Την επικείμενη ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου της Ελλάδα σχολιάζει σε εκτενές άρθρο του ο Economist, αναφέροντας ότι τα προβλήματα της χώρας όχι μόνο δεν έχουν λυθεί, αλλά αντιθέτως έχει μπροστά της έναν «μαραθώνιο» να διανύσει, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα, αφού κάνει μια αναδρομή στα χρόνια της κρίσης και αναφέρεται στις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, ο Economist επισημαίνει ότι η κατάσταση στη χώρα βελτιώνεται πλέον, αλλά με αργούς ρυθμούς. Οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί, κυρίως λόγω του διπλασιασμού των τουριστών, η ανταγωνιστικότητα έχει ενισχυθεί με την μείωση των μισθών, «ένας επώδυνος τρόπος προσαρμογής, αλλά ο μοναδικός δυνατός εντός μιας νομισματικής ένωσης με χαμηλό πληθωρισμό», ενώ η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε δραστικές περικοπές, με τη φορολογία να είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, όπως αναφέρει το άρθρο, η ανάπτυξη είναι ακόμα απογοητευτική. Μόλις 1,4% το 2017, ενώ αναμένεται να κυμανθεί στο 2% το τρέχον έτος και το ΔΝΤ είναι ακόμα πιο επιφυλακτικό για τη δυναμική της ελληνική οικονομίας, λόγω της ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού.
Υπενθυμίζει ακόμα ότι η χώρα έχει δεσμευθεί σε «υπερβολικά φιλόδοξους» στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, στο 3,5% του ΑΕΠ της έως το 2022 (κάτι που «λίγες μόνο μη πετρελαιοπαραγωγές χώρες έχουν καταφέρει τα τελευταία 30 χρόνια») και στη συνέχεια στο 2,2% μεσοσταθμικά ως το 2060.
Ο σημαντικότερος φραγμός στην ανάπτυξη είναι ότι στην Ελλάδα παραμένει πιο δύσκολο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες να δραστηριοποιηθεί κανείς επιχειρηματικά, επισημαίνει ο Economist, αναφέροντας χαρακτηριστικά την περίπτωση του Ελληνικού.
Οι μεταρρυθμίσεις στο επιχειρηματικό πλαίσιο, το δικαστικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση βρίσκονται στην ατζέντα του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, αλλά οι επικριτές αμφισβητούν τη δέσμευση της κυβέρνησής του, σχολιάζει ακόμα το άρθρο. Όπως αναφέρει μάλιστα, η χώρα κατέγραφε ραγδαία άνοδο στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την επιχειρηματικότητα έως το 2015, όταν ήρθε στην εξουσία το «ριζοσπαστικά αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ» και αντέστρεψε ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις των προκατόχων του.
Καταλήγοντας, ο Economist εκτιμά ακόμα ότι με τις επόμενες εκλογές να πλησιάζουν υπάρχει ο φόβος η ελληνική κυβέρνηση να αναστρέψει ακόμα περισσότερες μεταρρυθμίσεις προκειμένου κερδίσει την υποστήριξη ορισμένων κοινωνικών ομάδων. «Οι οικονομολόγοι υποπτεύονται ότι τόσο οι αγορές όσο και οι πιστωτές δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στους δημοσιονομικούς στόχους που επιδιώκει ο κ. Τσακάλωτος, κάτι που αφήνει σημαντικές και πολιτικά δύσκολες μεταρρυθμίσεις στην άκρη», αναφέρει κλείνοντας.
Ειδικότερα, αφού κάνει μια αναδρομή στα χρόνια της κρίσης και αναφέρεται στις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, ο Economist επισημαίνει ότι η κατάσταση στη χώρα βελτιώνεται πλέον, αλλά με αργούς ρυθμούς. Οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί, κυρίως λόγω του διπλασιασμού των τουριστών, η ανταγωνιστικότητα έχει ενισχυθεί με την μείωση των μισθών, «ένας επώδυνος τρόπος προσαρμογής, αλλά ο μοναδικός δυνατός εντός μιας νομισματικής ένωσης με χαμηλό πληθωρισμό», ενώ η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε δραστικές περικοπές, με τη φορολογία να είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, όπως αναφέρει το άρθρο, η ανάπτυξη είναι ακόμα απογοητευτική. Μόλις 1,4% το 2017, ενώ αναμένεται να κυμανθεί στο 2% το τρέχον έτος και το ΔΝΤ είναι ακόμα πιο επιφυλακτικό για τη δυναμική της ελληνική οικονομίας, λόγω της ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού.
Υπενθυμίζει ακόμα ότι η χώρα έχει δεσμευθεί σε «υπερβολικά φιλόδοξους» στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, στο 3,5% του ΑΕΠ της έως το 2022 (κάτι που «λίγες μόνο μη πετρελαιοπαραγωγές χώρες έχουν καταφέρει τα τελευταία 30 χρόνια») και στη συνέχεια στο 2,2% μεσοσταθμικά ως το 2060.
Ο σημαντικότερος φραγμός στην ανάπτυξη είναι ότι στην Ελλάδα παραμένει πιο δύσκολο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες να δραστηριοποιηθεί κανείς επιχειρηματικά, επισημαίνει ο Economist, αναφέροντας χαρακτηριστικά την περίπτωση του Ελληνικού.
Οι μεταρρυθμίσεις στο επιχειρηματικό πλαίσιο, το δικαστικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση βρίσκονται στην ατζέντα του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, αλλά οι επικριτές αμφισβητούν τη δέσμευση της κυβέρνησής του, σχολιάζει ακόμα το άρθρο. Όπως αναφέρει μάλιστα, η χώρα κατέγραφε ραγδαία άνοδο στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την επιχειρηματικότητα έως το 2015, όταν ήρθε στην εξουσία το «ριζοσπαστικά αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ» και αντέστρεψε ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις των προκατόχων του.
Καταλήγοντας, ο Economist εκτιμά ακόμα ότι με τις επόμενες εκλογές να πλησιάζουν υπάρχει ο φόβος η ελληνική κυβέρνηση να αναστρέψει ακόμα περισσότερες μεταρρυθμίσεις προκειμένου κερδίσει την υποστήριξη ορισμένων κοινωνικών ομάδων. «Οι οικονομολόγοι υποπτεύονται ότι τόσο οι αγορές όσο και οι πιστωτές δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στους δημοσιονομικούς στόχους που επιδιώκει ο κ. Τσακάλωτος, κάτι που αφήνει σημαντικές και πολιτικά δύσκολες μεταρρυθμίσεις στην άκρη», αναφέρει κλείνοντας.
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου