Μπάμπης Παπαδημητρίου
Το σίγουρο είναι πως με όποιον τρόπο κι αν υπολογίσει κανείς το θέμα, η ζημιά που προκάλεσε η μεταστροφή στην εφαρμοζόμενη πολιτική, τόσο στις αρχές του 2015 αλλά και μέχρι, πρακτικώς, το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, είναι μεγάλη. Πολύ μεγάλη.
Αυτό είναι που έκανε τον Κλάους Ρέγκλινγκ, τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Σταθεροποίησης, που είναι και ο κύριος δανειστής της ελληνικού Δημοσίου, να επιμείνει: «Μπορεί να είναι λίγο λιγότερο, μπορεί να είναι λίγο περισσότερο• θεωρώ ότι τα 100 δισ. είναι ένας στρογγυλός αριθμός και είναι πιθανότητα σωστός», απάντησε σε συνέντευξή του προς τον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ (30/6/2017).
Είναι αλήθεια ότι ο κ. Ρέγκλινγκ έχει ανά χείρας υπολογισμούς που δείχνουν ότι η πραγματική ζημιά, όπως πρέπει να την υπολογίσει ένας σοβαρός οικονομολόγος «φτάνει, αν δεν ξεπερνά κατά τι ένα ολόκληρο ΑΕΠ», εξηγεί συνομιλητής του ανώτατου παράγοντα. Αλλωστε, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, που παρακολουθούν με αγωνία τα πολιτικά σκαμπανεβάσματα της Ελλάδας, υπολογίζουν, πάντοτε ανεπίσημα, ότι το κόστος για το «πείραμα Τσίπρα» είναι δυσανάλογα μεγάλο, παρά το γεγονός ότι ένα μέρος του πληρώνεται ήδη, υπό τη μορφή των αυξημένων φόρων και των πρόσθετων περικοπών που υφίστανται οι Ελληνες.
Η άμυνα
Η ομάδα του πρωθυπουργού αμύνεται χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, ακολουθώντας κατά κύριο λόγο τη γραμμή ότι «οι άλλοι έκαναν χειρότερα» ή ότι οι επικριτές αθροίζουν «μήλα και πορτοκάλια», αλλά, στην πράξη, ελπίζουν ότι πολύ δύσκολα θα στοιχειοθετηθεί στη Βουλή κάποια κατηγορία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραπομπή ενώπιον ενός ειδικού δικαστηρίου.
Πλην όμως, η μεγάλη διαφορά με τα όποια λάθη συνέβησαν στο παρελθόν, είναι ότι δεν πρόκειται για λάθη υπολογισμών και προβλέψεων, όπως αυτά που προξένησε η επιπόλαιη χρήση λανθασμένου πολλαπλασιαστή. Στην περίπτωση των κυβερνήσεων που έβγαλαν οι κάλπες Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015, υπάρχουν συγκεκριμένες πράξεις οι οποίες και οδήγησαν στην απώλεια πολύ πραγματικών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Μια τέτοια πλήρως καταγεγραμμένη, όπως είναι τα στοιχεία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, είναι η σχεδόν πλήρης εξαφάνιση των κεφαλαίων που τοποθετήθηκαν στις συστημικές τράπεζες. Για να κρατήσω τους υπολογισμούς όσο πιο απλούς γίνεται, σημειώστε ότι ο φορολογούμενος έβαλε 25 δισ. στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών που διασώθηκαν (και κάποια άλλα σε εκείνες που δεν διασώθηκαν) με την ελπίδα ότι θα τα πάρει πίσω με τη μελλοντική πώλησή τους.
«Το καλοκαίρι ’14 η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών είχε φτάσει 33,4 δισ.», σημειώνει ο κ. Χαρδούβελης, πρώην υπουργός Οικονομικών. Αλλά και από την ανάδειξη της κυβέρνησης Τσίπρα μέχρι την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με νέα δανεικά του τρίτου μνημονίου και πάλι χάθηκε, οριστικά, ένα κεφάλαιο που προσεγγίζει τα 20 δισ., το οποίο δεν πρόκειται να ανακτηθεί ποτέ, ακόμη κι αν το Χρηματιστήριο ανέβει εντυπωσιακά, αφού το Δημόσιο δεν κατέχει πλέον παρά μικρό μόνον ποσοστό μετοχών έναντι εκείνου που είχε κρατήσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Στο κόστος αυτό πρέπει να προστεθεί και η απώλεια από το «κούρεμα» προνομιούχων μετοχών (1,35 δισ.) από την πρώτη ενίσχυση των τραπεζών το 2008.
Τα ομόλογα
Παρομοίως εύκολο είναι να υπολογιστεί –και λογιστικά– η πραγματική ζημιά που υπέστη το κράτος επειδή δεν θα πάρει τις επιστροφές από τα ομόλογα που διακρατούσε το σύστημα κεντρικών τραπεζών του ευρώ. Παρά τη γενναιόδωρη απόφαση της τελευταίας ευρωομάδας, η ζημία εξ αυτού του λόγου υπολογίζεται σε 3,5 δισ. Προστίθεται εδώ και η αναπλήρωση του λογαριασμού του ΔΝΤ στην Τράπεζα της Ελλάδος (900 εκατομμύρια), ενώ το κράτος υποχρεώθηκε, την άνοιξη του 2015, κατά την αγωνιώδη αναζήτηση ρευστότητας, να αγοράσει περισσότερα ρέπος (περίπου 2 δισ.), που αύξησαν αντιστοίχως το κρατικό χρέος.
Εξίσου πραγματική ζημία είναι, εκ του αντιστρόφου αποτελέσματος, ότι ενώ το κράτος επρόκειτο να πραγματοποιήσει πλεόνασμα 0,1%, πήρε τελικά από τους πολίτες 3,4% του ΑΕΠ, προκαλώντας σε αυτούς ζημία ύψους 6 δισ. περίπου. Αθροίζοντας τα ως άνω έχετε μια πρώτη αντίληψη της ζημίας. Στα σημεία αυτά, η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει, στο ανεπίσημο σημείωμα που μοίρασε στις 26/7/2016.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, μιλώντας στη Βουλή (2016) πρότεινε έναν άλλο, δόκιμο και πολύ πρακτικό τρόπο. Επισήμανε ότι οι πράξεις του α΄ εξαμήνου 2015 μετατόπισαν το υπόλοιπο του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά περίπου 30 εκατοστιαίες μονάδες, όπως έδειξαν οι μελέτες βιωσιμότητας χρέους των ετών 2014, 2015 και 2016 και επιβεβαιώθηκαν με την εντελώς πρόσφατη του 2017.
Η συγκεκριμένη ζημία προκύπτει κυρίως από τη σοβαρότερη απώλεια που υπέστη ο πολίτης: το χαμένο εισόδημα των ετών 2015 και 2016, στο οποίο θα προστεθεί, όπως όλα δείχνουν, η απώλεια του 2017. Η κυβέρνηση αποκρούει τον σχετικό υπολογισμό λέγοντας ότι πρόκειται για σύγκριση «της πραγματικότητας με τις προβλέψεις». Δεν υπάρχει όμως καμία απάντηση στο γεγονός ότι η ανατροπή των προβλέψεων οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένες πράξεις των κυβερνήσεων και των υπουργών Τσίπρα και όχι σε κάποιον λανθασμένο υπολογισμό.
Πράγματι, αν ο κ. Τσίπρας είχε αφήσει την οικονομία να συνεχίσει στο μονοπάτι εξόδου που είχε πάρει από το δεύτερο τρίμηνο του 2014, η Ελλάδα θα είχε επιτύχει τουλάχιστον αυτό που κατάφεραν και οι άλλες χώρες. Ετσι, ενώ οι προβλέψεις του ’14 έδειχναν αύξηση του ΑΕΠ για την Ισπανία κατά 1,7% και 2,2% το ’15 και το ’16 αντιστοίχως, η χώρα έκανε τελικά 3,2% κάθε μία από τις δύο αυτές χρονιές. Καλύτερα ακόμη πήγε η Ιρλανδία, ενώ η Πορτογαλία έπιασε τις προβλέψεις.
Η εξαίρεση
Αντιθέτως, η Ελλάδα αντί 2,9% το ’15 και 3,7% το ’16 έμεινε στο -0,2% την πρώτη χρονιά Τσίπρα και στο μηδέν το ’16, μια πολύ πραγματική απώλεια τουλάχιστον 55 δισ. σε τρέχον εισόδημα. Καταλαβαίνουμε πόσο εύκολο είναι να χαθούν χρήματα αφού στο τρέχον έτος, όλοι περιμένουν αύξηση κατά 1,2%-1,4% αντί εκείνης κατά 2,7% που γράφτηκε στον προϋπολογισμό, μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο. Η νέα αυτή απώλεια οφείλεται στην καθυστέρηση της αξιολόγησης και εξηγεί εύγλωττα τι είναι αυτό που προκάλεσε τη ζημιά το 2015 και το 2016.
Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι όλα τα παραπάνω ποσά συνιστούν μια μόνιμη ζημία για όλα τα επόμενα χρόνια, ακόμη κι όταν θα έχει γυρίσει η οικονομία. «Πρέπει να υπολογίσουμε την απώλεια πλούτου, εφαρμόζοντας το προεξοφλητικό επιτόκιο για την ελληνική οικονομία (μεταξύ 5% και 6%) για ένα μεγάλο αριθμό ετών, στο βάθος των οποίων ενδεχομένως θα καταφέρουμε να διαγράψουμε τη ζημία», εξηγούν προκαλώντας αφόρητη θλίψη.
Η Καθημερινή
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου