Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Γιατί, οι δανειστές δώσανε το φιλί της ζωής σε μια κυβέρνηση, για την οποία γνωρίζουν ότι αδυνατεί να οδηγήσει τη χώρα στην ανάπτυξη; Προφανώς, επειδή δεν τους ενδιαφέρει να βγει η χώρα στην ανάπτυξη.

Και τώρα, μόνοι μας με την Κυβέρνηση


Του Παναγιώτη Γκλαβίνη

Η ελληνική Κυβέρνηση ξαναέστησε στις Βρυξέλλες το σκηνικό της «σκληρής» διαπραγμάτευσης της άνοιξης του 2015. Άραγε, μόνη της το έκανε; Όχι βέβαια. Όπως χρειάζονται δυο για να χορέψουν ταγκό, έτσι χρειάζονται τουλάχιστον δυο και για να διαπραγματευτούν. Μέχρι τώρα, η Κυβέρνηση χόρευε μόνη της. Τον χορό του Ζαλόγγου, όπως φάνηκε από την ολική επαναφορά του Grexit και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, οι οποίες, για τους δικούς της λόγους η καθεμία, άρχισαν να διαμορφώνουν στην παγκόσμια κοινή γνώμη ένα consensus περί αναπόφευκτης εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη.

Μετά την επίσκεψη του κυρίου Μητσοτάκη στο Βερολίνο, όπου ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης επιχείρησε να πείσει την γερμανική ηγεσία για την αναγκαιότητα να δοθεί μια τελευταία ευκαιρία στη χώρα να γυρίσει το παιχνίδι πριν είναι αργά, το Eurogroup στις Βρυξέλλες, λίγες ημέρες αργότερα, αποφάσισε –με τη σύμφωνη γνώμη και του ΔΝΤ στην άλλη άκρη του Ατλαντικούνα δώσει σ’ αυτή την Κυβέρνηση την ευκαιρία να κλείσει την δεύτερη αξιολόγηση και, προφανώς, να μακροημερεύσει για να ολοκληρώσει αυτή το Τρίτο Πρόγραμμα.

Ομόφωνα, λοιπόν, οι δανειστές ενέδωσαν στο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης να ξαναρχίσουν τις διαπραγματεύσεις. Τι άλλαξε στο μεταξύ; Την εμπιστεύτηκαν ξαφνικά ότι θα διαπραγματευτεί με τρόπο εποικοδομητικό για να κλείσει σύντομα την αξιολόγηση, ώστε να φέρει ανάπτυξη 2,7% στη χώρα φέτος, όπως είναι ο σχεδιασμός τους; Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι προϋποθέσεις που έθεσε για να πιάσουμε τον στόχο αυτό το 2018, είναι η σύντομη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης (δεν γίνεται), η ένταξη της Ελλάδας στο QE του κυρίου Ντράγκι (δεν γίνεται), η άρση των capital controls (δεν γίνεται) και η πιστή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων (δεν πρόκειται να γίνει).

Αν κρίνουμε από τα λόγια του κ. Ντάισελμπλουμ μετά το πέρας της συνεδρίασης της 20ης Φεβρουαρίου («too early»), η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων δεν προδικάζει και την γρήγορη ολοκλήρωσή τους, κάτι για το οποίο, άλλωστε, δεν υπάρχει και βία, όπως ρητά δήλωσε ο Πρόεδρος του Eurogroup, καθώς η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει άμεσα πρόβλημα ρευστότητας. Αυτό θα ανακύψει τον Ιούλιο. Και θα μας πάνε έτσι μέχρι τον Ιούνιο, σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση θελήσει να το τραβήξει μέχρι τότε; Γιατί όχι; Αυτό τουλάχιστον φαίνεται να αποδέχονται οι δανειστές, γνωρίζοντας και με ποιους έχουν να κάνουν.

Πρόκειται για ένα τρομακτικό σενάριο που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Άραγε, δεν γνωρίζουν οι δανειστές ότι, με τον τρόπο αυτό, η χώρα δεν πρόκειται να πετύχει τους ρυθμούς ανάπτυξης που προσδοκούν φέτος; Διότι, πέρα από τα προαπαιτούμενα και τη δόση, το ουσιώδες γι’ αυτούς (πρέπει λογικά να) είναι η Ελλάδα να μπορέσει να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην ανάπτυξη, ώστε μέσα απ’ αυτήν να αποδώσει βιώσιμα υψηλά πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια.

Δεν ξέρουν οι δανειστές ότι αυτή η κυβέρνηση, σε ό,τι κι αν συμφωνήσει κάποια στιγμή το επόμενο διάστημα, αδυνατεί να βγάλει τη χώρα στην ανάπτυξη; Βεβαίως και το ξέρουν. Και μάλιστα από τους δικούς τους επενδυτές, οι οποίοι τους λένε ότι μ’ αυτή την κυβέρνηση δεν έρχονται στην Ελλάδα να επενδύσουν. Πώς, λοιπόν, θαρθεί η ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις; Κι αν δεν τις κάνουν τις επενδύσεις οι ξένοι επενδυτές, ποιος θα τις κάνει; Αν δεν αγοράσουν αυτοί τα προς ιδιωτικοποίηση περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού Δημοσίου, ποιος θα τα αγοράσει; Οι ελληνικές επιχειρήσεις που δεν έχουν λεφτά ν’ ανακυκλώσουν τα δάνειά τους; Ποιος θα χρηματοδοτήσει, λοιπόν, την ανάπτυξη; Οι τράπεζες που δεν μπαίνουν με τον τρόπο αυτό στο QE; Για να μη μιλήσουμε για το ελληνικό Δημόσιο που περικόπτει το ΠΔΕ ή το ελληνικό χρηματιστήριο που δε λέει να ξεκολλήσει από τις 600 μονάδες.

Γιατί, λοιπόν, δώσανε το φιλί της ζωής σε μια κυβέρνηση, για την οποία γνωρίζουν ότι αδυνατεί να οδηγήσει τη χώρα στην ανάπτυξη; Προφανώς, επειδή δεν τους ενδιαφέρει να βγει η χώρα στην ανάπτυξη.

Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στα μέσα του τρίτου προγράμματος. Η Ελλάδα έχει εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση των αναγκών της μέχρι τα μέσα του 2018. Η ομάδα που παίζει τώρα μπάλα στο γήπεδο δεν έχει ούτε γκολτζή, ούτε άμυνα, κι ο προπονητής στο ημίχρονο αρνείται να κάνει τις αλλαγές που πρέπει, για να δώσει την ευκαιρία σε μια νέα κυβέρνηση να γυρίσει το παιχνίδι. Αντίθετα, δίνει μια νέα ευκαιρία σ’ αυτή την αποτυχημένη ενδεκάδα να τελειώσει το παιχνίδι. Τι θα πρέπει να συμπεράνει κανείς;

Το τρίτο πρόγραμμα ολοκληρώνεται στα μέσα του 2018. Τότε περίπου θα ολοκληρωθεί και το Brexit. Στις Ευρωεκλογές του 2019, αποκλείεται να πάει η Ευρώπη ως έχει σήμερα. Όποιες αλλαγές γίνουν στην αρχιτεκτονική της, θα έχουν ολοκληρωθεί πιο πριν.

Εν κατακλείδι, οι δανειστές αποκλείεται να οδηγήσουν την κυβέρνηση αυτή στην έξοδο, όπως το έπραξαν με άλλες κυβερνήσεις στο παρελθόν. Είναι σαφές ότι δεν ενδιαφέρονται πλέον να φύγει η χώρα στην ανάπτυξη, ώστε με τον τρόπο αυτό να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Το Υπερταμείο τούς έχει προφανώς καθησυχάσει ότι κάποια στιγμή θα τα πάρουν ό,τι κι αν γίνει. Επί του παρόντος, τα σχέδιά τους για την Ελλάδα είναι άλλα. Και αυτό φωτίστηκε άπλετα στο τελευταίο Eurogroup.

Όλα τώρα επανέρχονται στο εσωτερικό της χώρας. Είμαστε πλέον μόνοι μ’ αυτή την Κυβέρνηση στην εξουσία, η οποία, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, μετήλθε με πρωτοφανή αγριότητα όλων των μέσων εντός και κυρίως εκτός Βουλής, προκειμένου να υπονομεύσει και να ρίξει όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις που κλήθηκαν να διαχειριστούν την κρίση πριν απ’ αυτήν. Η σημερινή αντιπολίτευση δεν έχει ούτε την παράδοση, ούτε τη δυνατότητα να την μιμηθεί.

Οι κομμουνιστές έχουν παράδοση στην χρήση επαναστατικών μέσων για την ανατροπή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας όταν είναι αντιπολίτευση και στην αξιοποίηση όλων των κοινοβουλευτικών μέσων για να θωρακίσουν την εξουσία τους όταν την αποκτήσουν.

Μοιραία, συνεπώς, οι Έλληνες θα υποστούν τις συνέπειες της ψήφου τους. Όταν κληθούν να ξαναψηφίσουν, θα είναι πλέον αργά. Οι δεκαετίες της προπαγάνδας περί «αποστασίας» και το ξεσάλωμα του αυριανισμού περί «Εφιάλτη», μπόλιασαν επαρκώς την κοινοβουλευτική μας ζωή και σήμερα θωρακίζουν μια πλειοψηφία που, ενωμένη όπως καμία προκάτοχός της, οδηγεί τη χώρα σε βέβαιη εθνική καταστροφή.

Από την άλλη, η κυβερνητική συνεργασία βιώνει πολύ νωρίς το σύνδρομο του μπούνκερ. Αδυνατεί να προκηρύξει εκλογές έστω και για να περισώσει ό,τι μπορεί, διότι με βεβαιότητα δεν πρόκειται να σώσει τίποτε. Και γι’ αυτό, εγκλωβισμένη από πολύ νωρίς όπως καμιά άλλη στο παρελθόν, ζει μέρα με τη μέρα αναμένοντας το μοιραίο που η ίδια θα επιφέρει.

Έτσι θα γραφτούν οι τελευταίες γραμμές μιας ακόμη τραγικής σελίδας της σύγχρονης ιστορίας μας. Εκτός αν κάποιος σημάνει πολύ γρήγορα και πολύ δυνατά συναγερμό, τόσο δυνατά ώστε να ξυπνήσει έναν λαό που φαίνεται να έχει παραιτηθεί, παραδομένος σε εξελίξεις που αρνείται να εμποδίσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.

* Ο κ. Γκλαβίνης είναι αν. καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ


Μοιραστείτε

Share/Bookmark

Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

Δεν υπάρχουν σχόλια: