Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009
Πώς θα εμπλουτίσουμε την εξωτερική μας πολιτική
του Βασίλη Μαρκεζίνη
O Πρωθυπουργός βρίσκεται στην εξουσία εδώ και πέντε χρόνια. Αναδείχθηκε δύο φορές νικητής στις εκλογές παρά τις αντίθετες πιθανότητες που του έδιναν: τις πιθανότητες που έκαναν τους μεν αντιπάλους του να προβλέπουν ένα μεσοδιάστημα «γαλάζιας» εξουσίας, τους δε φίλους του να προαισθάνονται ήττα.
Μολονότι τον τελευταίο καιρό λέγεται ότι ο Πρωθυπουργός δεν βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή φόρμα, προσωπικά δεν έχω πειστεί για αυτό. Θα μπορούσε πάντως να περιορίσει το μέγεθος της πιθανής ευρωεκλογικής ήττας του σε διαστάσεις οι οποίες, συνδυαζόμενες με τις καλοκαιρινές διακοπές, όχι μόνο θα εξασφάλιζαν στον ίδιο ένα χρήσιμο διάλειμμα, αλλά θα έκαναν και τους αντιπάλους του (και τους διαδόχους του) να θορυβηθούν...
Είναι πολλοί οι λόγοι που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα, αλλά δεν σκοπεύω να τους αναλύσω στο παρόν πλαίσιο. Οι αναγνώστες μου, ωστόσο, θα μπορούσαν να ασκήσουν τη λογική τους και να αποτιμήσουν οι ίδιοι την πειστικότητα του ισχυρισμού μου. Αυτό όμως που προσωπικά με ενδιαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το διάλειμμα που θα του εξασφάλιζε μια οριακή ήττα στις ευρωεκλογές, προκειμένου να ενισχύσει τις πιθανότητες νίκης στις βουλευτικές εκλογές (όποτε και αν γίνουν τελικά) και- πράγμα απείρως πιο σημαντικό- να συμβάλει στον εμπλουτισμό της εξωτερικής πολιτικής μας κατά τη διάρκεια της σημερινής, ιδιαίτερα τεταμένης περιόδου. Οι επαγγελματίες που ασχολούνται με τη διατήρηση των εσωτερικών ισορροπιών της κυβέρνησης θα αιφνιδιαστούν ίσως από τις ακόλουθες ιδέες. Εν τούτοις, ως στοχαστής/συγγραφέας δεν καλούμαι να ικανοποιήσω τους συγκεκριμένους ανθρώπους, αλλά να προτείνω καινούργιες ιδέες στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ενθαρρύνοντάς το να προσανατολιστεί σε έναν νέο τρόπο σκέψης. Καθώς η διεθνής σκηνή είναι ούτως ή άλλως μελαγχολική, γιατί να μην τολμήσουμε κάτι πρωτότυπο; Ποιος μπορεί, άλλωστε, να μας εγγυηθεί ότι τα σύννεφα που μαζεύονται στον διεθνή ορίζοντα δεν κρύβουν φθινοπωρινές καταιγίδες εξ Ανατολών, οι οποίες μπορεί να ξεσπάσουν εντελώς ξαφνικά:
Πριν από έξι μήνες, κάποιοι προειδοποιούσαμε, με λύπη αλλά και βεβαιότητα, ότι ο ενθουσιασμός για τον Ομπάμα θα εξατμιζόταν- τουλάχιστον όσον αφορά τις προσδοκίες της χώρας μας. Πιο πρόσφατα, κάποιοι άλλοι, όπως ο προσωπικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού, ο κ. Λούλης, έδωσαν σήματα ότι εντάσσονται στην ίδια σχολή σκέψης.
Αυτή η αντίδραση είναι σωστή. Αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να έχει και συνέχεια. Διότι τα όσα οι πολιτικοί αναλυτές θεωρούν επικίνδυνες αμερικανοτουρκικές κινήσεις, ο εκλογολόγος πρέπει να τα δει ως ευκαιρία για μια πιθανή πολιτική αναγέννηση του αφεντικού του, εάν επείθετο ότι μια αναπροσαρμογή στην εξωτερική πολιτική του θα του έδινε την ευκαιρία να πάει καλύτερα στις βουλευτικές εκλογές από ό,τι θεωρείται σήμερα πιθανό.
Το δίλημμα, επομένως, είναι απλό: Μπορούμε ως χώρα να συνεχίσουμε να δείχνουμε απόλυτη πίστη στις ΗΠΑ; Ή μήπως μια λεπτή, επιδέξια αλλαγή θα μπορούσε να μας αποφέρει σημαντικά εθνικά οφέλη;
Η διπλωματία ειδικεύεται στις υπεκφυγές, αλλά δεν δικαιολογούνται επ΄ άπειρον η δήθεν καθησυχαστική γλώσσα και οι προτροπές για αυτοσυγκράτηση, τη στιγμή που η άλλη πλευρά απαντά με διαρκώς εντεινόμενη θρασύτητα. Η λύση σαφώς και δεν είναι η σύγκρουση, αλλά οι ουσιαστικές κινήσεις που θα πείσουν τυχόν εχθρούς ότι δεν τους συμφέρει η σύγκρουση. Σήμερα, ο κίνδυνος αυτός δεν είναι διόλου αμελητέος, δεδομένου ότι η Τουρκία, από τότε που εξασφάλισε την εν λευκώ στήριξη του Ομπάμα, μιλάει και δρα - όπως ομολογούν ακόμη και οι φίλοι της στην Ευρώπη- πιο αλαζονικά από ποτέ. Εάν λοιπόν εκδηλωθεί κάποια κρίση (είτε σκόπιμα είτε τυχαία), ποιος θα μας δώσει βοήθεια; Οι ΗΠΑ; Το ΝΑΤΟ; Ή μήπως η διχασμένη Ευρώπη; Κατά τη γνώμη μου, κανείς από αυτούς. Τα προαναφερθέντα αποδεικνύουν ότι οφείλουμε στο εξής να ακολουθήσουμε μια λεπτά διαφοροποιημένη (αλλά όχι ριζικά διαφορετική) στάση προς την Αμερική. Και είναι όντως επιτακτική αυτή η ανάγκη, διότι ενδέχεται να είμαστε πιο μόνοι από όσο φανταζόμαστε, καθώς ακόμη και ο κ. Σαρκοζί, τώρα που η χώρα του επανήλθε στο ΝΑΤΟ, θα χρειαστεί να αναπροσαρμόζει κάθε τόσο την πολιτική του απέναντι στην Τουρκία. Βεβαίως, χρειάζεται θάρρος για να πεις δημοσίως αυτά που πολλοί σιγοψιθυρίζουν σε στενό κύκλο. Ωστόσο, το πρόβλημα με την πρωτοτυπία της σκέψης δεν εξαντλείται εδώ. Πρέπει να αλλάξουν βαθιά ριζωμένες συνήθειες και νοοτροπίες, και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν μόνον ένας ή μόνον ολιγάριθμοι σχολιαστές προσπαθήσουν να εγκαινιάσουν έναν νέο τρόπο σκέψης. Πρέπει όλος ο λαός να συναισθανθεί την ανάγκη αλλαγής.
Ευτυχώς, υπάρχουν κάποιες (αμυδρές) ενδείξεις ότι ακόμη και ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών θεωρεί αναγκαία πλέον μια προσαρμογή τακτικής, την οποία ωστόσο τοποθετεί σε βάθος χρόνου. Η εξήγηση που έδωσε για την αργή ταχύτητα της αλλαγής πήρε τη μορφή μιας ναυτικής παρομοίωσης. Η εξωτερική πολιτική μας, είπε, είναι σαν ένα τάνκερ: θέλει χρόνο (και χώρο) για να μπορέσει να σταματήσει ή να αλλάξει πορεία. Προσωπικά, θεωρώ ότι ο χρόνος κυλά εναντίον μας. Πέραν τούτου, η προαναφερθείσα παρομοίωση ταιριάζει περισσότερο σε μια μεγάλη χώρα που έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με μια πολυσύνθετη σειρά αλληλένδετων ζητημάτων, και όχι σε μια μικρή χώρα με ευάριθμα, αν και επείγοντα προβλήματα. Ας το προσπεράσουμε αυτό όμως. Διερωτώμαι μήπως βρίσκεται αλλού η αιτία της αδράνειας.
Είναι άραγε αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι τα στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και μερικοί πολιτικοί όλων των μεγάλων κομμάτων, διατηρούν μια νοοτροπία που εξακολουθεί να αποδίδει στην Αμερική ιδιότητες και δυνάμεις τις οποίες αυτή δεν διαθέτει πλέον- εάν υποθέσουμε ότι τις είχε κάποτε; Για να το θέσω κάπως πιο προκλητικά: Δεν επικρατεί άραγε σε πολλούς κύκλους πολιτικών η άποψη ότι η αντίθεση στις θέσεις της Αμερικής μπορεί να μην είναι ωφέλιμη για τους ίδιους;
Αλλάζοντας τόνο και δίνοντας περισσότερες αποχρώσεις στην εξωτερική πολιτική του, ο Πρωθυπουργός θα ανάγκαζε και τους αντιπάλους του να κάνουν το ίδιο, ώστε να μην παρουσιαστούν ως μειοδότες. Αποτέλεσμα: η εξωτερική μας πολιτική θα άλλαζε, όχι κατεύθυνση, αλλά τόνο και έμφαση, και οι υποτιθέμενες αντιρρήσεις του λαού μας για μια τέτοια αλλαγή θα μειώνονταν αισθητά.
Εάν όμως οι σχεδιαστές του υπουργείου Εξωτερικών δεν μπορούν να προσαρμόσουν γρήγορα τις εισηγήσεις τους στις ραγδαίες αλλαγές, διερωτώμαι κατά πόσον ο Πρωθυπουργός δεν θα έπρεπε να σκεφτεί το ενδεχόμενο διορισμού ενός επιπλέον υφυπουργού ή αναπληρωτή υπουργού, ο οποίος θα του δίνει συμβουλές για τις ελληνορωσικές υποθέσεις και θα εξασφαλίσει έτσι τόσο στον ίδιο όσο και στο Υπουργικό του Συμβούλιο μια φρέσκια και ανεξάρτητη άποψη για αυτή την πτυχή της εξωτερικής μας πολιτικής, η οποία έχει γίνει σήμερα τόσο περίπλοκη ώστε είναι αντικειμενικά αδύνατον να τη χειριστεί ένας μόνον υπουργός ή κυβερνητικοί αξιωματούχοι με νοοτροπίες, θα μπορούσαν ίσως να πουν μερικοί, παγιωμένες εδώ και δεκαετίες.
Ηπροσφορά της νέας ομάδας δεν θα περιοριζόταν στην παροχή συμβουλών για την αυξανομένη βαρύτητα των ρωσικών κινήσεων και την επιρροή τους στη χώρα μας. Θα αφορούσε επίσης τον χειρισμό κρίσιμων θεμάτων, όπως είναι οι αγωγοί φυσικού αερίου, που συνδέονται με οικονομικά, περιβαλλοντικά και εμπορικά ζητήματα και που σαφώς προσθέτουν επιπλέον βάρη σε ένα υπουργείο του οποίου ο τομέας αρμοδιότητας επεκτείνεται σήμερα πέραν των παραδοσιακών καθηκόντων του.
Οι άτολμοι ή οι ιδιοτελείς θα αντιδρούσαν ασφαλώς στις ιδέες μου μιλώντας για τον κίνδυνο των αλληλοσυγκρουόμενων συμβουλών ή ακόμη και για πολιτική παράλυση. Οι περισσότεροι, όμως, στη ΝΔ πιστεύουν στην ελεύθερη αγορά: στην ιδέα της ελεύθερης ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση το γεγονός ότι στο τέλος επικρατεί το «καλύτερο» προϊόν/επιχείρημα. Γιατί να μην υπάρξει και στους κόλπους της κυβέρνησης η δυνατότητα ανταγωνισμού ιδεών και προσεγγίσεων, και να επιτραπεί σε αυτή την «αγορά» να επιλύσει τις όποιες συγκρούσεις; Η θεωρία της αγοράς μάς λέει ότι η καλύτερη ιδέα τελικά επικρατεί, πράγμα προτιμότερο από το να επαναλαμβάνεται μια ιδέα ή κοσμοθεωρία που διαμορφώθηκε πριν από εξήντα χρόνια.
Ασφαλώς, η προσέγγισή μου ή και η γλώσσα που χρησιμοποιώ θα κάνουν πολλούς να υψώσουν τα φρύδια τους με ανησυχία ή κατάπληξη. Παρ΄ όλα αυτά, όπως προείπα, καθήκον ενός στοχαστή είναι να κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται- και μάλιστα, όχι μόνο τους απλούς αναγνώστες, αλλά και τους κυβερνώντες πολιτικούς.
Γιατί, λοιπόν, ο Πρωθυπουργός δεν μελετά, όχι μόνον πολιτικά αλλά και από εκλογικής πλευράς, τον ενδεχόμενο θετικό αντίκτυπο που θα είχε η προσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής που προτείνω- όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και για την εκλογική τύχη της σημερινής κυβέρνησης (ιδέα, ασφαλώς, που ισχύει τόσο για τον κ. Καραμανλή όσο και για τον κ. Παπανδρέου); Δεν το λέω αυτό βάσει του επιχειρήματός μου ότι η Ρωσία αξίζει περισσότερη προσοχή, και μάλιστα περισσότερο θετική προσοχή, εκ μέρους της χώρας μας. Το λέω επειδή, πολύ ρεαλιστικά, βλέπω ότι τα καθαρώς πολιτικά ή λογικά επιχειρήματα, όσο νεωτεριστικά ή συναρπαστικά και αν είναι, δεν πρόκειται από μόνα τους να πείσουν τους πολιτικούς που καταγίνονται με το κρίσιμο αλλά μάλλον πεζό ζήτημα της επανεκλογής. Προσπαθώ, λοιπόν, να καταστήσω τις ιδέες μου ελκυστικές και από πρακτική άποψη δίδοντάς τους αυτή τη νέα απόκλιση.
Είτε πιστεύουμε ότι η Ρωσία μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμος συνεργάτης είτε, αντιθέτως, θεωρούμε ότι αλλού πρέπει να αναζητήσουμε τη διασφάλιση της επιβίωσής μας, σκόπιμο θα ήταν να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, να εμπλουτίσουμε την επιχειρηματολογία μας, να επεκτείνουμε τον διάλογο και να σταματήσουμε τις ανούσιες, καθησυχαστικές δηλώσεις, αλλά και τις περίτεχνες μεταφορές, που μοναδικό σκοπό έχουν να εξωραΐσουν την αδυναμία διαμόρφωσης ενός νέου τρόπου σκέψης.
Ας αναλογισθεί, λοιπόν, ο Πρωθυπουργός όλα τα προαναφερθέντα, διότι μπορεί να αποβούν χρήσιμα όχι μόνο για την τύχη τη δική του και του κόμματός του, αλλά κυρίως (και αυτό είναι που με ενδιαφέρει) για το μέλλον της πατρίδας μας. Για εμένα, λοιπόν, μία είναι η κατευθυντήρια σκέψη (πέρα από το συμφέρον της πατρίδας μου): οι νέες εποχές χρειάζονται νέους τρόπους σκέψης. Αν ο δικός μου τρόπος δεν ταιριάζει στον ελληνικό λαό, έχει καλώς. Ας βρουν όμως τότε οι αρμόδιοι μόνοι τους το νέο, το κατάλληλο, διότι η υπάρχουσα εξωτερική μας στρατηγική δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα λειτουργική.
Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης φέρει τον τίτλο τού σερ και είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Γαλλίας, Ρώμης, Βελγίου, Ολλανδίας και νομικός σύμβουλος (επί τιμή) της βασίλισσας της Αγγλίας.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου