Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Η στρέβλωση, η ιδεοληψία, η εμμονή, η αυτοκτονία

Του Γιώργου Μπιλλίνη

Σύμφωνα με την έκθεση της Eurobank για την ελληνική οικονομία που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας ένα εκ των βασικών αποτελεσμάτων της μεγάλης υφέσεως της περιόδου 2008-2016 ήταν η σημαντική μεταβολή της συνθέσεως του ΑΕΠ της χώρας.

Με βάση τα επίσημα στοιχεία που μνημονεύονται το μερίδιο της ιδιωτικής καταναλώσεως μεγάλωσε κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες, από 64,8% του ΑΕΠ το 2007 σε 69,9% το 2015 !!! Το ίδιο διάστημα η δημόσια κατανάλωση παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη (από 20,5% του ΑΕΠ μειώθηκε ελαφρά σε 20,1%). Ενώ ο όγκος του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατέρρευσε (από 26% σε 11,5% του ΑΕΠ).

Τα αντίστοιχα ποσοστά που αφορούν τους εταίρους μας είναι:

- για την ιδιωτική κατανάλωση 56,3% στην ΕΕ και 54,9% στην ευρωζώνη.

- για τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου 19,5% στην ΕΕ και 19,7% στην ευρωζώνη.

Αν επιχειρηθεί μια σύγκριση των ελληνικών με τους αντίστοιχους δείκτες της ΕΕ και της ευρωζώνης, τα συμπεράσματα είναι καταλυτικά. Αναδεικνύουν τις στρεβλώσεις του ελληνικού υποδείγματος και υποδεικνύουν τον δρόμο που οφείλει να ακολουθήσει η χώρα μας για έξοδο από την κρίση και ανάκαμψη.

Ποια είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα παραπάνω στοιχεία και τις συγκρίσεις;

Ότι, σε αντίθεση με την κρατούσα αντίληψη, η κατανάλωση αντιστάθηκε στην ύφεση. Και μάλιστα προϊούσης της υφέσεως, κέρδισε σημαντικό μερίδιο στη σύνθεση του ΑΕΠ. Μπορεί το 64,8% ενός ΑΕΠ 240 δις να είναι μεγαλύτερο από το 69,9% ενός ΑΕΠ 180 δις, αλλά, ενώ η μείωση του ΑΕΠ στην οκταετία ανέρχεται σε 25,5%, η μείωση της ιδιωτικής καταναλώσεως περιορίζεται σε 19,4% το ίδιο διάστημα (2007-2015). Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά χρηματοδότησαν με τις αποταμιεύσεις τους την συγκράτηση της πτώσεως του βιοτικού τους επιπέδου.
Ο περιορισμός της δημόσιας καταναλώσεως κινήθηκε αναλογικά με την ελάττωση του ΑΕΠ. Συνεπώς υφίστανται περιθώρια περαιτέρω στοχευμένου περιορισμού της.
Η δια γυμνού οφθαλμού ορατή ελληνική επενδυτική έρημος επιβεβαιώνεται από την κατάρρευση του δείκτη σχηματισμού παγίου κεφαλαίου. Από 62 δις το 2007 προσγειώθηκε στα 20,5 δις το 2015.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η συμμετοχή της καταναλώσεως στη σύνθεση του ΑΕΠ είναι ιδιαίτερα υψηλή στη χώρα μας σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Το στοιχείο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί διττά. Είτε να συμπεράνουμε ότι η εθνική κατανάλωση είναι υψηλότερη από εκείνη που επιτρέπουν οι δυνατότητες της οικονομίας. Είτε ότι οι υπόλοιποι λογαριασμοί που συμμετέχουν στη σύνθεση του ΑΕΠ (επενδύσεις, εξαγωγές κλπ) είναι τόσο «ατροφικοί», που εμμέσως αναδεικνύουν την κατανάλωση μακράν πρωταθλήτρια. Είτε συμβαίνουν και τα δύο ταυτοχρόνως.

Τόσο υψηλό επίπεδο καταναλώσεως δεν είναι διατηρήσιμο υπό τις επικρατούσες συνθήκες. Εάν η οικονομία παραμείνει στάσιμη σε επίπεδα ΑΕΠ γύρω από τα σημερινά, μοιραία η δυνατότητα νοικοκυριών και κράτους για κατανάλωση σύντομα θα προσαρμοστεί σε χαμηλότερα επίπεδα. Αμέσως μόλις «τελειώσουν τα έτοιμα». Για να εξασφαλιστεί η διατηρησιμότητα της θα πρέπει να μεταβληθούν επί τα βελτίω οι παράγοντες εκείνοι που θα κινητοποιήσουν τις δυνάμεις παραγωγής νέου πλούτου. Θα πρέπει δηλαδή να αυξηθούν οι εξαγωγές και οι επενδύσεις.

Το πρώτο είναι δύσκολο να επιτευχθεί άμεσα εξ αιτίας της απουσίας ισχυρής παραγωγικής βάσεως. Στα πρώτα χρόνια της κρίσεως οι εξαγωγές φάνηκε να αυξάνουν λίγο το μερίδιο τους, αλλά σύντομα επήλθε κόπωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το 40% των εξαγωγών αφορά επανεξαγωγή επεξεργασμένων και διυλισμένων παραγώγων πετρελαίου που εισάγεται και εμπεριέχουν ελάχιστη εγχώρια προστιθέμενη αξία. Η οικονομία μας δεν είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή ανταγωνιστικών και ποιοτικών διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι κρατικοδίαιτη, υπερρυθμισμένη, στρεβλή, σπάταλη, παρασιτική, ενώ ο μεγάλος δημόσιος τομέας, πέραν της απορροφήσεως πολύτιμων πόρων, λειτουργεί αναποτελεσματικά σε καθεστώς αδιαφάνειας και εκτεταμένης διαφθοράς. Συνεπώς ανασταλτικά, ανταγωνιστικά, βλαπτικά και όχι υποβοηθητικά προς τον ιδιωτικό τομέα. Αυτές οι στρεβλώσεις πρέπει να αρθούν το συντομότερο.

Μέχρι το 2008 η εθνική αποταμίευση συμβάδιζε με το μέσο ευρωπαϊκό όρο στα επίπεδα του 20-22% του ΑΕΠ. Προϊούσης της κρίσεως άρχισε να μειώνεται και μετά το 2013 απέκτησε αρνητικό πρόσημο. Έχουμε δηλαδή όχι μόνο πάψει να αποταμιεύουμε, αλλά δαπανούμε πέραν των τρεχόντων εισοδημάτων μας και από τα σωρευμένα αποθέματα παρελθόντων ετών, της περιόδου της «ευημερίας». Προσοχή: δεν τα επενδύουμε, τα καταναλώνουμε. Για να διατηρήσουμε όσο περισσότερο είναι εφικτό ένα ανεκτό ύψος στο βιοτικό μας επίπεδο. Επομένως εγχώριος πλούτος προς επένδυση δεν υπάρχει. Τουλάχιστον δεν επαρκεί για την «μεγάλη αντεπίθεση». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν ελληνικά κεφάλαια παρκαρισμένα στο εξωτερικό, τα οποία, εάν κινητροδοτηθούν, είναι εφικτό να επαναπατριστούν και να συμμετάσχουν.

Τι πρέπει να πράξουμε για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα;

Το υποδεικνύουν τα νούμερα που παραθέσαμε πιο πάνω. Να επανέλθουμε στην κανονικότητα. Να εναρμονίσουμε τους δείκτες μας με τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους. Να σταματήσει σύμπαν το πολιτικό προσωπικό τη βολική συνήθεια να ευνοεί πολιτικές τόνωσης της ζήτησης και της κατανάλωσης. Το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι από την πλευρά της ζήτησης. Μα από την πλευρά της προσφοράς. Να μειωθεί λοιπόν η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 60%. Και να αυξηθεί ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου πάνω από το 20% και, ει δυνατόν, πάνω από 25%. Με δεδομένη την αρνητική εθνική αποταμίευση, μοναδική οδός για την διενέργεια επενδύσεων είναι η προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό. Προς αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να εργαστούμε συλλογικά. Κυβέρνηση, πολιτικό προσωπικό, κρατική μηχανή, πολίτες. Είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθούν δουλειές, νέες θέσεις εργασίας, παραγωγική βάση, ανάκτηση εξαγωγικής ικανότητας.

Οφείλουμε να ανοίξουμε την οικονομία μας. Να δημιουργήσουμε το συντομότερο ένα όσο γίνεται περισσότερο φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Να κατανοήσουμε ότι ο επενδυτής δεν είναι ένας «καλός σαμαρείτης» που θα προσέλθει οικειοθελώς για να συνεταιριστεί με το αρπακτικό ελληνικό κράτος και τα πλοκάμια του και να τους χαρίσει τα χρήματα του. Αλλά ότι υπηρετεί το συμφέρον του, στοχεύει σε κέρδος κι η επιδίωξη αυτή είναι λογική, υγιής και αποδεκτή. Πρέπει να τον διευκολύνουμε να την υλοποιήσει.

Διεθνώς πακτωλός κεφαλαίων αναζητεί αποδόσεις σε περιβάλλον χαμηλών, μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων. Πάνω από εκατό χώρες διεκδικούν την προσέλκυση μέρους αυτών των κεφαλαίων. Η χώρα μας με τα δομικά και διαρθρωτικά της προβλήματα, που δεν εννοεί να επιλύσει, έχει αυτοαποσυρθεί εκουσίως από το ραντάρ των υποψηφίων επενδυτών. Είναι εθνικό καθήκον, όρος επιβίωσης, να την μετατρέψουμε και πάλι σε επενδυτικό προορισμό. Να την τοποθετήσουμε στο στόχαστρο των επενδυτικών κεφαλαίων. Αν δεν το κάνουμε, ακυρώνουμε οιαδήποτε προοπτική. Ακόμη χειρότερα: αυτοκτονούμε. Από ιδεοληψία. Από εμμονή. Από αδράνεια. Από διανοητική ραθυμία.


Μοιραστείτε

Share/Bookmark

Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

Δεν υπάρχουν σχόλια: