Πέμπτη 29 Μαΐου 2008

555 χρόνια από την Άλωση της Πόλης

Οι ολετήρες του εθνομηδενιστικού εκσυγχρονισμού δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν την λαϊκή παράδοση.

Πηγή : Lupus Cynodictus

Άθλιοι προπαγανδιστές.

555 χρόνια τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι.

Μόλις έπνευσε λίγος αέρας ελευθερίας με τα blog, όλοι θυμούνται την ιστορία...

Bλέπετε ποιά είναι η θέση σας στην ελληνική κοινωνία.

Στο σκοτεινό περιθώριο και στην βρώμικη ίντριγκα της εξουσίας. Και εκεί θα μείνετε...

Ποτέ δεν θα παραδεχθούμε ότι είμαστε τα "γκαρσόνια" της Ευρώπης, πουλημένα λαμόγια και κάγκουρες...
Δεν θα χάσουμε την ταυτότητά μας...


Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,

σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι

με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,

κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης

κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες.

Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγη ο βασιλέας,

φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.

Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,

παπάδες πάρτε τα ιερά και 'σεις κεριά σβηστείτε,

γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.

Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια

το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,

το τρίτο το καλύτερο την ΄Αγια Τράπεζά μας

μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν.

Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες

"Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις

πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι".

Και για όσους ημιμαθείς επαρχιώτες των Bρυξελλών και της Bοστόνης, θεωρήσουν την φωτογραφία της Αγιά Σοφιάς χωρίς τους μιναρέδες, "εθνικιστικό παραλήρημα και θρησκοληψία", να τους ενημερώσουμε, ότι το εν λόγω αρχιτεκτονικό αριστούργημα, θεωρείται μοναδικό ΚΑΙ λόγω της εξωτερικής γραμμής του.

Οι ειδικά σχεδιασμένες καμπύλες του περιγράμματος συνθέτουν ένα μοναδικό ασσύμετρο σύνολο με το φόντο του ουρανού, -επίτευγμα ανάλογο των γλυπτών του αρχαιοελληνικού Χρυσού Αιώνα-, χωρίς χάσματα και εντάσεις το οποίο εκφράζει με γαλήνιο τρόπο την σχέση του ναού με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η εξωτερική γραμμή του κτίσματος είναι "σαν χάδι στην συνείδησή μας" ειπώθηκε κάποτε...

Αυτή η πραγματικότητα απετέλεσε αναγκαιότητα τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού στον ελλαδικό χώρο...

Οι μιναρέδες αποτελούν καλλιτεχνικό βιασμό και είναι προϊόν καλλιτεχνικής αμάθειας.
Άλλωστε υπάρχει και απόφαση της UNESKO, ότι θρηκευτικά μνημεία που κατακτήθηκαν από αλλόθρησκους, οφείλουν να επιστρέψουν στην πρότερη μορφή τους.




ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ !

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

…Κατάλαβε ο Κωνσταντίνος το κενό που άφησε ο Ιουστινιάννης φεύγοντας.
Και σαν είδε τώρα και τους Τούρκους να πλημμυρίζουν τα τείχη, πίστεψε πως δεν του απόμεινε τίποτε άλλο, παρά ένας τιμημένος θάνατος.


— «Πάμε, ανδρειωμένοι, σύντροφοι μου», φώναξε, «πάμε να πολεμήσουμε τους Αγαρηνούς!»

«Και με φορεσιά απλού καβαλάρη, όμοιος με το Σαμψών», λέει ο Φραντζής, «κέντησε το άλογο του και όρμησε μπροστά. Μα το τουρκομάνι φούσκωνε ολοένα και άμπωχνε μπροστά του τους λίγους Ελληνες. Όμοιος με μανιασμένο λιοντάρι με το σπαθί στο χέρι σφάζει πλήθος εχθρών. Το σπαθί του καταματωμένο γράφει κύκλους ολόγυρα, θερίζει γενίτσαρους, ρίχνει σωρούς τα κουφάρια. Τον συνεπαίρνει το μεθύσι του δοξασμένου θανάτου. Το σπαθί του τσακίζεται. Κοιτάζει σε μια στιγμή γύρω του και βλέπει σ' ένα δυο πύργους τη σημαία του μισοφέγγαρου ν' ανεμίζει».



«Η πόλη πάρθηκε», ξεφωνίζει, «και ακόμα ζω; Δε βρίσκεται ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι μου!»

Κείνη τη στιγμή ένας Τούρκος τον πλησίασε και τον χτύπησε. Ανασηκώθηκε πάλι ν' αμυνθεί μα δέχτηκε και δεύτερο, θανάσιμο τούτη τη φορά, χτύπημα. Εκεί έμεινε ξαπλωμένος ανάμεσα στους άλλους νεκρούς, γιατί αν και φορούσε τα κόκκινα αυτοκρατορικά πέδιλα που ήταν κεντημένα με ολόχρυσους αετούς, δεν τον πρόσεξε κανένας.

Έτσι χάθηκε ο γενναίος αυτοκράτορας, Τις τελευταίες του στιγμές τις απαθανατίζει το παρακάτω απόσπασμα, από τους θρήνους της Άλωσης:


«Σαν είδε τ' άνομα σκυλιά κι εχάλασαν τους τείχους,
και ετρέξασι και μπήκανε πεζοί και καβαλάροι
κι έκοπταν τους χριστιανούς σα χόρτα στο λιβάδι,
βαριά-βαριά 'ναστέναξε μετά κλαυθμού και είπε:
- Ελέησον, πράμα το θωρούν τα δολερά μου μάτια!
Πώς έχω μάτια και θωρώ, πώς έχω φως και βλέπω,
πώς έχω νουν και περπατώ στον άτυχον τον κόσμο!
Θωρώ οι Τούρκοι 'νέβησαν εις την αγίαν πόλη
και τώρα αφανίζουσι εμέ και τον λαόν μου!»


Πιο συγκινητικό όμως είναι το θρηνητικό συναξάρι, που έγραψε ο Φώτης Κόντογλου, στο θάνατο του Κωνσταντίνου.

«Κλάψετε πέτρες άψυχες. Μαραθείτε, δέντρα ανθισμένα, γιατί δεν είναι πια Μάης για μας από τότε που έκαψε τα φυλλοκάρδια μας εκείνος ο καταραμένης ο Μάης. Ο πιο καλός μήνας, ο μοσκοβολημένος μήνας της χαράς, γίνηκε για μας ο πιο ασβολερός ξέρακας, χειρότερος απ' το Δεκέμβρη. Μαράθηκε το άνθος της καρδιάς μας, έπεσε το στεφάνι από την κεφαλή μας... Αηδόνια δε λαλούνε πια πάνω στα δέντρα μας, παρά μονάχα κοράκια και κουρούνες κράζουνε λυπητερά...
Είμαστε χαροκαμένοι από τότε που χάσαμε το στήριγμά μας, την κολόνα της Αγια-Σοφιάς, τον πατέρα μας, τον αδερφό μας, τον κλειδοκράτορα της καρδιάς μας, που έκλεισε και δεν ανοίγει πια. Αυτός σήκωσε απάνω του όλες τις αμαρτίες μας, σαν αληθινός μαθητής του Χριστού και σφάχτηκε για κουρμπάνι, με την ελπίδα ίσως εμείς σπογευτούμε λίγη χαρά από κείνη που δεν απογεύτηκε ολότελα το φαρμακωμένο στόμα του...»


Αλλά τι απόγινε το σώμα του;
Μπαίνοντας ο Μωάμεθ στη χαροκαμένη πολιτεία, ρώτησε, αν έφυγε ο αυτοκράτορας από τη θάλασσα. Διέταξε ύστερα να ψάξουν τα κουφάρια των σκοτωμένων. Και γνώρισαν το δικό του απ' τα αετοφόρα πέδιλά του. Ρώτησε τότε ο σουλτάνος το δούκα Νοταρά, αν είναι αυτός ο Κωνσταντίνος. Και κείνος απάντησε: «Εκείνου είναι το σώμα, κύριε!» Διέταξα τότε να του κόψουν το κεφάλι και να το τοποθετήσουν πάνω σε μια κολόνα του παλατιού και το σώμα του να το θάψουν με βασιλικές τιμές.
Μέχρι σήμερα, ακόμα, έδειχναν κοντά στο Βεφά-Μαϊντάνι, στη γωνία του σπιτιού ενός τσαγκάρη, έναν ταπεινό τάφο, χωρίς καμιά επιγραφή, κάτω από τον ίσκιο μιας ιτιάς πλεγμένη με τα κλαδιά μιας ροδιάς και ενός άγριου κλήματος και λένε, πως εκεί αναπαύεται ο μεγάλος εκείνος πρόμαχος του ελληνισμού. Και μέχρι σήμερα ανάβεται εκεί κάθε βράδυ ένα καντήλι με λάδι που δίνει η τουρκική κυβέρνηση.
Υπάρξουν όμως και άλλοι που είπαν, πως ο Κωνσταντίνος δε σκοτώθηκε αλλά κατάφερε να φύγει. Σ' αυτό στηρίχτηκε ο ποιητής του «θρήνου της αλώσεως» και απ' αυτό κρατάει ο θρύλος του "μαρμαρωμένου βασιλιά".
Την ώρα, λέει ο θρύλος, που ένας Αράπης ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει, τον άρπαξε ένας άγγελος και τον έκρυψε σε μια βαθιά σπηλιά κοντά στη Χρυσόπορτα, όπου μέχρι σήμερα είναι μαρμαρωμένος.

"Και θαρθεί με χρόνους πάλι ο ίδιος άγγελος να τον ξεμαρμαρώοει. Και θα σηκωθεί και θα μπει ο Κωνσταντίνος ξανά στην Πόλη αττ' τη Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους θα τους διώξει ως την Κόκκινη Μηλιά..."

Όλα όμως είναι αμφίβολα, γι' αυτό και ο ποιητής του "θρήνου" αναρωτιέται:

Ω Κωσταντίνε βασιλιά, Δράγαζη το 'πινόμι,
ειπέ μου πού ευρίσκεσαι, εχάθης ή εκρύβης;
ζεις ή και απέθανες επάνω στο σπαθί σου;

Τι σημασία όμως έχει σε ποιο κιβούρι έλιωσε το κουφάρι του! Ο Κωνσταντίνος δεν πέθανε. Κι αν δεν είναι μαρμαρωμένος στη Χρυσόπορτα, ζει και θα ζει αιώνια στις καρδιές όλων των Ελλήνων. Γιατί, ποιός άλλος άνθρωπος θρηνήθηκε και μοιρολογήθηκε: και θα μοιρολογιέται στους αιώνες, παρά αυτός ο ταπεινός, ο πράος, ο υπομονετικός, αλλά και ήρωας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.


Η βάρβαρη λεηλασία

«Πήραν την Πόλη». Αυτή η φοβερή κραυγή που κανένας δεν μπορούσε να την πιστέψει, διέσχιζε τη θλιβερή πολιτεία όλο εκείνο το πρωινό της 29 του Μάη. Και την επαναλάβαιναν γυναίκες, παιδιά, γέροι και νέοι, όσοι είχαν απομείνει ακόμα ζωντανοί, τρέχοντας αλαφιασμένοι στους δρόμους και κλαίοντας σπαραχτικά.

«Ήταν», λέει ο θρύλος, «κι ένας καλόγερος σ' ένα μοναστήρι στην Πόλη, στο Μπαλουκλί, που τηγάνιζε ψάρια κοντά στη λιμνούλα με τ' αγίασμα που ήταν μέσα στην εκκλησιά. Άκουσε και κείνος πως πάρθηκε η Πόλη, μα δεν το πίστευε.
-- Αδύνατο, φώναξε! Τότε μόνο θα το πιστέψω, αν τα μισοτηγανισμένα ψάρια ξαναζωντανέψουν και πηδήσουν αττ' το τηγάνι μου στη θάλασσα» -Και συνεχίζει ο θρύλος: «Τα ψάρια του καλόγερου πήδηξαν μονομιάς μέσα στο αγίασμα κι άρχισαν να κάνουν βόλτες στο ασημένιο νερό. Ακόμα και σήμερα, στη λιμνούλα του Μπαλουκλί βλέπουν οι τουρίστες ψάρια μαυριδερά από το ένα πλευρό και ασημένια από το άλλο. Κρατάνε κι αυτά από τα ψάρια εκείνου του καλόγερου που θα σηκωθεί μια μέρα να τηγανίσει τα ψάρια του κι από την άλλη πλευρά».

Σε λίγες ώρες κάθε αντίσταση μέσα στην πόλη είχε μηδενιστεί, αφού σχεδόν όλοι οι υπερασπιστές είχαν σκοτωθεί. Ορμησαν οι Αγαρηνοί με δίψα και πάθος άγριου θηρίου. Θρήνος και οδυρμός ακολούθησε. Γενίτσαροι, ναύτες, αντάρτες ώρες ολόκληρες έσφαζαν στους δρόμους χωρίς να ξεχωρίζουν ηλικία, φύλο ή τάξη. Και ύστεροι, κατά τις δώδεκα, «κουρασμένοι από το μακελειό, άρχισαν να πλιατσικολογούν και να αιχμαλωτίζουν τους πιο πλούσιους και τους πιο ωραίους κατοίκους, για να τους πουλήσουν σκλάβους ή να τους πάρουν απίστευτα λύτρα». Πάνω από εξήντα χιλιάδες, λένε οι χρονογράφοι, δέθηκαν και σωριάστηκαν κάπου περιμένοντας, να τους μοιράσουν.
Εμπαιναν στα μέγαρα των πλουσίων και άρπαζαν, σκότωναν, ατίμαζαν, σκλάβωναν. Μάζευαν τρυφερές παρθένες και ωραία παιδιά και παπάδες και καλόγριες, που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στο Θεό και τους έσερναν κοπαδιαστά στους δρόμους, για να τους μπαρκάρουν για ξένα σκλαβοπάζαρα. Μικρά παιδιά τ' άρπαζαν απ' την αγκαλιά της μάνας τους και γυναίκες νιόπαντρες τις χώριζαν από τους άντρες τους.

«Έμπαιναν και στις εκκλησιές. Έριχναν κάτω τα ιερά σκεύη και τις εικόνες. Έβγαζαν τα στολίδια τους κι ό,τι έμενε το έκαιγαν ή το ποδοπατούσαν με μανία. Άνοιγαν τους τάφους παλαιών και μακαρίων αντρών και έβγαζαν τα λείψανα τους και, αφού δίχως σεβασμό τα κομμάτιαζαν, τα σκόρπιζαν στον αέρα και στους δρόμους. Τα ποτήρια, όπου άλλοτε έμπαιναν τα άχραντα μυστήρια, τα παίρνανε για να πίνουνε μ' αυτά κρασί στα γλέντια τους και να μεθάνε...» «Τους γέρους και τους αρρώστους που δεν μπορούσαν να βγουν από τα σπίτια τους, τους έσφαζαν ανελέητα», γράφε» ο Δούκας, "και τα νεογέννητα μωρά τα πέταγαν στις πλατείες».

Στις φρικτές εκείνες ώρες, οι δύστυχοι κάτοικοι για να γλιτώσουν απ' την αιχμαλωσία και το θάνατο, σπρωγμένοι, μαζεύτηκαν στις εκκλησίες, πιστεύοντας πως ο θεός θα τους προστάτευε. Έλεγε και η προφητεία των καλογήρων, πως οι Τούρκοι θα μπούνε οττην Πόλη, μα πριν φτάσουν στην Αγια-Σοφιά, θα κατεβεί άγγελος Κυρίου και θα σώσει το λαό του. Και έτσι μπουλούκια-μπουλούκια έφταναν κάτω από τους θόλους της Μεγάλης Εκκλησιάς. Όταν γέμισε ο ναός απ' τις χιλιάδες του τρομαγμένου πλήθους, που γόγγυζε και παρακαλούσε απελπισμένα, έκλεισαν οι βαριές μπρούντζινες πόρτες και πνιγμένοι στην αγωνία περίμεναν, ενώ οι παπάδες είχαν ντυθεί τα άμφια και έκαναν την τελευταία λειτουργία.
Αλίμονο όμως, γιατί αυτό δε βάσταξε πολύ. Μια ορδή από αιματοβαμμένους Τούρκους έπεσε πάνω στις πόρτες και τις έσπασε. Κι έγινε μια από τις πιο άγριες σκηνές της ιστορίας. Οι άγριοι αυτοί δαίμονες του κακού που μπήκαν, ρίχτηκαν στο άοπλο πλήθος που ούρλιαζε από τον τρόμο. Όσοι ήταν γεροί, νέοι και όμορφοι τους άρπαξαν και τους έδεσαν σε σειρές με ότι έβρισκαν: τις ζώνες τους, τα σάλια τους, τα σχοινιά των τσαντηριών τους, τα χαλινάρια των αλόγων και των γκαμήλων. Και επειδή είχαν έλλειψη από σχοινιά, τους έδεναν ζευγαρωτά. «Κι έβλεπες γέρο δίπλα στο νέο κορίτσι, την καλόγρια δίπλα στον έφηβο, την πατρικία δίπλα στο χαμάλη. Και οι ατέλειωτες κραυγές, ο δαρμός, οι φωνές της αγωνίας, ανέβαιναν ως τον ουρανό...»

Και ύστερα άρχισε το γύμνωμα της Μεγάλης εκκλησιάς, όπου τόσους αιώνες συγκέντρωναν τους θησαυρούς της ευσέβειας τους οι πιστοί. Όλα τα ασύγκριτα σε κάλλος αριστουργήματα γκρεμίστηκαν, γυμνώθηκαν, ληστεύτηκαν μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Χρυσά και ασημένια δισκοπότηρα, χρυσοστόλιστα άμφια, χρυσοί και ασημένιοι πολυέλαιοι και κηροπήγια, ποδοπατιόνταν, αφού τους αφαιρούσαν ό,τι πολύτιμο είχαν πάνω τους και θα τους έφερνε κέρδος. Πέταγαν τα άγια λείψανα και άρπαζαν τις χρυσές λειψανοθήκες τους, έριχναν στο δρόμο τα άγια λείψανα τόσων μαρτύρων, πετούσαν τις εικόνες, φορούσαν ιερά άμφια, έβαζαν και στον Εσταυρωμένο ένα τουρμπάνι για περίγελο.
Και οι κληρικοί δεν είχαν καλύτερη τύχη απ' τους λαϊκούς. Τους αιχμαλώτισαν, τους γύμνωσαν, τους έδεσαν και όσους δεν τους σκότωσαν, επειδή ήταν πολύ γέροι, τους πούλησαν για σκλάβους. Μόνο ο λειτουργός παπάς γλίτωσε, όπως αναφέρει ένας άλλος θρύλος:

«Τη στιγμή που μπήκαν στην Αγια-Σοφιά οι μανιασμένοι Τούρκοι, άνοιξε ξαφνικά ο μεσότοιχος του ναού πίσω στο Αγιο Βήμα. Και λένε πως είδαν το λειτουργό που έψελνε με το δισκοπότηρο στα χέρια και με άλλους παπάδες γύρω του, να χάνεται στον ανοιγμένο τοίχο που έκλεισε αμέσως πίσω τους. Ο τοίχος αυτός θα ξανανοίξει, βεβαιώνει ο θρύλος, όταν μπει στην Αγια-Σοφιά ορθόδοξος βασιλιάς που θα πάρα πάλι τη Βασιλεύουσα. Και θα βγουν πάλι οι λειτουργοί στο ιερό και θα τελειώσουν τη μισοτελειωμένη λειτουργία που διακόπηκε τόσο τραγικά...»

Ο Μωάμεθ στην Αγια-Σοφιά


Κατά το μεσημέρι της τρισκαταραμένης εκείνης μέρας μπήκε στην πολιτεία ο Πορθητής Μωάμεθ και τράβηξε ίσια για τη Μεγάλη Εκκλησία.
«Ηταν νέος, ως είκοσι πέντε χρόνων, ωραίος και είχε μεγάλα και πυκνά κοκκινότριχα μουστάκια. Πίσω του ακολουθούσε πολυάριθμο επιτελείο από βεζίρηδες, πασάδες, μπέηδες με φανταχτερές φορεσιές και λαμπρά όπλα και γύρω τους μεγάλο πλήθος γενίτσαροι από τους πιο ωραίους και τους πιο πλούσια αρματωμένους».
«Η μεγαλόπρεπη συνοδεία κίνησε έφιππη από την πόλη του Ρωμανού, πέρασε τους πλατιούς δρόμους της ερημωμένης πολιτείας, ποδοπατώντας τ' αναρίθμητα πτώματα, και προχωρούσε».

Περνώντας απ' τον Ιππόδρομο, χτύπησε και έσπασε ένα από τα τρία φιδίσια κεφάλια του περίφημου τρίποδα που οι Έλληνες είχαν αφιερώσει στο μαντείο των Δελφών, ύστερα από τη μάχη των Πλαταιών και ο Κωνσταντίνος τον είχε φέρει στην Πόλη, όπου σώζεται μέχρι σήμερα.
Όταν έφτασε στην Αγια-Σοφιά, κατέβηκε απ' τ' άλογό του μπροστά στις μεγάλες μπρούντζινες πόρτες της, γονάτισε, «πήρε μια χούφτα χώμα και το σκόρπισε στο σαρικωμένο κεφάλι του».

Μπαίνοντας στο ναό είδε έναν Τούρκο πολεμιστή να συντρίβει με μανία τα πολύχρωμα μάρμαρα και τον ρώτησε, γιατί το κάνει.
— «Εγώ είμαι πιστός του Αλλάχ και τούτη η εκκλησία είναι των άπιστων», αποκρίθηκε: εκείνος.
— «Σας άφησα λεύτερους», του λέει ο Πορθητής, «να πάρετε όλους τους θησαυρούς της πολιτείας και να σκλαβώσετε όσους την κατοικούσαν. Τα χτίρια είναι δικά μου». Κι έκαμε νόημα να τον πετάξουν έξω.

Ύστερα προχώρησε κάτω απ' τους λαμπρούς θόλους της Μεγάλης Εκκλησιάς. «Η στιγμή ήταν μια από τις πιο επίσημες της ιστορίας. Στάθηκε και κοίταξε ολόγυρα θαμπωμένος απ' όσα έβλεπε. Έμεινε πολλή ώρα βουβός, και είπε, λένε οι χρονογράφοι, με κάποιο δέος:
— «Αλήθεια, εδω κατοικεί ο θεός!»


Ύστερα φώναξε έναν ιμάμη και τον πρόσταξε να ανεβεί στο μαρμαρένιο άμβωνα και να διαλαλήσει τη δόξα του Αλλάχ και του Μωάμεθ. Και αυτός όρθιος στο χρυσοποίκιλτο θρόνο γύριοε κατά τη Μέκκα και προσευχήθηκε. Από κείνη τη στιγμή ο ξακουστός ναός, το καύχημα της χριστιανοσύνης, έγινε μουσουλμανικό τζαμί.
Τρεις μέρες είχε δώσει την άδεια στ' ασκέρια του να διαγουμίσουν την Πόλη. Εφτασε όμως μια μονάχα μέρα, για να τελειώσουν το βάρβαρο έργο τους. Κι όταν το άλλο πρωί ξαναμπήκε σ' αυτήν ο Πορθητής, η βασιλίδα των πόλεων ήταν πια μια νεκρούπολη. Τη βρήκε, όπως λέει ο ιστορικός Δούκας, «ακατοίκητη. Ούτε άνθρωπος ούτε κτήνος, ούτε όρνιο δεν κραύγαζε, ούτε λάλαγε μέσα σ' αυτήν». Οι δρόμοι της ήταν σπαρμένοι με, κουφάρια και τα τσαντήρια των Τούρκων γεμάτα με αιχμαλώτους. Στους δρόμους δε φαινόταν πουθενά ζωντανή ψυχή. Και μόνο μέσα στα σπίτια συνεχιζόταν η λεηλασία και τα σατανικά όργια και η φαγωμάρα των Τούρκων για τη μοιρασιά των λαφύρων.

Η μεγάλη Πόλη των Κωνσταντίνων, η καρδιά και το κεφάλι τοο χριστιανισμού, η βασίλισσα της Ανατολής, ήταν πια άφωνη και νεκρή.

Και η σιδερένια καρδιά του κατακτητή Μωάμεθ δε βάσταξε να μη λυγίσει. Κι όταν έφτασε μπροστά στα ερημωμένα ανάκτορα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξεστόμισε τους στίχους ενός Πέρση ποιητή:
«Η αράχνη κάνει τα καθήκοντα του θυρωρού στις στοές των παλατιών και η κουκουβάγια τονίζει το πολεμόχαρο τραγούδι της μέοα σ' αυτά» .

Η ιστορία μνημονεύει πολλές καταστροφές πόλεων, που φαίνονται δραματικότερες; απ' αυτήν της Κωνσταντινούπολης. Στ' αλήθεια όμως, καμιά άλλη δε στάθηκε τόσο τραγική όσο αυτή. Γιατί με το πάρσιμό της δεν κυριεύτηκε μόνο μια δοξασμένη πολιτεία, δε χάθηκε ένας θρόνος ιστορικός, δεν αφανίστηκαν μόνο μερικές χιλιάδα ψυχές, αλλά βυθίστηκε στο σκοτάδι ένας ολόκληρος κόσμος, ο ελληνικός και ένα μεγάλο δόγμα, το χριστιανικό. Για τετρακόσια χρόνια η νύχτα της σκλαβιάς απλώθηκε από τότε πάνω στη Ρωμιοσύνη.

Σπαραχτικές φωνές μέσα από τα βάθη της πονεμένης ψυχής του έθνους μας, που εκφράζουν τον πανελλήνιο πόνο, για τη μεγάλη συμφορά που γίνηκε, ακούστηκαν απ' όλες τις μεριές και σ' όλους τους τόνους. Και το μοιρολόι του σπαραγμού μεγάλωνε, όσο τραυματιζόταν περισσότερο η ψιυχή της Ρωμιοσύνης απ' τον αβάσταχτο ζυγό. Και οι στίχοι, οι πικροί των μοιρολογιών γίνονταν καυτό δάκρυ και έχυνε βάλσαμο στις βασανισμένες ψυχές των σκλάβων. Τα πονεμένα τραγούδια τους, τους έφερναν ψυχικό ξέσπασμα και γαλήνεμα και ξαλάφρωναν την πίκρα τους. Αξίζει να μνημονέψουμε μερικά απ' αυτά.

Και πρώτος ο θρήνος των λόγιων:

«Ω πόλη, πόλη, όλων των πόλεων κεφαλή!
Ω πόλη, πόλη, κέντρο των τεσσάρων μερών του κόσμου!
Ω πόλη, πόλη, καύχημα των Χριστιανών και των βαρβάρων αφανισμός!
Ω πόλη, πόλη, σωστέ παράδεισε, που φυτεύτηκες στα δυτικά και έχεις
μέσα που κάθε είδους φυτά γεμάτα με καρπούς πνευματικούς!
Πού είναι τώρα το κάλλος σου, παράδεισε,... Τι μεγάλη συμφορά!»
(Ιστορικός Δούκας)

«Αχ! δυστυχισμένη Πολιτεία, πολύπαθες γυναίκες, ελεεινοί γέροντες,
κακορίζικα παιδιά! Πώς βρωμιστήκατε, πώς μολυνθήκατε και μολύνεστε από βάρβαρο πόδι!...
Κατά πού να πάω τώρα; Σε ποια πόλη και σε ποιον κύριο; Αχ! δυστυχισμένη μου ζωή, πικρή μου ορφάνια! Αχ! τροχέ χρόνε, σε ποιο βάραθρο με έριξες!... Αχ! θάνατε, θάνατε, ήρθες για να με πάρεις».
(Ανδρόνικος Κάλλιστος)

«Ποιος θα μου δώσει ποτάμια από δάκρυα, για να κλάψω τη θυγατέρα Σιών, όσο της αξίζει...
Ήλιε, που όλα τα βλέπεις, πώς ανέχτηκες να ιδείς αυτό που έγινε και δεν έφυγες για πάντα και να κρυφτείς στην καρδιά της γης, αφήνοντας πίσω σου αιώνιο σκοτάδι;.,. Και πώς δεν έπεσε μαζί σου ο ουρανός; Πώς δε σείστηκε η γη; Δώστε μου, πηγές και λίμνες και ποταμοί, τα δάκρυα που χρειάζομαι να κλάψω...!
(Ιωάννης Νομοφύλακας)


Και από το λαϊκά μοιρολόγια:

«...Η Πόλη ήταν το σπαθί, η Πόλη το κοντάρι,
η Πόλη ήταν το κλειδί όλης της Ρωμιοσύνης.
Το μάτι της Ανατολής και της Χριστιανοσύνης
έφεγγε και δρόσιζε όλη την οικουμένη...»

« Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, όλο τον κόσμο φέγγε,
και χώνε τις ακτίνες σου σ' όλη την οικουμένη.
Μα στην Κωνσταντινούπολη την πρώτα φημισμένη
και τώρα την τουρκόπολη, δεν πρέπει πια να φέγγεις
αλλ' ούτε τις ακτίνες σου πρέπει εκεί να στέλνεις,
να βλέπουν τ' άνομα σκυλιά, τις ανομίες να κάνουν,
να φτιάνουν σταύλους τσ' εκκλησιές, να καίνε τις εικόνες,
να σκίζουν, να ποδοπατούν τ' ολόχρυσα βαγγέλια».

«Εσείς βουνά θρηνήσετε και πέτρες ραγιστείτε
και ποταμοί φυράξετε και βρύσες ξεραθείτε,
γιατί εχάθη το κλειδί όλης της οικουμένης
το μάτι της Ανατολής και της Χριστιανοσύνης."


Όμως στο βάθος της καρδιάς των ραγιάδων, πίσω από τα κλάματα και τους θρήνους για το χαμό της Πόλης, βλέπει κανένας να αχνοροδίζει η ελπίδα μαζί με τον ακοίμητο πόθο, από την πρώτη κιόλας μέρα της εθνικής συμφοράς τους.

«Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι.


(Αποσπάσματα από το "ΑΓΝΩΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ" του ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: