Η Ελλάδα ζει αυτές τις μέρες μια ριψοκίνδυνη προμνησία της περιόδου Σαμαρά. Για να ποτίσει τη γλάστρα του δικού της success story και να δικαιολογήσει τη μνημονιακή κυβίστηση, η σημερινή κυβέρνηση Τσίπρα επιχειρεί να εξωθήσει εκών άκων τη χώρα στις αγορές χωρίς εντούτοις να έχει διασφαλίσει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για χαμηλότοκο και επαναλαμβανόμενο δανεισμό. Κάποιες πληροφορίες λένε ότι στις αρχές της επόμενης εβδομάδας και αφού εξοφληθεί πλήρως το τριετές ομόλογο των 2 δισ. ευρώ που λήγει την προσεχή Δευτέρα 17 Ιουλίου, ο ΟΔΔΗΧ θα προχωρήσει σε έκδοση νέου 5ετούς ομολόγου μέσω του οποίου θα αναχρηματοδοτήσει μέρος του ομολόγου λήξης του 2019 (4 δισ. ευρω) και θα αντλήσει επιπλέον κεφάλαια από επενδυτές. Αν πράγματι επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες, δεν υπάρχουν αμφιβολίες ότι η έκδοση θα καλυφθεί καθώς θεωρείται πως είναι πλήρως «ελεγχόμενη». Το πραγματικό στοίχημα, όμως, θα αρχίσει να τρέχει από εκεί και μετά.
Στον σχεδιασμό αυτό για «έξοδο στις αγορές», η κυβέρνηση συνεπικουρείται από τις Σειρήνες των πιστωτών που από τη δική τους πλευρά έχουν κάθε λόγο στην προεκλογική συγκυρία της Γερμανίας, να εμφανίσουν ως επιτυχημένο το τρίτο μνημόνιο και να δείξουν στους ψηφοφόρους τους ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί νέα δάνεια το 2018. Εκ πρώτης όψεως ζούμε μια παράλογη βιασύνη από όλες τις πλευρές, που εδράζεται κατά βάση σε κριτήρια δημιουργίας βραχυπρόθεσμων πολιτικών εντυπώσεων, υποκρύπτει ψηφοθηρικές σκοπιμότητες, και τελικά οδηγεί σε επιβάρυνση του κόστους εξυπηρέτησης του Δημόσιου χρέους.
Τα επιτόκια δανεισμού σήμερα είναι πάνω - κάτω το ίδιο ακριβά με εκείνα προ τριών ετών, ενώ η χώρα θεωρείται με τη βούλα του ΔΝΤ ότι παραμένει πτωχευμένη, χωρίς «βιώσιμο χρέος». Υπό το πρίσμα αυτό, ενώ στο πολιτικό της σκέλος η «έξοδος στις αγορές» θα είναι μια πανηγυρική εξέλιξη, σε ότι αφορά τον οικονομικό της αντίκτυπο θα επιδεινώσει αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους και ενδεχομένως στη συνέχεια θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρότερες επιπλοκές, εφόσον αποδειχθεί μια βεβιασμένη κίνηση που δεν θα συνοδευτεί από ραγδαία αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού.
Κόστος 1,2 δισ. ευρώ
Οι δύο προηγούμενες δοκιμαστικές έξοδοι στις αγορές το 2014 (το 3ετές με επιτόκιο 3,5% που λήγει φέτος τον Ιούλιο και το 5ετές με επιτόκιο 4,95% που λήγει το 2019 και πρόκειται να αντικατασταθεί με νέο) θα μας κοστίσουν περίπου 900 εκατ. ευρώ σε τόκους ως τη λήξη τους. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να επαναλάβει με ακρίβεια μοιρογνωμονίου τις ίδιες κινήσεις έχοντας
πλήρη συνείδηση ότι μια γενναία έκδοση λ.χ 4-5 δισεκατομμυρίων ευρώ, 5ετούς διάρκειας με επιτόκιο λίγο κάτω από 5%, θα επιβαρύνει το ελληνικό χρέους με πρόσθετους τόκους 250 εκατ. ευρώ ετησίως προσθέτοντας συνολικά βάρη 1,2 δισ. ευρώ ως το 2022.
πλήρη συνείδηση ότι μια γενναία έκδοση λ.χ 4-5 δισεκατομμυρίων ευρώ, 5ετούς διάρκειας με επιτόκιο λίγο κάτω από 5%, θα επιβαρύνει το ελληνικό χρέους με πρόσθετους τόκους 250 εκατ. ευρώ ετησίως προσθέτοντας συνολικά βάρη 1,2 δισ. ευρώ ως το 2022.
Το θέμα δεν είναι αν με τον απευθείας δανεισμό από τις αγορές το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα αυξηθεί. Αυτό είναι δεδομένο γιατί η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να επιτύχει ακόμη προνομιακά επιτόκια της τάξης του 1,8%-1,9% με τα οποία κατά μέσο όρο καλύπτει σήμερα τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέσω των επίσημων πιστωτών της. Το ερώτημα είναι πόσο θα αυξηθεί και για πόσο καιρό θα επιβαρύνεται η χώρα με δεδομένα τα υψηλά επιτόκια και τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αρκεί να σημειωθεί ότι η Πορτογαλία δανείζεται από τις αγορές με επιτόκιο 3,5% όταν τα νέα δάνεια του ESM εκταμιεύονται προς την Ελλάδα με κόστος 0,85%.
Το 2019, πρώτο έτος θεωρητικά χωρίς πρόγραμμα χρηματοδότησης, οι ανάγκες της χώρας σε δανεισμό ξεπερνούν τα 12 δισ. ευρώ μόνο για να εξοφληθούν χρεολύσια προς το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και ιδιώτες επενδυτές, ενώ σε αυτά πρέπει να προστεθούν τόκοι επιπλέον 7 δισ. ευρώ οι οποίοι θεωρητικά θα εξοφληθούν κατά μεγάλο μέρος τους μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η χώρα θα πρέπει να δανειστεί, όμως περίπου το 7% του ΑΕΠ της με όρους πολύ πιο επώδυνους των σημερινών και να επωμιστεί με τόκους που ετησίως θα κοστίζουν όσο η περιβόητη 13η σύνταξη που δόθηκε άπαξ το 2016. Αν αυτό γίνεται συστηματικά λ.χ για τα επόμενα πέντε χρόνια στη διάρκεια των οποίων η χώρα θα πρέπει να εξοφλήσει-αναχρηματοδοτήσει χρεολύσια άνω των 40 δισ. ευρώ με υψηλότερα επιτόκια και χωρίς ενδιάμεση ρύθμιση χρέους, μπορεί κανείς να αντιληφθεί το ρίσκο εκτροχιασμού στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Το σημαντικότερο ερώτημα όμως είναι αν έχει πράγματι λόγο και συμφέρον η Ελλάδα να βγει στις αγορές.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι έτσι θα βάλει τέλος στην επιτροπεία της Ελλάδας, συνιστά ένα μεγάλο ψέμα. Είτε μέσω των προληπτικών πιστωτικών γραμμών, είτε μέσω των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για τα οποία η χρόνια έχει δεσμευτεί, η παρακολούθηση του «δημοσιονομικού χώρου» θα είναι αυστηρή και διαρκής για πολλά χρόνια ακόμη. Συνεπώς στο επίπεδο αυτό δεν υπάρχει ορατό όφελος, παρά μια επικοινωνιακή φούσκα. Τη θέση αυτή συμμερίζεται ένας σεβαστός αριθμός κυβερνητικών στελεχών που στέκονται επιφυλακτικά απέναντι στους βεβιασμένους σχεδιασμούς του Μαξίμου και εισηγούνται προσεκτικότερα βήματα με ορίζοντα το τέλος της 3ης αξιολόγησης.
Οι τραπεζίτες
Αντίθετα ορισμένοι τραπεζίτες έχουν διαφορετική άποψη και πιέζουν τον Πρωθυπουργό να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Ένα μέρος της έκδοσης ομολόγων θα καλυφθεί από τις τράπεζες οι οποίες έχουν κάθε συμφέρον να τα αγοράσουν. Οι ίδιες μπορούν να δανειστούν με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και να αποκτήσουν κρατικά ομόλογα που θα τους αποφέρουν τόκους άνω του 4,5%, τα οποία στη συνέχεια θα τα δίνουν ως εγγύηση ρευστότητας στην ΕΚΤ ή θα μπορούν να τα πουλήσουν εύκολα αν στο μέλλον η Ελλάδα ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση.
Το 4ο Μνημόνιο
Η καθυστέρηση από την άλλη δεν απαντά στο ερώτημα για το τι πρέπει να γίνει εφόσον τελειώνει το πρόγραμμα τον Αύγουστου του 2018 και η Ελλάδα θα πρέπει να βγει ούτως ή άλλως στις αγορές. Οι απαντήσεις στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούν να είναι μονολεκτικές.
Σύμφωνα με την άποψη στελεχών που παρακολουθούν στενά το θέμα, η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να κατευθύνει τη στρατηγική της στην ουσιαστική ανάκτηση της αξιοπιστίας των αγορών υλοποιώντας τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχει δεσμευτεί, ώστε η έξοδος στις αγορές με χαμηλά επιτόκια να αποτελέσει μια φυσική και ομαλή εξέλιξη. Θα ήταν σκόπιμο επίσης, να ολοκληρώσει έγκαιρα τις επόμενες αξιολογήσεις όχι μόνο για να στείλει μήνυμα εμπιστοσύνης στους επενδυτές, αλλά για να εκμεταλλευτεί την υπερεπάρκεια κεφαλαίων από το τρίτο πρόγραμμα από το οποίο έχει αντλήσει περί τα 40 δισ. ευρώ, δανειζόμενη χρήματα με χαμηλό επιτόκιο από τον ESM. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει το Δημόσιο να δημιουργήσει κεφαλαιακό μαξιλάρι και να αντικαθιστά σταδιακά το χρέος που θα λήγει τα επόμενα χρόνια με φτηνότερα δανεικά.
Υπάρχει και μια άλλη εναλλακτική, πολιτικά «αχώνευτη», αλλά οικονομικά πιο συμφέρουσα, την οποία προκρίνουν αρκετοί διεθνείς οικονομολόγοι. Να διαπραγματευτεί αυτή ή μια επόμενη κυβέρνηση την επιμήκυνση του τρίτου μνημονίου ή την υπογραφή ενός τέταρτου προγράμματος μέσω του οποίου η χώρα θα είναι σε θέση να αντλεί φτηνά κεφάλαια από τον ESM κρατώντας το κόστος εξυπηρέτησης χαμηλά έως ότου επιτευχθούν με αντικειμενικούς όρους χαμηλά επιτόκια στις αγορές. Είναι μια πρόταση που την έχει παρουσιάσει ήδη ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου Peterson, Jeromin Zettelmeyer, αλλά την υιοθετούν χωρίς να το παραδέχονται δημόσια και πολλοί Έλληνες οικονομολόγοι και πολιτικά πρόσωπα.
Ένα τέταρτο πρόγραμμα χρηματοδότησης, όμως, είναι μια πρόταση που ακόμη και αν έχει οικονομική λογική, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αυτή τη στιγμή από καμία πλευρά του πολιτικού φάσματος. Ίσως να είναι η λύση που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα δούμε να εφαρμόζεται την επόμενη χρονιά μπροστά στις αντικειμενικές δυσκολίες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους μετά το 2019. Προς το παρόν μπορούμε να αισιοδοξούμε, όμως, ότι ετοιμαζόμαστε να βγούμε στις αγορές.
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου