Μάνος Ματσαγγάνης
Η πρόσφατη προσπάθεια αποκατάστασης του λαϊκισμού εκ μέρους μερικών διανοούμενων της αριστεράς έχει ενδιαφέρον, και δεν στερείται κάποιας αξίας (π.χ. ως πολεμική κατά του ελιτισμού). Το δυστύχημα είναι ότι ως απόπειρα ιδεολογικής κάλυψης της αντιπολιτευτικής ρητορικής του «αντιμνημονιακού» στρατοπέδου στην Ελλάδα της κρίσης, και μάλιστα με αριστερή επιχειρηματολογία, είναι εντελώς εσφαλμένη, αν και απολύτως αναμενόμενη.
«Απολύτως αναμενόμενη» επειδή ο λαϊκισμός είναι το μόνο πράγμα που συνδέει τον (νεφελώδη έστω) αριστερό ριζοσπαστισμό του Τσίπρα με τον ακροδεξιό εθνικισμό του Καμμένου – με τον οποίο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αισθάνεται περισσότερη συγγένεια από ό,τι με οποιονδήποτε άλλον πολιτικό. «Εντελώς εσφαλμένη» επειδή η ιδέα ότι τα σημερινά μας προβλήματα λύνονται εύκολα, αφού για αυτά δεν φταίνε παρά μια χούφτα πολιτικοί που πρόδωσαν τον λαό ξεπουλώντας τη χώρα σε ξένα συμφέροντα, είναι καθαρή αυταπάτη – και η καλλιέργειά της αδιέξοδη και καταστροφική.
Ο πολιτικός υπολογισμός πίσω από όλα αυτά είναι προφανής. Βραχυπρόθεσμα, ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να εξυπηρετεί την προσπάθεια του κόμματος αυτού να διατηρήσει την επαφή του με τους εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους που το ψήφισαν για πρώτη φορά τον Μάιο και ιδίως τον Ιούνιο του 2012. Πράγματι, οι περισσότεροι από αυτούς δεν μιλάνε καθόλου τη γλώσσα του (νεφελώδους) αριστερού ριζοσπαστισμού, καταλαβαίνουν όμως μια χαρά εκείνη του πολυσυλλεκτικού λαϊκισμού της Ελλάδας της ύστερης μεταπολίτευσης. Τη μάθανε παπαγαλία,
ακούγοντας το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα και των επιγόνων του, τον Σαμαρά της εποχής της ΠΟΛΑΝ (και όχι μόνο), το ΚΚΕ της Παπαρρήγα (και της Κανέλλη, και του Ζουράρι). Και κυρίως παρακολουθώντας ευλαβικά στις οθόνες τους τα γουρλωμένα μάτια των διαφόρων καθ’ ημάς anchormen και anchorwomen που για 40 λεπτά κάθε βράδυ (ή κάθε πρωί), συνήθως έναντι εξωφρενικής αμοιβής, παριστάνουν τους υπερασπιστές του «απλού ανθρώπου» και τους τιμητές όσων πολιτικών δεν τον συμπονούν όσο οι ίδιοι.
Το πρόβλημα είναι ότι, μακροπρόθεσμα, κάτι τέτοιο δεν είναι και πολύ αποδοτικό. Ό,τι και να λένε οι κκ. Τσίπρας και Καμμένος, ο λόγος που φτωχύναμε ξαφνικά τα τελευταία χρόνια δεν είναι ότι μας πρόδωσαν μερικοί λιγότερο πατριώτες από ό,τι οι δυο τους. Φτωχύναμε επειδή η προηγούμενη ευημερία μας ήταν ψεύτικη. Επειδή οι κυβερνήσεις μας (αλλά και οι περισσότεροι συμπολίτες μας) δανείζονταν για να αγοράσουν πράγματα που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, και που συχνά δεν χρειάζονταν καν. Υποβρύχια και άρματα μάχης, βέβαια – αλλά και εξοχικά στις παραλίες και στα καμένα, εισαγόμενα ΙΧ μεγάλου κυβισμού, και άλλα σύμβολα καταναλωτικής χλιδής στην Ελλάδα της αστακομακαρονάδας. Για να μην αναφερθώ σε συντάξεις και εφάπαξ 15-20 χρόνια νωρίτερα, τομογραφίες 3 φορές συχνότερα, και στεντ 5 φορές ακριβότερα από ό,τι οι άλλοι Ευρωπαίοι. Φτωχύναμε επειδή νομίσαμε ότι ένα βορειοαμερικανικό καταναλωτικό πρότυπο μπορεί να συμβαδίσει με ένα νοτιοβαλκανικό παραγωγικό μοντέλο, για πάντα.
Δεν μπορεί – αλλά για όλα αυτά οι κκ. Τσίπρας και Καμμένος δεν έχουν να μας πουν τίποτε. Και επειδή δεν έχουν τίποτε να μας πουν για το πώς βρεθήκαμε στην κρίση, δεν έχουν τίποτε να μας πουν ούτε για το πώς θα βγούμε από αυτήν.
Για αυτό είναι καταστροφική η καλλιέργεια της αυταπάτης των εύκολων λύσεων – καταστροφική για όλους μας, αλλά και για τους ίδιους τους «καλλιεργητές» της. Επειδή ο λαός που εθίζεται στον λαϊκισμό μαθαίνει να μην σκέφτεται κριτικά (και να περιφρονεί όσους το κάνουν), να περιμένει παθητικά από τους επίδοξους σωτήρες του να κάνουν αυτό που του υποσχέθηκαν: δηλαδή να τον σώσουν, και μάλιστα γρήγορα. Αλλιώς γίνεται ανυπόμονος, και έτοιμος να στραφεί εναντίον τους, με την ίδια οργή με την οποία πείστηκε να τους ακολουθήσει στην αμέσως προηγούμενη φάση.
Για αυτό είναι αδιέξοδη η επιλογή του λαϊκισμού ως επίσημης ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή αργά ή γρήγορα θα φανεί ότι από το Μνημόνιο δεν πρόκειται να απαλλαγούμε, ούτε την εθνική αξιοπρέπεια να ανακτήσουμε, εάν πρώτα δεν μάθουμε να ζούμε χωρίς δανεικά. Και ότι εάν δεν μάθουμε να διαφωνούμε για τον καλύτερο και δικαιότερο τρόπο ζωής χωρίς δανεικά, οι επόμενοι σωτήρες μας (έτοιμοι να λυντσάρουν τους προηγούμενους που δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους) δεν θα είναι φαιοκόκκινοι – θα είναι κατάμαυροι.
Γιατί σε ένα πράγμα μοιάζει ο λαϊκισμός του σήμερα με τον αντισημιτισμό του χθες: με υπόκρουση μια δήθεν ριζοσπαστική ρητορική, παριστάνει τον «σοσιαλισμό των ηλιθίων». Και φυσικά για μερικούς, λαϊκιστικές και αντισημίτες ταυτόχρονα, και όχι μόνο στην άκρα δεξιά, δεν πρόκειται παρά για τον εθνικοσοσιαλισμό των ηλιθίων – και αυτή τη φορά χωρίς καθόλου εισαγωγικά.
Δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013)
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Η πρόσφατη προσπάθεια αποκατάστασης του λαϊκισμού εκ μέρους μερικών διανοούμενων της αριστεράς έχει ενδιαφέρον, και δεν στερείται κάποιας αξίας (π.χ. ως πολεμική κατά του ελιτισμού). Το δυστύχημα είναι ότι ως απόπειρα ιδεολογικής κάλυψης της αντιπολιτευτικής ρητορικής του «αντιμνημονιακού» στρατοπέδου στην Ελλάδα της κρίσης, και μάλιστα με αριστερή επιχειρηματολογία, είναι εντελώς εσφαλμένη, αν και απολύτως αναμενόμενη.
«Απολύτως αναμενόμενη» επειδή ο λαϊκισμός είναι το μόνο πράγμα που συνδέει τον (νεφελώδη έστω) αριστερό ριζοσπαστισμό του Τσίπρα με τον ακροδεξιό εθνικισμό του Καμμένου – με τον οποίο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αισθάνεται περισσότερη συγγένεια από ό,τι με οποιονδήποτε άλλον πολιτικό. «Εντελώς εσφαλμένη» επειδή η ιδέα ότι τα σημερινά μας προβλήματα λύνονται εύκολα, αφού για αυτά δεν φταίνε παρά μια χούφτα πολιτικοί που πρόδωσαν τον λαό ξεπουλώντας τη χώρα σε ξένα συμφέροντα, είναι καθαρή αυταπάτη – και η καλλιέργειά της αδιέξοδη και καταστροφική.
Ο πολιτικός υπολογισμός πίσω από όλα αυτά είναι προφανής. Βραχυπρόθεσμα, ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να εξυπηρετεί την προσπάθεια του κόμματος αυτού να διατηρήσει την επαφή του με τους εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους που το ψήφισαν για πρώτη φορά τον Μάιο και ιδίως τον Ιούνιο του 2012. Πράγματι, οι περισσότεροι από αυτούς δεν μιλάνε καθόλου τη γλώσσα του (νεφελώδους) αριστερού ριζοσπαστισμού, καταλαβαίνουν όμως μια χαρά εκείνη του πολυσυλλεκτικού λαϊκισμού της Ελλάδας της ύστερης μεταπολίτευσης. Τη μάθανε παπαγαλία,
ακούγοντας το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα και των επιγόνων του, τον Σαμαρά της εποχής της ΠΟΛΑΝ (και όχι μόνο), το ΚΚΕ της Παπαρρήγα (και της Κανέλλη, και του Ζουράρι). Και κυρίως παρακολουθώντας ευλαβικά στις οθόνες τους τα γουρλωμένα μάτια των διαφόρων καθ’ ημάς anchormen και anchorwomen που για 40 λεπτά κάθε βράδυ (ή κάθε πρωί), συνήθως έναντι εξωφρενικής αμοιβής, παριστάνουν τους υπερασπιστές του «απλού ανθρώπου» και τους τιμητές όσων πολιτικών δεν τον συμπονούν όσο οι ίδιοι.
Το πρόβλημα είναι ότι, μακροπρόθεσμα, κάτι τέτοιο δεν είναι και πολύ αποδοτικό. Ό,τι και να λένε οι κκ. Τσίπρας και Καμμένος, ο λόγος που φτωχύναμε ξαφνικά τα τελευταία χρόνια δεν είναι ότι μας πρόδωσαν μερικοί λιγότερο πατριώτες από ό,τι οι δυο τους. Φτωχύναμε επειδή η προηγούμενη ευημερία μας ήταν ψεύτικη. Επειδή οι κυβερνήσεις μας (αλλά και οι περισσότεροι συμπολίτες μας) δανείζονταν για να αγοράσουν πράγματα που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, και που συχνά δεν χρειάζονταν καν. Υποβρύχια και άρματα μάχης, βέβαια – αλλά και εξοχικά στις παραλίες και στα καμένα, εισαγόμενα ΙΧ μεγάλου κυβισμού, και άλλα σύμβολα καταναλωτικής χλιδής στην Ελλάδα της αστακομακαρονάδας. Για να μην αναφερθώ σε συντάξεις και εφάπαξ 15-20 χρόνια νωρίτερα, τομογραφίες 3 φορές συχνότερα, και στεντ 5 φορές ακριβότερα από ό,τι οι άλλοι Ευρωπαίοι. Φτωχύναμε επειδή νομίσαμε ότι ένα βορειοαμερικανικό καταναλωτικό πρότυπο μπορεί να συμβαδίσει με ένα νοτιοβαλκανικό παραγωγικό μοντέλο, για πάντα.
Δεν μπορεί – αλλά για όλα αυτά οι κκ. Τσίπρας και Καμμένος δεν έχουν να μας πουν τίποτε. Και επειδή δεν έχουν τίποτε να μας πουν για το πώς βρεθήκαμε στην κρίση, δεν έχουν τίποτε να μας πουν ούτε για το πώς θα βγούμε από αυτήν.
Για αυτό είναι καταστροφική η καλλιέργεια της αυταπάτης των εύκολων λύσεων – καταστροφική για όλους μας, αλλά και για τους ίδιους τους «καλλιεργητές» της. Επειδή ο λαός που εθίζεται στον λαϊκισμό μαθαίνει να μην σκέφτεται κριτικά (και να περιφρονεί όσους το κάνουν), να περιμένει παθητικά από τους επίδοξους σωτήρες του να κάνουν αυτό που του υποσχέθηκαν: δηλαδή να τον σώσουν, και μάλιστα γρήγορα. Αλλιώς γίνεται ανυπόμονος, και έτοιμος να στραφεί εναντίον τους, με την ίδια οργή με την οποία πείστηκε να τους ακολουθήσει στην αμέσως προηγούμενη φάση.
Για αυτό είναι αδιέξοδη η επιλογή του λαϊκισμού ως επίσημης ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή αργά ή γρήγορα θα φανεί ότι από το Μνημόνιο δεν πρόκειται να απαλλαγούμε, ούτε την εθνική αξιοπρέπεια να ανακτήσουμε, εάν πρώτα δεν μάθουμε να ζούμε χωρίς δανεικά. Και ότι εάν δεν μάθουμε να διαφωνούμε για τον καλύτερο και δικαιότερο τρόπο ζωής χωρίς δανεικά, οι επόμενοι σωτήρες μας (έτοιμοι να λυντσάρουν τους προηγούμενους που δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους) δεν θα είναι φαιοκόκκινοι – θα είναι κατάμαυροι.
Γιατί σε ένα πράγμα μοιάζει ο λαϊκισμός του σήμερα με τον αντισημιτισμό του χθες: με υπόκρουση μια δήθεν ριζοσπαστική ρητορική, παριστάνει τον «σοσιαλισμό των ηλιθίων». Και φυσικά για μερικούς, λαϊκιστικές και αντισημίτες ταυτόχρονα, και όχι μόνο στην άκρα δεξιά, δεν πρόκειται παρά για τον εθνικοσοσιαλισμό των ηλιθίων – και αυτή τη φορά χωρίς καθόλου εισαγωγικά.
Δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013)
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου