Τάσος Αβραντίνης
O επαίτης Σακκουλές είναι ένας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος του Τίμου Μωραϊτίνη «Ολόκληρη ζωή». Περιφερόταν στους δρόμους της Αθήνας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και ζητιάνευε. «Ζητιάνευε», τρόπος του λέγειν, καθώς ήταν σοσιαλιστής και ως τέτοιος απαιτούσε με θράσος και φορτικότητα την ελεημοσύνη των άλλων ανθρώπων. Ήταν ιδρυτής της «Σχολής των απαιτητικών» και αξίωνε να του αναγνωριστεί το ...δικαίωμα στην τεμπελιά. Αναρωτιόταν μάλιστα: «– Κοτζάμ Αθήνα και να μη μπορεί να θρέψη ένα τεμπέλη...».
Έχω ξαναγράψει γι’ αυτόν τον τύπο ασχολούμενος με τα δημοσιονομικά θέματα, αναφέροντας ότι πίσω από πολλές αναιτιολόγητες και καλά κρυμμένες δημόσιες δαπάνες του προϋπολογισμού κρύβεται πάντοτε κι ένας πονηρός Σακκουλές ή/και ένας απατεώνας Τζιριτόκωστας, για να θυμηθούμε επίσης και το διάσημο μυθιστόρημα «Ο Ζητιάνος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Τα χρόνια πέρασαν και εκείνη η αρχικά περιθωριακή νοοτροπία που με έξοχο τρόπο ηθογράφησαν οι λογοτέχνες μας παλαιότερα, θεωρώντας την, αφελώς, κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας, ακόμη κι αν δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι κυριάρχησε πλήρως, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί περιθωριακή. Ένα μεγάλο τμήμα των ελλήνων πολιτών ασπάζεται λιγότερο ή περισσότερο τη νοοτροπία των Σακκουλέδων (βλ. λ.χ. περίπτωση δηλώσεων Κρίτωνα Αρσένη).
Ιδίως όμως στον χώρο της εκπαίδευσης η νοοτροπία της θρασύτατης επαιτείας μπορούμε να υποστηρίξουμε με ασφάλεια ότι κυριαρχεί. Θεσμοθετήθηκε με τον αλήστου μνήμης νόμο πλαίσιο της πρώτης «επαναστατικής περιόδου» του ΠΑΣΟΚ (ν. 1268/1982), νόμος που οδήγησε κατά κοινή ομολογία των σοβαρών ανθρώπων σε διάλυση τα ελληνικά Πανεπιστήμια. Βασικός σκοπός εκείνου του νόμου ήταν η ισοπέδωση και η αναξιοκρατία.
Ο σκοπός για δύο και πλέον δεκαετίες επετεύχθη σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μόνο που εκτός από την ισοπέδωση επετεύχθη και η γελοιοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας, με τη δημιουργία, αφενός, στρατιών ψευδοκαθηγητών ΑΕΙ, αφετέρου ψευδοεπιστημόνων-αποφοίτων που δεν κατείχαν πραγματικά πτυχία αλλά μόνο πιστοποιητικά φοίτησης. Το πρώτο συνέβη με την διά νόμου καθηγητοποίηση χωρίς βεβαίως να τηρηθούν οι ακαδημαϊκές προϋποθέσεις και ανεξάρτητα από τα επιστημονικά προσόντα (πολλές φορές χωρίς διδακτορικό) περισσότερων από 5.000 μελών του επονομαζόμενου επικουρικού διδακτικού προσωπικού (ΕΔΠ).
Με τον τρόπο αυτό καλύφθηκαν οι περισσότερες θέσεις ΔΕΠ για τα επόμενα χρόνια και αποκλείστηκε η είσοδος χιλιάδων αξίων επιστημόνων στα ελληνικά Πανεπιστήμια, οι οποίοι στην πλειονότητά τους εγκατέλειψαν τη χώρα. Η περίπτωση των ψευδοπτυχίων της επιθετικής επαιτείας έλαβε χώρα σε συνθήκες ανοιχτής τρομοκρατίας όσων καλών καθηγητών επιχείρησαν να αντισταθούν και επιβράβευσης της πλειονότητας των «φιλικών» προς τους τεμπέληδες φοιτητές καθηγητών. Βλέπετε, μπορεί το πτυχίο των περισσοτέρων αποφοίτων να μην αντιστοιχούσε σε πραγματική γνώση, αλλά ήταν το απαραίτητο τυπικό προσόν για να ικανοποιηθεί η βασική τους επιδίωξη, ο διορισμός τους στο Δημόσιο.
Διαβόητες παραμένουν ως τις μέρες μας το επαίσχυντο «δημοκρατικό 5» και οι εξετάσεις παρωδία. Ο κρυφός σκοπός του νόμου εκείνου ήταν οι επιδόσεις όλων των φοιτητών να συγκλίνουν στο «δημοκρατικό 5». Κι αυτό γιατί κάθε φοιτητής που αρίστευε στο νοσηρό αυτό περιβάλλον και αποκτούσε μια κάπως ικανοποιητική μόρφωση που θα του επέτρεπε να εξελιχθεί σε έναν επιτυχημένο επαγγελματία ήταν μια απώλεια για τη νοοτροπία της εκπαιδευτικής επαιτείας και τον μαρξισμό. Οι περισσότεροι καθηγητές, ακόμη και οι καλοί, δεν τόλμησαν να συγκρουστούν με το κύμα αυτής της ολοκληρωτικής νοοτροπίας και της ισοπέδωσης που είχε ενσκήψει στα πανεπιστήμια, αλλά συμβιβάστηκαν.
Υπήρξαν, θα πρέπει να σημειωθεί, λίγες φωτεινές περιπτώσεις αξίων καθηγητών που προτίμησαν να παραιτηθούν για να αποφύγουν τη συμμετοχή σ’ αυτό το θέατρο της εκπαιδευτικής κατάρρευσης καταγγέλλοντας την γελοιοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων. Δυστυχώς αυτοί υπήρξαν λίγοι, όπως λίγοι ήταν και οι ικανοί καθηγητές που ναι μεν έμειναν στα πανεπιστήμια αλλά δεν συνήργησαν ούτε στιγμή στο διαρκές «έγκλημα» της υποβάθμισης των ελληνικών πανεπιστημίων, αποδεχόμενοι να πληρώσουν το βαρύ τίμημα της γενναίας στάσης τους ανεχόμενοι μεταξύ άλλων τις ύβρεις, τις προσβολές, τους προπηλακισμούς και την ακαδημαϊκή απομόνωση.
Η βλάβη που προκάλεσε στην παιδεία μας ο νόμος πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ υπήρξε ανυπολόγιστη. Σε καμία άλλη χώρα του πολιτισμένου κόσμου δεν υπήρξε τέτοιος εγκληματικά ισοπεδωτικός νόμος, όπως ομολόγησε υπερήφανος ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου: «Είμαστε πραγματικά πρωτοπόροι των πρωτοπόρων στη συμμετοχική δημοκρατία στα ΑΕΙ. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένα ανάλογο πλαίσιο, καμιά ανάλογη δομή στο εξωτερικό».
Ακόμη, χαρακτηριστικό δείγμα της νοοτροπίας της χυδαίας εκπαιδευτικής επαιτείας είναι η εχθρότητα που δείχνουν στην αξιολόγηση οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δασκάλων και καθηγητών. Αξιώνουν ανερυθρίαστα να μην αξιολογηθούν ώστε να μην είναι σε θέση το κράτος, ως εργοδότης τους, αλλά κυρίως οι γονείς και οι μαθητές ως καταναλωτές εκπαιδευτικών υπηρεσιών, να γνωρίζουν ποιο σχολείο είναι καλό και ποιο όχι, ποιος καθηγητής κάνει καλά τη δουλειά του και ποιος όχι. «Μα τότε –αναρωτιέται κανείς–, πώς θα διορθωθούν τα κακώς κείμενα, πώς θα βελτιωθούν όσοι πρέπει να βελτιωθούν και πώς θα ανταμειφθούν όσοι αξίζουν;».
«Να μη διορθωθούν τα κακώς κείμενα, εμείς να μην ξεβολευτούμε και οι τεμπέληδες να μην ενοχληθούν», σου απαντούν. Καλοί και κακοί εκπαιδευτικοί στο ίδιο τσουβάλι, το ίδιο αμειβόμενοι… Το να διδάξει το παιδί σου καλός δάσκαλος στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα επαφίεται μόνο στη θεά Τύχη.
Τις προηγούμενες μέρες ανέκυψε θέμα με υποψήφιο, ο οποίος δεν κατάφερε να περάσει στην αρχιτεκτονική σχολή της επιλογής του επειδή ο βαθμός του στο ελεύθερο σχέδιο υπολειπόταν κατά ένα μέρος της ελάχιστης βάσης εισαγωγής. Με αφορμή αυτή την περίπτωση η αξιωματική αντιπολίτευση, κατεξοχήν –αλλά όχι μόνο–, εκπρόσωπος της νοοτροπίας της εκπαιδευτικής επαιτείας έκανε ολομέτωπη επίθεση στην κυβέρνηση κατηγορώντας την για τη «σφαγή» χιλιάδων υποψηφίων. Τα κριτήρια όμως εισαγωγής δεν τα έθεσε η κυβέρνηση, τα έθεσαν τα ίδια τα ελληνικά Πανεπιστήμια.
Υπενθυμίζω μάλιστα, ότι η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, άρα προστατευόμενη από το Σύνταγμα. Θεμελιώδες στοιχείο της αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων είναι μεταξύ άλλων και ο καθορισμός των προσόντων όσων εισάγονται σ’ αυτά. «Όχι, εμείς διαφωνούμε –σου λένε οι κάθε λογής πολιτικάντηδες Σακκουλέδες και Τζιριτόκωστες– να περνάνε τα παιδιά όπου θέλουν και να κρατάτε και ανοιχτές σχολές-φαντάσματα για όσους θέλουν να έχουν ένα πτυχίο για να μπορούν να διοριστούν κάποτε στο Δημόσιο. Ποιος ενδιαφέρεται για αξιοκρατία και διάφορες τέτοιες αξίες των αστών;».
Ας μην ξεχνάμε το πόσα νέα ΑΕΙ ιδρύθηκαν από το 1982 έως σήμερα. Στην πραγματικότητα η ίδρυση των περισσότερων από αυτά έγινε χωρίς να συντρέχουν ακόμη και οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την ίδρυση ενός πανεπιστημίου. Ο σκοπός της ίδρυσής τους ήταν αποκλειστικά η απορρόφηση περισσότερων εισακτέων και η ικανοποίηση των τοπικών συμφερόντων των πόλεων, στις οποίες ιδρύθηκαν. Στη συνέχεια σαν να μην έφτανε η ίδρυση νέων πανεπιστημίων για να ικανοποιηθεί ο εκπαιδευτικός λαϊκισμός, οι διάφοροι τοπικοί πολιτικάντηδες και τα ποικίλα συντεχνιακά συμφέροντα, έγιναν και τα ΤΕΙ πανεπιστήμια χωρίς βεβαίως να συντρέχουν κατ’ ελάχιστον οι προϋποθέσεις που θα το επέτρεπαν. Με άλλα λόγια βαφτίστηκε το ...κρέας ψάρι.
Η παρούσα κυβέρνηση, ωστόσο, μας έχει δώσει εμπράκτως δείγματα, ότι δεν είναι σύμφωνη με τη νοοτροπία της «επιθετικής εκπαιδευτικής επαιτείας», ενδεικτικές περιπτώσεις της οποίας αναλύσαμε παραπάνω. Το ζήτημα είναι ότι για την αλλαγή αυτής της νοοτροπίας που υποθηκεύει το μέλλον των επομένων γενεών δεν αρκούν κάποιες αποσπασματικές θετικές μεταρρυθμίσεις. Τέτοιες έχουμε άλλωστε δει και στο παρελθόν, κυρίως από τη Μαριέττα Γιαννάκου και την Άννα Διαμαντοπούλου.
Για να σταματήσει ο εκπαιδευτικός μας κατήφορος πρέπει να γίνουν όλες οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις μαζί, να υπάρξει ένα εκπαιδευτικό σοκ που θα ξυπνήσει την ελληνική εκπαίδευση από το κώμα στο οποίο βρίσκεται. Εάν αξίζει κάπου να αναλάβει ένας μεταρρυθμιστής ηγέτης το πολιτικό κόστος, όσο μεγάλο κι αν είναι και να αδιαφορήσει παντελώς για τις συνέπειες, όσο βαρύτατες κι αν είναι για τον ίδιο, είναι ο χώρος της εκπαίδευσης. Γιατί χωρίς καλή εκπαίδευση δεν μπορεί να υπάρξει ανοιχτή και ελεύθερη κοινωνία.
* Ο Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι δικηγόρος και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου