός άκαμπτου και διαφοροποιημένου πλαισίου οικονομικών πολιτικών. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν η δημιουργία μιας ΟΝΕ με έντονα τα χαρακτηριστικά ασυμμετρίας μέσα στην οποία η ευρύτερη οικονομική διακυβέρνηση ήταν αδύνατη.
Ποια ήταν όμως η στάση της Γαλλίας και της Γερμανίας κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και κάτω από ποιες συνθήκες επήλθε η συμφωνία; Όπως παρατηρεί ο
Dyson (1999a: 27), «Οι Γάλλοι ευνόησαν αυτόν τον κανόνα εξαιτίας επιχειρημάτων που στηρίζονταν στην εθνική κυριαρχία και στην δημοκρατική νομιμότητα; οι Γερμανοί εξαιτίας επιχειρημάτων που σχετίζονταν με την διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ». Με αυτό τον τρόπο, εισήγαγαν στις διαπραγματεύσεις και στο τελικό αποτέλεσμα την σπουδαιότητα και κεντρικότητα της Γαλλογερμανικής σχέσης έναντι οποιουδήποτε άλλου υπερεθνικού οργάνου.
Από την πλευρά της Γερμανίας, η δημιουργία της ΟΝΕ ήταν ο καλύτερος τρόπος για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας στη βάση των νεοφιλελεύθερων αρχών των ανοικτών αγορών, του ελεύθερου εμπορίου και της αντιπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, η ίδια η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και μετέπειτα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ήταν ο τρόπος προώθησης αυτών των ίδιων στόχων όπως μονιμοποιήθηκε από την μονεταριστική επανάσταση και την κυριαρχία της έναντι του κεϋνσιανισμου. Έπειτα από την υιοθέτηση των μονεταριστικών ιδεών, αυτοί οι στόχοι θα προωθούνταν καλύτερα μέσω της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, της σταθερότητας των τιμών και της δημοσιονομικής πειθαρχίας (δημοσιονομική λιτότητα) χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα συντονισμού της δημοσιονομικής πολιτικής μεσοπρόθεσμα. Αυτόν τον τρόπο υιοθετούσαν τότε, όπως υιοθετούν και τώρα, τα μεγάλα γερμανικά επιχειρηματικά συμφέροντα ως τον καλύτερο για την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και το μεγάλο όφελος που θα είχαν οι γερμανικές επιχειρήσεις από την απαγόρευση (μέσα στην ΟΝΕ) των υποτιμήσεων των εθνικών νομισμάτων. Οι γερμανικές επιχειρήσεις έβλεπαν αυτό το γεγονός σαν μια ευκαιρία για αύξηση των εξαγωγών τους. Όμως αυτό ταυτόχρονα σήμαινε πως τα υπόλοιπα κράτη θα έχαναν την δυνατότητα υποτιμήσεων και έτσι την ευκαιρία να μπορούν να παραμένουν ανταγωνιστικά τα προϊόντα των επιχειρήσεων τους. Επιπλέον, ακόμα και εάν οι χώρες αυτές ακολουθούσαν διαφορετικές πολιτικές στη βάση μιας πιο εξωστρεφούς στρατηγικής δεν θα είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα εξαιτίας των αποκλίσεων που παρατηρούνται στην θεσμική δομή των περιφερειακών κρατών. Αρά, η Γερμανία θυσίασε το γερμανικό νόμισμα για να εισάγει την κουλτούρα της οικονομικής σταθερότητας στη βάση συγκεκριμένων κανόνων σε ολόκληρη στην ΟΝΕ.
Ήταν δηλαδή προφανές πως από την αρχή οι Γερμανοί δεν θα αποδεχόταν το ευρώ εάν οι νομισματικοί κανόνες δεν σχεδιάζονταν στη βάση του γερμανικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης.
Από την άλλη για τη Γαλλία, η δημιουργία της ΟΝΕ ήταν ένας τρόπος για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν την Γερμανία στο οικονομικό πεδίο και ταυτόχρονα χρησιμοποιώντας την ΟΝΕ, να την κάνουν να πλησιάσει τα δικά τους οικονομικά μοντέλα μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών της, των αυξήσεων στους μισθούς και στον πληθωρισμό, έτσι ώστε να σταματήσουν οι συναλλαγματικές κρίσεις και οι κρίσεις χρέους των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Δηλαδή, η Γαλλία θα προσπαθούσε να εξισορροπήσει την σχέση της με την Γερμανία μειώνοντας της αξιοπιστία του γερμανικού οικονομικού μοντέλου. Αυτό όμως απαιτούσε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην Γερμανία και τις άλλες χώρες ο οποίος όμως ποτέ δεν επιτεύχθηκε στο πέρασμα του χρόνου και αυτό θεωρείται πως είναι η μεγαλύτερη αποτυχία της ΟΝΕ. Έτσι, η δημιουργία της ΟΝΕ πέρα από το ότι ήταν ένα πολιτικό σχέδιο ενσωμάτωσε και έναν «Δέσμιο Λεβιάθαν» ο οποίος αντιπροσώπευε μια τεράστια πρόκληση για τις Γαλλικές απόψεις σχετικά με την κυριαρχία του κράτους και την νομιμότητα.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την σημερινή πορεία των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και στους Ευρωπαίους εταίρους.
Πρώτον, η Γερμανία δεν θα συναινέσει σε οποιαδήποτε αλλαγή τόσο του τρόπου όσο και των μεθόδων της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη εάν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν συναινέσουν αυτή να γίνει με βάση το Γερμανικό ιδεολογικό πολιτικοοικονομικό πλαίσιο. Αυτό από μόνο του εισάγει συγκεκριμένους περιορισμούς και όρια τόσο στις διαπραγματεύσεις όσο και στις δυνατότητες εξεύρεσης λύσεων.
Δεύτερον, η ΟΝΕ εξαρχής ήταν ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο με ότι αυτό συνεπάγεται. Για να το κάνουμε πιο κατανοητό, η ΟΝΕ υιοθέτησε τις κεντρικές ιδέες της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον πως η οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνετε καλύτερα μέσω των χαμηλότερων ποσοστών πληθωρισμού, τα πλεονασματικά ισοζύγια, τις απορρυθμίσεις της αγοράς, τον περιορισμό της κρατικής παρέμβασης, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και των προγραμμάτων διαρθρωτικών προσαρμογών. Εφόσον σήμερα δεν υπάρχουν εναλλακτικές ιδεολογικές επιλογές, επειδή εκτός των άλλων έχουμε χρεοκοπήσει πνευματικά, αυτές είναι και οι μόνες επιλογές που έχουμε να συζητήσουμε. Άρα, οποιεσδήποτε αναφορές γίνονται σήμερα κατά του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα είναι ένας απλός λαϊκισμός.
Ένας ιδεολογικός λαϊκισμός τον οποίο πρέπει να ξεπεράσουμε.
Τρίτον, σε κάθε περίπτωση εάν θέλουμε να παραμείνουμε μέλη της ΟΝΕ, μετά από αυτές τις εκλογές του Ιανουαρίου, η χρησιμοποίηση του όρου «Μνημόνιο» όπως και τα παράγωγα του «μνημονιακός» και «αντι-μνημονιακός» θα πρέπει να νομιμοποιηθεί και μαζί με αυτήν να επανακαθορισθεί η πορεία και η αντίληψη των οικονομικών και πολιτικών δρώντων στην ελληνική κοινωνία. Αν σταματήσουμε να κυνηγάμε μάγισσες και αρχίσουμε να συνεννοούμαστε επιτέλους ξανά μεταξύ μας ίσως βρούμε τον δρόμο. Εάν όχι τότε τα φώτα θα κλείσουν και οι πύλες της κολάσεως θα ανοίξουν.
* Γιώργος Μαρής, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου
Πηγή: http://www.skai.gr
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου