Κάθε μέρα που περνάει πείθομαι και περισσότερο ότι η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου είναι η χειρότερη που είχε μεταπολεμικά η χώρα. Η μόνη με την οποία θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί είναι αυτή του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, το 1973-74 – από άποψη επάρκειας βέβαια και όχι δημοκρατικής νομιμοποίησης, για να αποφύγω και το παραμικρό ενδεχόμενο παρεξήγησης. Ό,τι κι αν πιάσει στα χέρια της αυτή η κυβέρνηση, κάρβουνο γίνεται. Σε όποιο πεδίο και αν εστιάσει κανείς, διαπιστώνει ανεπάρκεια, αριστεροφανείς αερολογίες, αδυναμία επίλυσης οποιουδήποτε προβλήματος. Μοναδικός τομέας στον οποίο τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη δείχνουν δραστηριότητα είναι αυτός του βολέματος των «ημετέρων». Και δεν εννοώ μόνον περιπτώσεις όπως αυτή του Καρανίκα, με την οποία γελάει όλη η Ελλάδα. Εννοώ και άλλες, λιγότερο φαιδρές, και γι’ αυτό λιγότερο ίσως γνωστές, για τις οποίες όμως θα έπρεπε να ανησυχούμε πολύ περισσότερο, μιας και συνιστούν σαφή ένδειξη της προσπάθειας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να αλώσουν και να ελέγξουν θεσμούς και αρμούς του κρατικού μηχανισμού.
Γραφικοί, ξεγραφικοί, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν δεν παύουν να είναι συγχρόνως και επικίνδυνοι. Άλλωστε, το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Γραφικός ήταν και ο Παττακός, που λέει ο λόγος, αλλά αυτό δεν τον καθιστούσε, όπως αποδείχθηκε, λιγότερο επικίνδυνο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο καθεστωτισμός είναι γραμμένος στο DNA της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς αριστεράς. Και βέβαια, πολλώ μάλλον αυτό ισχύει για την πιο πρωτόγονη, την πιο μπρούτα εκδοχή της, την οποία ακριβώς εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια εκδοχή, με άλλα λόγια, που όχι μόνο δεν έχει πίσω της τις δημοκρατικές παραδόσεις άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών, αλλά είναι επιπλέον και μπολιασμένη με ισχυρές δόσεις βαλκανικού ή/και λατινοαμερικάνικου εθνολαϊκισμού.
Πόσο σοβαρά μπορεί, αλήθεια, να πάρει κάποιος μια κυβέρνηση που προσέλαβε ως
«ειδήμο» (που θα ’λεγε και ο ίδιος) τον Καρανίκα; Ωστόσο, αν θελήσουμε να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα από το επίπεδο της φαιδρότητας και της αγανάκτησης, νομίζω ότι δικαιούμαστε –επιβάλλεται, θα έλεγα– να είμαστε εξαιρετικά ανήσυχοι. Όχι τόσο επειδή ένας ακόμα ανιψιός, φίλος, κολλητός, αγαπητικός, κ.ο.κ. προστέθηκε στον κρατικό μηχανισμό, όσο επειδή, τελικά, αυτός είναι ο κόσμος και αυτοί είναι οι ορίζοντες των ανθρώπων που μας κυβερνούν. Φοβάμαι ότι η απόσταση που χωρίζει τη σκέψη, τα ενδιαφέροντα και την αισθητική του Καρανίκα από τα αντίστοιχα του Τσίπρα και του Καμμένου δεν είναι και τόσο μεγάλη. Μέχρις εκεί φτάνουν, «τόσοι είναι», αυτός είναι ο κόσμος τους. Ένας κόσμος βαθιάς άγνοιας των συνθηκών που επικρατούν έξω από το στενό τους κύκλο, έναν κύκλο ιδεοληπτικών, παλαιοημερολογιτών και εξουσιολάγνων που αλληλοεπιβεβαιώνονται. Αλλά και ένας κόσμος βαθιάς αγραμματοσύνης, που ξεκινάει από τα τρισβάρβαρα ελληνικά(;) του Καρανίκα, περνάει από τα δισβάρβαρα ελληνικά του Τσίπρα, για να καταλήξει στα απλώς βάρβαρα ελληνικά όλης σχεδόν της τσιπροκαμμενικής νομενκλατούρας. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας εντυπωσιαζόταν χαζοχαρούμενα από το σαλτιμπάγκο με το ένα ν που του πετούσε πρωτάκουστους (για εκείνον) αγγλικούς όρους. Σήμερα βέβαια, με το θράσος του πολιτικού «εξολοθρευτή» που τον διακρίνει (ρωτήστε σχετικά τον Αλαβάνο, τον Κουβέλη, τον Λαφαζάνη, την Κωνσταντοπούλου), ο πρωθυπουργός κάνει λόγο για «ανοησίες» του πρώην υπουργού του, του και asset(!) αποκληθέντος υπό του ιδίου. Μπορεί η συγκεκριμένη επιλογή για τη θέση-κλειδί του υπουργού Οικονομικών να μας στοίχισε καμιά πενηνταριά δισ. ευρώ (με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς), αλλά στο θαυμαστό κόσμο των «πρωτηφοράδων» αυτά είναι λεπτομέρειες.
Έχουμε μπλέξει άσχημα, και να δούμε πότε και πώς θα ξεμπλέξουμε. Ως απλή συμβολή σε αυτή τη συζήτηση –η οποία θα συνεχίζεται, υποθέτω, όλους του επόμενους μήνες–καταθέτω πάντως αφετηριακά τη βαθιά μου ανησυχία. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν φανταστεί ούτε στα πιο τολμηρά όνειρά τους ότι μια μέρα θα βρεθούν στην εξουσία. Έχουν, λοιπόν, τόσο γλυκαθεί, νιώθουν τόσο όμορφα που –εκτός όλων των άλλων– μπορούν ξαφνικά να διορίζουν όποιον θέλουν, όπου θέλουν, ώστε θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να παραμείνουν στα «πράγματα». Εξού και η προσπάθειά τους να ελέγξουν τα πάντα, από κανάλια και ιδρύματα πολιτισμού μέχρι τη δημόσια υγεία, την παιδεία, τις ανεξάρτητες αρχές, την απονομή της δικαιοσύνης. Ας μην τους υποτιμάμε. Όχι βέβαια λόγω ικανοτήτων, αλλά επειδή δείχνουν αποφασισμένοι για όλα.
Γραφικοί, ξεγραφικοί, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν δεν παύουν να είναι συγχρόνως και επικίνδυνοι. Άλλωστε, το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Γραφικός ήταν και ο Παττακός, που λέει ο λόγος, αλλά αυτό δεν τον καθιστούσε, όπως αποδείχθηκε, λιγότερο επικίνδυνο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο καθεστωτισμός είναι γραμμένος στο DNA της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς αριστεράς. Και βέβαια, πολλώ μάλλον αυτό ισχύει για την πιο πρωτόγονη, την πιο μπρούτα εκδοχή της, την οποία ακριβώς εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια εκδοχή, με άλλα λόγια, που όχι μόνο δεν έχει πίσω της τις δημοκρατικές παραδόσεις άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών, αλλά είναι επιπλέον και μπολιασμένη με ισχυρές δόσεις βαλκανικού ή/και λατινοαμερικάνικου εθνολαϊκισμού.
Πόσο σοβαρά μπορεί, αλήθεια, να πάρει κάποιος μια κυβέρνηση που προσέλαβε ως
«ειδήμο» (που θα ’λεγε και ο ίδιος) τον Καρανίκα; Ωστόσο, αν θελήσουμε να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα από το επίπεδο της φαιδρότητας και της αγανάκτησης, νομίζω ότι δικαιούμαστε –επιβάλλεται, θα έλεγα– να είμαστε εξαιρετικά ανήσυχοι. Όχι τόσο επειδή ένας ακόμα ανιψιός, φίλος, κολλητός, αγαπητικός, κ.ο.κ. προστέθηκε στον κρατικό μηχανισμό, όσο επειδή, τελικά, αυτός είναι ο κόσμος και αυτοί είναι οι ορίζοντες των ανθρώπων που μας κυβερνούν. Φοβάμαι ότι η απόσταση που χωρίζει τη σκέψη, τα ενδιαφέροντα και την αισθητική του Καρανίκα από τα αντίστοιχα του Τσίπρα και του Καμμένου δεν είναι και τόσο μεγάλη. Μέχρις εκεί φτάνουν, «τόσοι είναι», αυτός είναι ο κόσμος τους. Ένας κόσμος βαθιάς άγνοιας των συνθηκών που επικρατούν έξω από το στενό τους κύκλο, έναν κύκλο ιδεοληπτικών, παλαιοημερολογιτών και εξουσιολάγνων που αλληλοεπιβεβαιώνονται. Αλλά και ένας κόσμος βαθιάς αγραμματοσύνης, που ξεκινάει από τα τρισβάρβαρα ελληνικά(;) του Καρανίκα, περνάει από τα δισβάρβαρα ελληνικά του Τσίπρα, για να καταλήξει στα απλώς βάρβαρα ελληνικά όλης σχεδόν της τσιπροκαμμενικής νομενκλατούρας. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας εντυπωσιαζόταν χαζοχαρούμενα από το σαλτιμπάγκο με το ένα ν που του πετούσε πρωτάκουστους (για εκείνον) αγγλικούς όρους. Σήμερα βέβαια, με το θράσος του πολιτικού «εξολοθρευτή» που τον διακρίνει (ρωτήστε σχετικά τον Αλαβάνο, τον Κουβέλη, τον Λαφαζάνη, την Κωνσταντοπούλου), ο πρωθυπουργός κάνει λόγο για «ανοησίες» του πρώην υπουργού του, του και asset(!) αποκληθέντος υπό του ιδίου. Μπορεί η συγκεκριμένη επιλογή για τη θέση-κλειδί του υπουργού Οικονομικών να μας στοίχισε καμιά πενηνταριά δισ. ευρώ (με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς), αλλά στο θαυμαστό κόσμο των «πρωτηφοράδων» αυτά είναι λεπτομέρειες.
Έχουμε μπλέξει άσχημα, και να δούμε πότε και πώς θα ξεμπλέξουμε. Ως απλή συμβολή σε αυτή τη συζήτηση –η οποία θα συνεχίζεται, υποθέτω, όλους του επόμενους μήνες–καταθέτω πάντως αφετηριακά τη βαθιά μου ανησυχία. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν φανταστεί ούτε στα πιο τολμηρά όνειρά τους ότι μια μέρα θα βρεθούν στην εξουσία. Έχουν, λοιπόν, τόσο γλυκαθεί, νιώθουν τόσο όμορφα που –εκτός όλων των άλλων– μπορούν ξαφνικά να διορίζουν όποιον θέλουν, όπου θέλουν, ώστε θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να παραμείνουν στα «πράγματα». Εξού και η προσπάθειά τους να ελέγξουν τα πάντα, από κανάλια και ιδρύματα πολιτισμού μέχρι τη δημόσια υγεία, την παιδεία, τις ανεξάρτητες αρχές, την απονομή της δικαιοσύνης. Ας μην τους υποτιμάμε. Όχι βέβαια λόγω ικανοτήτων, αλλά επειδή δείχνουν αποφασισμένοι για όλα.
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου