Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Μνημόνιο και εθνική κυριαρχία

Στο παρόν άρθρο θα αναδείξουμε ορισμένες πληροφορίες σχετικά με δύο παραγράφους από την 70-σέλιδη ανάλυση του καθηγητή Γεωργίου Κασσιμάτη σχετικά με την κατάφωρη παραβίαση του Ελληνικού Συντάγματος και του Διεθνούς Δικαίου με αφορμή την «Σύμβαση» κυβέρνησης -τρόικας σχετικά με την «εθνική μας κυριαρχία και το Μνημόνιο».
Οι παράγραφοι αυτές είναι:
α) Ο όρος παραίτησης της Ελλάδας από τις ασυλίες προστασίας της εθνικής κυριαρχίας της
β) Το δικαίωμα μεταβίβασης των δικαιωμάτων από τη Σύμβαση...

α. Ο όρος παραίτησης της Ελλάδας από τις ασυλίες προστασίας της εθνικής κυριαρχίας της
Σύμφωνα με το άρθρο 14 (5) της Σύμβασης, το Ελληνικό Κράτος παραιτείται «αμετάκλητα και άνευ όρων» από κάθε ασυλία που απολαύουν το ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία σε όλες τις νομικές διαδικασίες σε σχέση με τη Σύμβαση, στις οποίες (διαδικασίες) περιλαμβάνονται χωρίς περιορισμούς: η άσκηση αγωγής, κάθε δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, η κατάσχεση, η αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, η προσωρινή διαταγή και η αναγκαστική εκτέλεση σε περιουσιακά στοιχεία στην έκταση που δεν απαγορεύεται από «αναγκαστικό νόμο».
Στην εξίσου δεσμευτική για το Δανειολήπτη επεξήγηση του όρου αυτού στη Νομική Γνωμοδότηση των δύο Νομικών Συμβούλων του Κράτους διευκρινίζεται ότι:
«Ούτε ο Δανειολήπτης, ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία «έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή για άλλο λόγο», χωρίς, όμως, να αναφέρεται η εξαίρεση του «αναγκαστικού νόμου».
Από πρώτη ανάγνωση διαπιστώνει κανείς ότι ο όρος αυτός είναι γενικότατος, με την έννοια ότι καλύπτει όλες τις κατηγορίες των ασυλιών, η δε γενικότητά του είναι expressis verbis διατυπωμένη με τη φράση δε «αμετάκλητα και άνευ όρων» αποκλείει κάθε δυνατότητα επιφύλαξης και εξαίρεσης. Τελειώνει, ωστόσο, το κείμενο του εν λόγω όρου με μια εξαίρεση της παραίτησης από κάθε είδους ασυλίας με τη διατύπωση: «στο βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος» (η αγγλική διατύπωση: “to the extent not prohibited by mandatory law”).
Η εξαίρεση, όμως, είναι ασαφής, ενώ η σαφήνεια θα ήταν ουσιώδους σημασίας και απαραίτητη για την εφαρμογή του όρου. Ο προσδιορισμός «αναγκαστικός νόμος» δεν αποτελεί σήμερα στο ελληνικό δίκαιο νομικό όρο. Αν ήθελε ερμηνευθεί ως «κανόνας δημόσιας τάξης», δε θα βρισκόταν περίπτωση παραίτησης από δικαίωμα εθνικής κυριαρχίας που να επιτρέπεται –αν ίσως εξαιρέσει κανείς κάποια δικονομικά δικαιώματα.
Μια τρίτη εκδοχή ερμηνείας θα ήταν να θεωρηθούν «αναγκαστικός νόμος» οι αρχές και κανόνες που υπάγονται στη διεθνούς δικαίου έννοια του jus cogens, οπότε και πάλι θα ετίθετο θέμα ανυποστάτου του εν λόγω όρου παραίτησης από δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας του άρθρου 14 (5) της Σύμβασης.
Χαρακτηριστικό, πάντως, της ερμηνευτικής αμηχανίας είναι και το γεγονός ότι η εξαίρεση αυτή δεν αναφέρεται στη δεσμευτική για την Ελλάδα Νομική Γνωμοδότηση της Σύμβασης (Παρ. 4), όπου η γενικότητα της παραίτησης διατυπώνεται ακόμη σαφέστερα:
«ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά» (“are immune on the grounds of sovereignty or otherwise”), η οποία και βεβαιώνεται από τους δύο Νομικούς Συμβούλους του Κράτους ότι είναι «έγκυρη, δεσμευτική και εκτελεστή».
Άρα, η ρήτρα του «αναγκαστικού νόμου» είναι χωρίς περιεχόμενο; Το συμπέρασμα είναι ότι αποτελεί άμεση ανάγκη να ερμηνευθεί, αν ισχύει ή όχι η εξαίρεση και ποιο είναι το περιεχόμενό της.
Η σαφής, πάντως, αναδιατύπωση του περιεχομένου της παραίτησης και η μη αναφορά της εξαίρεσης στο υπόδειγμα της Νομικής Γνωμοδότησης, που αποτελεί μέρος της Σύμβασης, καθώς και η γενικότητα του περιεχομένου των ασυλιών στο βασικό κείμενο –σε συνδυασμό και με την ασάφεια της εξαίρεσης σ’ αυτό–αποτελούν στοιχεία που καθιστούν άκρως επικίνδυνο το εύρος της παραίτησης.
Η διατύπωση του εν λόγω όρου δεν αφήνει αμφιβολία ότι δεν πρόκειται για παραίτηση από συνήθεις και περιορισμένης σημασίας δικονομικές ή δικαιοδοτικές ασυλίες, όπως είναι η ετεροδικία κ.ά. Πέρα από αυτού του είδους ασυλίες, καλύπτει σαφώς και τα ουσιαστικά και τα ζωτικής σημασίας δικαιώματα, εξουσίες και γενικά εκφάνσεις του θεμελιώδους στοιχείου της έννοιας και της υπόστασης του κράτους, που είναι η κυριαρχία.
Οι Δανειστές της Ελλάδας θα ήταν λογικό και σύμφωνο με το δίκαιο να έχουν τα δικαιώματα διασφάλισης και ικανοποίησης των απαιτήσεών τους που έχει κάθε ιδιώτης δανειστής του κράτους: δηλαδή τα δικαιώματα ασφαλιστικών μέτρων και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά περιουσιακών στοιχείων του κράτους που δεν έχουν σχέση με την εθνική κυριαρχία και με απαγορεύσεις δημόσιας τάξης –όπως ισχύει σε όλες τις ευνομούμενες χώρες. Ο κύκλος των πραγμάτων αυτών είναι αρκετά ευρύς και επαρκής για την ικανοποίηση των δανειστών. Είναι, συνεπώς, φανερό ότι ο όρος, όπως διατυπώθηκε από τους Δανειστές, έχει πολιτικό σκοπό.
Με την έννοια που είναι διατυπωμένος ο όρος παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας, δεν είναι μόνο ο αυστηρότερος όρος της Σύμβασης είναι όρος που παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του δικαίου σε όλα τα επίπεδα: του διεθνούς, του ευρωπαϊκού και του εθνικού δικαίου.
Όσο μπορώ να γνωρίζω, είναι όρος πρωτοφανής στις διεθνείς οικονομικές συνθήκες των σύγχρονων δημοκρατιών. Πρόκειται για όρο ο οποίος παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή σεβασμού της κυριαρχίας του κράτους• απειλεί,θέτει σε κίνδυνο και προσβάλλει στον πυρήνα τους τα κυριαρχικά δικαιώματα, την ίδια την κυριαρχία και την υπόσταση της χώρας.
Ο κίνδυνος καθίσταται άμεσος, αν συνδυαστεί με τον όρο της Σύμβασης, ότι οι Δανειστές, όλοι μαζί ή με συμφωνία όλων, μπορούν να μεταβιβάσουν σε τρίτη χώρα τα δικαιώματά τους από τη Σύμβαση (βλ. αμέσως πιο κάτω υπό β).
Ο όρος αυτός, μέσα από την απειλή της κυριαρχίας του κράτους –έννοια της οποίας η περιεκτικότητα καλύπτει όλα τα συνταγματικά δικαιώματα και όλες τις συνταγματικές αρχές– προσβάλλει τη δημοκρατική αρχή και τα πολιτικά δικαιώματα, καθώς και τα συνταγματικά και τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελλήνων.
Ο όρος είναι, επίσης, αντίθετος προς την αρχή του κράτους δικαίου, προς την αρχή της συμβατικής ισότητας και προς την αρχή της αναλογικότητας, όχι μόνο ως υπέρμετρος και καταχρηστικός, αλλά και ως άσχετος προς το αντικείμενο της Σύμβασης, για τη διασφάλιση του οποίου τέθηκε.
Τέλος είναι αντίθετος προς τη θεμελιώδη αρχή σεβασμού της πολιτείας, ως κοινωνικής, πολιτικής και νομικής οντότητας, και προς την αρχή του κράτους δικαίου, λόγω του στοιχείου καταλυτικού εξαναγκασμού και σε ανεπίτρεπτο βαθμό απειλής της ως οφειλέτη που ενέχει.
Αν ο όρος ήθελε ερμηνευθεί με την ευρύτητα της διατύπωσής του, είναι, αναμφίβολα, ανυπόστατος ως αντίθετος προς τους κανόνες και τις αρχές εκείνες του διεθνούς δικαίου που αποτελούν για τη συμβατική ελευθερία jus cogens.
Ειδικότερα, ως προς τη συμβατότητα του εν λόγω όρου παραίτησης από τις ασυλίες εθνικής κυριαρχίας προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν τη συμβατική ελευθερία (juscogens), πρέπει να επισημανθεί ότι η επιβολή τέτοιου όρου από κράτη-Δανειστές σε κράτος-Δανειολήπτη, ο οποίος θα βρισκόταν, κατά τη διαπραγμάτευση δανειοδοτικής σύμβασης, στην οικονομική κατάσταση που βρισκόταν η Ελλάδα κατά τη σύναψη των Συμφωνιών Δανεισμού, αποτελεί, αναμφίβολα, άσκηση οικονομικής και πολιτικής βίας και απειλή του ύψιστου πολιτειακού αγαθού, της εθνικής κυριαρχίας.
Θα πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί από τους ειδικούς, αν ο όρος αυτός του άρθρου 14 (5) της Σύμβασης παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης του 1969.
Ανεξάρτητα, πάντως, από το ζήτημα συμβατότητας του εν λόγω όρου, κρινόμενος με βάση το γεγονός ότι τίθεται από κράτη μέλη της ΕΕ σε κράτος μέλος της ΕΕ, αποτελεί όρο ασύμβατο με τις αρχές της ευρωπαϊκής νομιμότητας και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

β. Το δικαίωμα μεταβίβασης των δικαιωμάτων από τη Σύμβαση
Με βάση το άρθρο 2 (3) σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της Σύμβασης, οι δανειστές, ένας, περισσότεροι ή και όλοι, αλλά πάντοτε με τη συναίνεση όλων των δανειστών μπορούν να μεταβιβάσουν με οποιοδήποτε τρόπο σε τρίτο οποιοδήποτε από τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που έχουν από τη Σύμβαση Δανεισμού, ενώ η Ελλάδα, ως οφειλέτης, δεν μπορεί ούτε να αρνηθεί μια τέτοια μεταβίβαση, ούτε να μεταβιβάσει μέρος ή το όλο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της από τη Σύμβαση προς τρίτο.
Με αυτό τον τρόπο, παρέχεται στους δανειστές το δικαίωμα να δημιουργήσουν, με βάση τη Σύμβαση Δανεισμού, πολιτικό και οικονομικό μπλοκ σχέσεων με τους δανειστές και με τρίτες χώρες δεσμευτικό για την Ελλάδα, χωρίς τη βούλησή της. Δεδομένου δε ότι ανάλογος όρος δεν ισχύει για το Δανειολήπτη, αποτελεί σοβαρή παράβαση της αρχής της συμβατικής ισότητας.

Καθηγητής Γεώργιος Κασσιμάτης
kostasxan


Μοιραστείτε

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια: