Του Δημήτρη Δελεβέγκου

Πώς θα ήταν η Ελλάδα εάν το σχέδιο για έξοδο από το κοινό νόμισμα των πρώην υπουργών Γ. Βαρουφάκη και Π. Λαφαζάνη στεφόταν με επιτυχία; Και τι θα συνέβαινε, εάν η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε Αργεντινή, όπως είχε δηλώσει ο Αλέξης Τσίπρας το 2012 σε ομιλία του στη Βουλή; Τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δίνει η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη για τις επιπτώσεις ενός Grexit, που βλέπει το φως της δημοσιότητας, και την οποία εκπόνησαν η εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Ernst&Young σε συνεργασία με την Oxford Economics.
Η επιστροφή στη δραχμή, ακόμη και εάν πραγματοποιούνταν συντεταγμένα, δηλαδή χωρίς να υπάρξει άτακτη χρεοκοπία, θα κατέστρεφε ολοκληρωτικά την οικονομία. Και ούτε ο τουρισμός ή οι εξαγωγές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν "σωσίβιο". Τα ευρήματα της μελέτης είναι αποκαλυπτικά.
Υποτίμηση ισοτιμίας κατά 50%
Η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν θα παρείχε μια εύκολη λύση για τα οικονομικά προβλήματα. Μετά την έκδοση του νέου νομίσματος και τη ρύθμιση της ισοτιμίας του έναντι του ευρώ, η συναλλαγματική ισοτιμία θα υποτιμούνταν απότομα, κατά τουλάχιστον 50%.
Αυτό θα συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του αρχικού πανικού και της αβεβαιότητας ως προς την αποκατάσταση της ισορροπίας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η έκταση και η διάρκεια της αρχικής υπερβολικής υποτίμησης θα εξαρτούνταν σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές που θα υιοθετούνταν.
Στην καλύτερη περίπτωση όπου η πολιτική, κοινωνική και οικονομική σταθερότητα αποκαθίστανται σύντομα, και υπό την προϋπόθεση της βέλτιστης διαχείρισης από την κυβέρνηση, με περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, η συναλλαγματική ισοτιμία θα μπορούσε τελικά να ανακάμψει σε βάθος χρόνου και η υποτίμηση να σταθεροποιηθεί γύρω στο 30%, όπως αναφέρει η έκθεση.
Ο μύθος των εξαγωγών
Με το νόμισμα να υποτιμάται αρχικά κατά τουλάχιστον 50% στο πλαίσιο του βασικού σεναρίου της EY, οι εξαγωγές θα αυξάνονταν με ταχείς ρυθμούς, βραχυπρόθεσμα. Αυτή η προσαρμογή προς όφελος του τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών θα οδηγούσε σε βελτίωση στο εξωτερικό μέτωπο. Ο τουρισμός, μαζί με άλλες δραστηριότητες με εξαγωγικό προσανατολισμό όπως η ναυτιλία, τα επεξεργασμένα τρόφιμα και τα γεωργικά προϊόντα θα ήταν, θεωρητικά, πιθανό να ενισχυθούν αρχικά από την υποτίμηση, καθώς οι εξαγωγές τους θα αυξάνονταν.
Η αύξηση των εξαγωγών και η κατάρρευση των εισαγωγών θα επέτρεπαν τη συσσώρευση πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, μετά την έξοδο.
Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν η αύξηση αυτή θα μπορούσε να διατηρηθεί μέσο-μακροπρόθεσμα. Και αυτό λόγω των δομικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας και της περιορισμένης εξαγωγικής της βάσης. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι εξαιρετικά χαμηλές στην Ελλάδα με δεδομένο το μικρό μέγεθος της χώρας. Αντιπροσωπεύουν το 30% σήμερα, έναντι περίπου 20% προ της κρίσης.
Επιπλέον, σχεδόν στο σύνολό τους οι εξαγωγικές δραστηριότητες της Ελλάδας βασίζονται σε εισαγόμενα υλικά παραγωγής, το κόστος των οποίων θα εκτοξευόταν λόγω της υποτίμησης, μειώνοντας σημαντικά το όποιο όφελος ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας.
Τέλος, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι για εξαγωγικές δραστηριότητες όπως ο τουρισμός, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν προκύπτει μόνο την μείωση του κόστους, αλλά κυρίως του προφίλ του τουριστικού προϊόντος. Οι δραματικές συνθήκες σε κοινωνικό επίπεδο, όπως η πιθανή αύξηση της εγκληματικότητας, είναι σίγουρο πως θα συνέβαλαν αρνητικά στην όποια ενίσχυση του κλάδου.
Τα στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγικές επιδόσεις που ακολούθησαν προηγούμενες υποτιμήσεις επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση. Οι υποτιμήσεις της δραχμής του 1983, 1985 και 1998 έδωσαν πράγματι ώθηση στις εξαγωγές, αλλά μόνο προσωρινά, καθώς ακολούθησε απότομη πτώση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών μετά από περίπου ένα χρόνο.
Λιτότητα επ’ αόριστον
Ακόμη και υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοζόταν μετά την έξοδο από το ευρώ μια συγκρατημένη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, το πραγματικό ΑΕΠ σε όρους ευρώ είναι πιθανό, στο ορατό μέλλον, να μη συνέκλινε με τις προβλέψεις του βασικού σεναρίου παραμονής στο ευρώ. Συνεπώς, σε όρους ευρώ, η έξοδος από το κοινό νόμισμα, η καταγγελία του χρέους και η υποτίμηση του νομίσματος, θα οδηγούσαν σε μόνιμη απώλεια εθνικού εισοδήματος. Έτσι, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 17.000 ευρώ το 2014 θα μειώνονταν κατά τον πρώτο ενάμιση χρόνο σε 11.000 ευρώ.
Λόγω της υποτίμησης, της αδυναμίας μετατροπής του χρέους σε δραχμές και της απότομης μείωσης του ΑΕΠ, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα συνέχιζε να βρίσκεται πάνω από το 130%. Αυτό θα άφηνε ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για την κυβέρνηση, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Το υψηλό χρέος θα αποτελούσε το βασικό εξωτερικό περιορισμό για τη δημοσιονομική πολιτική.
Ταυτόχρονα, οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων θα αυξάνονταν απότομα και ο πληθωρισμός θα άγγιζε το 10%. Καθώς τα φορολογικά έσοδα θα ήταν μειωμένα εξαιτίας της ύφεσης που θα ακολουθούσε την έξοδο, για να μπορέσει η κυβέρνηση να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση, θα έπρεπε είτε να αυξάνονταν οι φόρο είτε να μειώνονταν περαιτέρω οι δαπάνες.
Και καθώς οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών θα αυξάνονταν, η πραγματική αξία των μισθών, που θα καθορίζονταν στο νέο τοπικό νόμισμα, θα μειωνόταν ραγδαία. Αυτό θα οδηγούσε σε μια σημαντική συμπίεση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ειδικά για τα νοικοκυριά σταθερού και χαμηλού εισοδήματος, δηλαδή κυρίως μισθωτούς και συνταξιούχους. Η εμπειρία από την Αργεντινή και άλλες χώρες δείχνει ότι τα νοικοκυριά χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων είναι αυτά που πλήττονται σκληρότερα από τις απώλειες των πραγματικών μισθών, με επακόλουθο αντίκτυπο στη φτώχεια και την αύξηση της ανισότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αργεντινή τα ήδη υψηλά ποσοστά φτώχειας εκτοξεύτηκαν τα πρώτα έτη μετά την χρεοκοπία (από 35% σε 53%).
Όλα αυτά όταν υπολογίζεται ότι συνολικά, για κάθε 10% μείωση των δημοσίων εσόδων σε ετήσια βάση, σε περίπτωση εξόδου, θα απαιτούνταν δημοσιονομικοί περιορισμοί της τάξης του 2% του ΑΕΠ με στόχο έναν ισοσκελισμένο πρωτογενή προϋπολογισμό τα πρώτα έτη.
Όλεθρος για τράπεζες - επιχειρήσεις
Για τις τράπεζες, η διατήρηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας θα αποτελούσε βασική προτεραιότητα μετά την έξοδο. Αυτό, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα του οικονομικού περιβάλλοντος, θα οδηγούσε σε μείωση της παροχής πιστώσεων, ακόμη και αν η έξοδος δεν απειλούσε τη φερεγγυότητα των τραπεζών. Επιπλέον, η αβεβαιότητα γύρω από τα οικονομικά των νοικοκυριών και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων θα ενίσχυε τις άτυπες μορφές πίστωσης. Οι συναλλαγές, λοιπόν, ενδέχεται να διεξάγονταν όλο και περισσότερο στη βάση αντικαταβολής / μετρητών.
Ως αποτέλεσμα, οι επενδύσεις θα μειώνονταν πάνω από 30% κατά τα δύο πρώτα έτη και θα άρχιζαν να ανακάμπτουν μόλις μετά το τρίτο έτος.
Για τις επιχειρήσεις, η επίπτωση θα ήταν συνάρτηση της έκθεσης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στο παλαιό και το νέο νόμισμα. Ακόμη και στην περίπτωση όπου οι επιπτώσεις στον ισολογισμό θα ήταν ουδέτερες, η αλλαγή στο νόμισμα στο οποίο θα λειτουργούν θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη πίεση κόστους, ιδιαίτερα μέσω της αύξησης του κόστους των εισαγόμενων πρώτων υλών και του κόστους μεταφορικών, της ενδεχόμενης έκθεσης σε συναλλαγματικό κίνδυνο και του υψηλότερου κόστους συναλλαγών.
Οι τιμές των μετοχών είναι πολύ πιθανό ότι θα μειώνονταν πολύ δραστικά στη φάση πριν την έξοδο και στη διάρκεια των δύο πρώτων ετών. Στη συνέχεια, θα ανέκαμπταν αναπόφευκτα, αντανακλώντας τις προσδοκίες για μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, ξεκινώντας σχεδόν από μηδενική βάση, όπως επισημαίνεται στην μελέτη.
Η μονομερής διαγραφή του χρέους
Οι αναλυτές θεωρούν απίθανο η Ελλάδα να μπορούσε να αρνηθεί να αποπληρώσει το χρέος προς τους επίσημους πιστωτές. Τέτοιες ακραίες ενέργειες έχουν στο παρελθόν συνδεθεί με βίαια γεγονότα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε μια παρατεταμένη και έντονη περίοδο αβεβαιότητας και θα παρέμενε οικονομικά και πολιτικά απομονωμένη. Θα ήταν εξαιρετικά πιθανό να απολέσει την ιδιότητα του μέλους της Ε.Ε. και τη συμμετοχή της στην ενιαία αγορά και να αντιμετωπίσει εμπορικές κυρώσεις, καθώς και πρόσθετες απώλειες μεταβιβάσεων από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., πολλαπλασιάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της εξόδου και της χρεοκοπίας.
Σχεδόν μόνιμα τα capital controls
Αμέσως πριν, αλλά και μετά την έξοδο από το ευρώ, η ακραία αβεβαιότητα θα οδηγούσε σε φαινόμενα φυγής κεφαλαίων. Για να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και με δεδομένη τη στενότητα συναλλαγματικών αποθεμάτων, η επιβολή ελέγχων κεφαλαίων θα ήταν η πιο πιθανή μορφή άμεσης παρέμβασης.
Οι έλεγχοι κεφαλαίων εισάγονται εύκολα, αλλά καταργούνται πολύ δύσκολα σημειώνει η έρευνα. Έχουν την τάση να οδηγούν σε σοβαρές ελλείψεις ρευστότητας, με αποτέλεσμα τη χρήση εναλλακτικών (ανεπίσημων) μέσων πληρωμών. Επιπλέον, η επιβολή μόνιμων περιορισμών στις ροές κεφαλαίων θα καθιστούσαν την Ελλάδα ένα μη ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις, λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων επαναπατρισμού των κερδών και της μεγάλης δυσκολίας των διασυνοριακών συναλλαγών.
Η Αργεντινή εισήγαγε το "Corallito”, το οποίο επέβαλε ανώτατα όρια ανάληψης μετρητών και υποχρεωτική μετατροπή των τραπεζικών καταθέσεων και των δανείων σε pesos. Οι προθεσμιακές καταθέσεις παρατάθηκαν υποχρεωτικά και τα αποθεματικά των τραπεζών σε δολάρια κατασχέθηκαν, με κόστος 1,6 δισ. δολαρίων. Επιπλέον, επιβλήθηκαν συναλλαγματικοί έλεγχοι, ανεστάλησαν οι διαδικασίες πτώχευσης και διπλασιάστηκαν τα πρόστιμα για τους εργοδότες οι οποίοι απέλυαν εργαζομένους. Παρόμοιοι έλεγχοι εισήχθησαν από την Ισλανδία και, πιο πρόσφατα, την Κύπρο.
Κοινωνική εξέγερση
Όπως αναφέρει η μελέτη, οι επιπτώσεις στην κοινωνία μιας ενδεχόμενης εξόδου από το ευρώ θα ήταν εξαιρετικά ασύμμετρες με άμεσο απότοκο την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Μεταξύ 2001-02, η Αργεντινή βίωσε μια τεράστια αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, αντανακλώντας τη δραματική μείωση των πραγματικών εισοδημάτων και την επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2002, ένας στους δύο Αργεντινούς ζούσε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας.
Σε περίπτωση, λοιπόν, επιστροφή στη δραχμή θα ήταν πιθανή η εκδήλωση κοινωνικών αναταραχών και εξεγέρσεων, των οποίων οι έμμεσες επιπτώσεις στην οικονομία θα μπορούσαν να είναι σημαντικές. Στην Ισλανδία, οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του Ρέικιαβικ κατά την περίοδο κορύφωσης της κρίσης του 2008 κατέληξαν σε ταραχές. Στην Αργεντινή, η συμμετοχή σε κοινωνικές διαμαρτυρίες αυξήθηκε από 7,6% σε 16,2% στα τέλη του 2002. Εκδηλώσεις βίας, όπως εκτεταμένες ταραχές και λεηλασίες, ήταν καθημερινό φαινόμενο στους δρόμους του Μπουένος Άιρες.
Ανταλλακτική οικονομία
Θα ήταν πιθανή και η εξάπλωση της ανταλλακτικής οικονομίας (barter trading). Η αδυναμία της ρωσικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης να επιβάλει δημοσιονομική πειθαρχία, και η αδυναμία της να πληρώσει τους προμηθευτές, συνέβαλε στη μαζική ανάπτυξη των ανταλλαγών μετά το 1998. Το κράτος υποχρεώθηκε να δέχεται πληρωμές φόρων σε είδος, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αποδυνάμωση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας.
Στην Αργεντινή, ένα τεράστιο δίκτυο συλλόγων ανταλλαγών, τα RGTs, έκαναν την εμφάνισή τους σε όλη τη χώρα πριν την υποτίμηση και συνέχισαν να λειτουργούν αρκετά χρόνια μετά. Οι σύλλογοι αυτοί αποτελούσαν τόπο για ανεπίσημες ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών. Σύντομα, τα RGTs προχώρησαν στην έκδοση δικού τους παράλληλου ανεπίσημου νομίσματος, του "Crédito", το οποίο όμως έχασε την όποια αξία του λόγω υπερπληθωρισμού και παραχάραξης.
Επίσης, κατά το διάστημα μέχρι την έκδοση του νέου νομίσματος, η έκδοση υποσχετικών πληρωμής IOU’s θα ήταν δεδομένη για να αντεπεξέλθει το κράτος στις υποχρεώσεις του για μισθούς, συντάξεις και προμηθευτές. Η άξια αυτών θα ήταν σε ισοτιμία με το ευρώ, αλλά στην ελεύθερη αγορά θα ανταλλάσσονταν με σημαντική έκπτωση ανάλογη της αναμενόμενης υποτίμησης του νέου νομίσματος.
Τέλος, θα απαιτούνταν περίπου έξι μήνες ώστε η Ελλάδα μέσω του μοναδικού ελληνικού εργοστασίου να εκτυπώσει τα περίπου 375 εκατ. χαρτονομίσματα που απαιτούνται. Αυτό με δεδομένο ότι μια εκτυπωτική μονάδα μπορεί να παράγει περίπου 67 εκατομμύρια χαρτονομίσματα τον μήνα και ότι η συνολική κυκλοφορία στη ζώνη του ευρώ σήμερα είναι περίπου 15 δισεκατομμύρια χαρτονομίσματα, με την Ελλάδα να αντιπροσωπεύει το 2,5% του ΑΕΠ της ευρωζώνης.