Ένας από τους δημοφιλέστερους μύθους της εποχής μας, που εκπορεύεται από συγκεκριμένα κέντρα, εντός κι εκτός της ΝΔ, είναι ότι "ο Κούλης δεν τραβάει". Ότι η αντιπολίτευση του είναι υποτονική κι αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να διατηρείται στην εξουσία, ωσάν να υπήρχε τρόπος, δημοκρατικός και νόμιμος, να ανατραπεί εφόσον διαθέτει συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία 153, και πλέον μετά την προσχώρηση της Θ. Μεγαλοοικονόμου, 154 βουλευτών.
Αυτό το παραμύθι δεν καλλιεργείται μόνον από τους εσωκομματικούς αντιπάλους αλλά και τους κομματικούς εχθρούς του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Φαίνεται ότι μέχρι ενός βαθμού, το σκέπτονται κι απλοί ψηφοφόροι, που ανησυχούν από την συνεχιζόμενη παραμονή των κ.κ. Τσίπρα και Καμμένου στην κυβέρνηση. Χτες το πρωί, καλός φίλος, που μάλιστα είναι και καλοπροαίρετος προς την ηγεσία της ΝΔ,, με ρωτούσε, με αφορμή και την τελευταία δημοσκόπηση της εταιρίας Pulse, που δίνει προβάδισμα τουλάχιστον 10% στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έναντι του ΣΥΡΙΖΑ:
"Μα πώς είναι δυνατόν να κρατάει τόσο μικρή διαφορά ο Τσίπρας από τον Κυριάκο"; Του απήντησα: "Δηλαδή, πόση διαφορά ήθελες να έχουν, 20 η 30 μονάδες"; "Μα είναι τόσο άχρηστη η κυβέρνηση, που θα έπρεπε να είχε καταρρεύσει", ισχυρίστηκε. Αυτό το λες εσύ, κι όσοι έχουμε αυτή την άποψη. Αλλά δεν το λένε όλοι. Πάντα το πολιτικό μας σύστημα είχε δύο πόλους. Κι όσο κι αν δεν μας αρέσει, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ο έτερος πόλος. Όσο, δεν υπάρχει άλλη πολιτική δύναμη, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε αντικαταστήσει εκείνος το ΠΑΣΟΚ μετά το 2012, το κόμμα του κ. Τσίπρα θα παραμένει ένα πολύ ισχυρό κόμμα έξουσίας. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά ούτε στην Ευρώπη, που να υπήρχε μόνον ένα ισχυρό κόμμα εξουσίας. Πάντα είναι δύο. Από το 1977 ήταν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, (που είχε υποκαστήσει τότε την Ενωση Κέντρου). Κι από το 2012, μετά ο ΣΥΡΙΖΑ, που υποκατέστησε το ΠΑΣΟΚ, (το οποίο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του για "επανασύσταση της κεντροαριστεράς", επί του παρόντος τουλάχιστον, δεν δείχνει ικανό να γίνει κόμμα εξουσίας), και η ΝΔ.
Ανεξάρτητα από το τι πρεσβεύουν ορισμένοι και τι διαδίδουν οι αντίπαλοι του κ. Μητσοτάκη, η ΝΔ τραβάει, και μάλιστα πολύ καλύτερα από ότι οποτεδήποτε άλλοτε είχε βρεθεί στην αντιπολίτευση. "Το έχεις συνειδητοποιήσει", εξήγησα στον συνομιλητή μου, "ότι ουδέποτε άλλοτε από το 1977 κι έπειτα, η ΝΔ ως κόμμα αντιπολίτευσης, δεν προηγείτο στις δημοσκοπήσεις περί τις 10 μονάδες του κυβερνώντος κόμματος, όπως συμβαίνει σήμερα. Το γνωρίζεις ότι ακόμα και το 2004, όταν ήταν ηλίου φαεινότερο, ότι θα κέρδιζε τις εκλογές με ευκολία, η διαφορά στις δημοσκοπήσεις ήταν μικρότερη των 10 μονάδων, κι ο Κ. Καραμανλής δεν θεωρείτο καταλληλότερος του Κ. Σημίτη στα πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά.
Ας μην ξεχνάμε ότι μετά το 1981, ουδέποτε η ΝΔ είχε κατακτήσει την εξουσία με διαφορά, που να έφτανε τις 10 μονάδες έναντι του κυριότερου αντιπάλου του. Τα δημοσκοπικά χαρακτηριστικά σήμερα είναι εξαιρετικά υπέρ του Κυριάκου και της ΝΔ. Φυσικά, υπάρχουν πολλοί, που θα ήθελαν να σάρωνε η ΝΔ, με τρομακτικές διαφορές. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει. Ας μην ξεχνάμε ότι η ΝΔ, καλώς η κακώς, έχει σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί τα τελευταία χρόνια ως" συνένοχος" του ΠΑΣΟΚ στην χρεοκοπία της χώρας. Κι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποβάλλει, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, τις κατά καιρούς, δικαιολογημένες η μη, αιτιάσεις εναντίον της.
Και ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει, να δεσμεύει ακόμα και να υποχρεώνει ψηφοφόρους να τον στηρίζουν και να τον ακολουθούν.
Το γεγονός λοιπόν ότι δημοσκοπικά, η ΝΔ κερδίζει διαφορά 10 ποσοστιαίων μονάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται πολύ κοντά στην αυτοδυναμία (αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή και πόσα θα είναι τα αδιάθετα ποσοστά αυτών, που δεν θα μπουν) κι ο Κυριάκος θεωρείται καταλληλότερος ως πρωθυπουργός από τον Τσίπρα ενώ η διαφορά στην παράσταση νίκης είναι τεράστια, καταδεικνύει ότι ο..."Κούλης" (όπως κάποιοι επίτηδες θέλουν να τον αποκαλούν νομίζοντας περιπαικτικά), όχι μόνον τραβάει, αλλά τραβάει αρκετά ώστε να κάνει τους αντιπάλους του, εντός κι εκτός ΝΔ, να κλαίνε από το κακό τους.