Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Τι είδους αστυνομία θέλουμε;


 Κωνσταντίνος Δούβλης

Η αστυνόμευση είναι πολύ σύνθετη υπόθεση. Από την εποχή των πρώτων αστυνομικών σωμάτων στην αρχαία Ελλάδα ( μη ξεχνάμε ότι ο παγκόσμιος όρος police προέρχεται από την λέξη πολιτεία) μέχρι την ίδρυση της Μητροπολιτικής αστυνομίας του Λονδίνου από τον Sir Robert (bob) Peel, εξ ου και οι «μπόμπηδες», αλλά και τα σύγχρονα σώματα ασφαλείας, το αστυνομικό έργο είχε εγγενείς δυσκολίες.

Η προσπάθεια ρύθμισης και ελέγχου της παραβατικής συμπεριφοράς ειδικά μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας με πλήθος περιορισμών για τα σώματα ασφαλείας (όπως πρέπει) αποτελεί σημαντική πρόκληση για τις αρχές κάθε χώρας. Για κάποιους έχει χαρακτηριστικά αδύνατης αποστολής.

Ο αστυνομικός καλείται να λάβει δύσκολες αποφάσεις με σοβαρότατες συνέπειες για εκείνον και το κοινωνικό σύνολο, και όλα αυτά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ενώ πρέπει να σταθμίσει μεταβλητές που αλλάζουν διαρκώς. Καθήκον του είναι να προστατεύσει την κοινωνία τηρώντας τους Νόμους, ενώ καταδιώκει κακοποιούς που δεν νοιάζονται για την νομιμότητα, ούτε για τις ζωές αθώων πολιτών. Πρέπει να προβλέψει συμπεριφορές για την εκτίμηση των οποίων έχει ελάχιστα στοιχεία και να διαθέτει πάντα ένα plan B για κάθε περίπτωση, ενώ είναι δεδομένο, ότι ο απρόβλεπτος χαρακτήρας της τέλεσης εγκληματικών πράξεων δε μπορεί να προβλεφθεί σε κανένα σχέδιο. Καλείται επίσης, να πάει κόντρα στο ένστικτο επιβίωσης που όλοι διαθέτουμε και να τρέξει προς την πλευρά του προβλήματος, αντί να απομακρυνθεί από αυτό.


Και όλα αυτά με την κοινωνία να παρακολουθεί και να αναλύει την κάθε πράξη του. Και επειδή δεν υπάρχει μια ενιαία κοινωνία κάποιοι θα επαινέσουν, ενώ άλλοι θα αναλύσουν από τον καναπέ για ώρες αποφάσεις που λαμβάνονται μέσα σε δευτερόλεπτα και θα καταδικάσουν…

Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς έχει συμβεί. Ο υπουργός μη θέλοντας να αφήσει σκιές, ορθώς ζήτησε να έχει ολοκληρωθεί ο πειθαρχικός έλεγχος εντός 5ημέρου. Χωρίς λοιπόν να μπούμε στην ουσία μιας υπόθεσης τα στοιχεία της οποίας δεν είναι γνωστά, ας αναλύσουμε κάποιες παραμέτρους, που ίσως διευκολύνουν την κατανόηση ενός συνθέτου φαινομένου.

To περιστατικό στο Πέραμα
Το περιστατικό φαίνεται να ξεκίνησε από ένα σπασμένο παράθυρο που οι αστυνομικοί εντόπισαν σε ένα όχημα. Το «νούμερο ένα» προσόν ενός αστυνομικού, η παρατηρητικότητα, φαίνεται να λειτούργησε. Υπήρχε αυτό που στις ΗΠΑ αποκαλούν probable cause, δηλαδή σοβαρός λόγος να ελεγχθεί ένα όχημα ως ύποπτο. Ο οδηγός αρνείται να υπακούσει στις οδηγίες και προσπαθεί να διαφύγει. Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται.

Όταν ένας πολίτης προσπαθεί να εκφύγει του ελέγχου, η υποψία των αστυνομικών για την ενοχή του, αρχίζει να γίνεται βεβαιότητα. Επίσης, οι αστυνομικοί νιώθουν την εξουσία τους να αμφισβητείται (ίσως και να χλευάζεται) πράγμα που τους εξαγριώνει περισσότερο. Η σύλληψη γίνεται ζήτημα τιμής με το συναίσθημα να παίρνει τα ηνία.

Εύκολα λέμε ότι το συναίσθημα πρέπει να παταχθεί μέσω της εκπαίδευσης (όντως πρέπει), είναι όμως εξαιρετικά δυσχερές να συμβεί εμπράκτως όταν μιλάμε για ανθρώπινες συμπεριφορές που εξελίσσονται με μεγάλη ταχύτητα και σε μη ελεγχόμενο περιβάλλον. Είναι πιο ορθό και εφικτό να απαιτούμε το συναίσθημα να ελεγχθεί, ώστε να γίνει μια πιο ψύχραιμη και επαγγελματική εκτίμηση της κατάστασης. Άλλωστε αυτό που ο αστυνομικός εκλαμβάνει ως αμφισβήτηση της εξουσίας του από έναν κακοποιό, μπορεί να αποδειχθεί, ότι είναι απλώς ένας πιτσιρικάς που δεν έχει δίπλωμα και δεν θέλει να μπλέξει… Εδώ όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα.

Ο οδηγός κάνει κινήσεις εμβολισμού των αστυνομικών κάτι που σίγουρα έχει ανθρωποκτόνο πρόθεση. Η καταδίωξη γίνεται μονόδρομος. Το θέμα των καταδιώξεων (police pursuits) απασχολεί τους ειδικούς της αστυνόμευσης και τις ηγεσίες των σωμάτων ασφαλείας εδώ και πολλά χρόνια. Στις ΗΠΑ μάλιστα έχουν γραφεί άπειρα επιστημονικά άρθρα και έχουν γίνει πολλές αλλαγές στη νομοθεσία και στις αστυνομικές πολιτικές ανάλογα με την άποψη που υιοθετείται από τους κυβερνώντες. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση για το αν οι καταδιώξεις είναι επιτυχημένη πρακτική ή όχι. Η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και κρίνεται από τις ιδιαιτερότητες της. Αν κινδυνεύουν οι ζωές αθώων πολιτών μπορεί να επιλεγεί η παύση μιας καταδίωξης, ενώ αν καταδιώκονται σκληροί κακοποιοί μπορεί να αναληφθεί το ρίσκο της συνέχισης, διότι αυτό που διακυβεύεται ( η απόδραση σκληρών κακοποιών) κρίνεται υψίστης σημασίας.

Επειδή όμως όλα στη ζωή έχουν πρωτίστως συμβολικό χαρακτήρα, πρέπει να ληφθεί υπόψιν και το μήνυμα που περνούν οι αρχές ασφαλείας στους παρανομούντες. Αν ο κακοποιός γνωρίζει για παράδειγμα, ότι οι αρχές έχουν υιοθετήσει a priori μια πολιτική αποφυγής καταδιώξεων είναι εύκολα αντιληπτό, ότι θα το εκμεταλλευτεί προς όφελος του.

Επίσης, αν απαγορευτεί καθολικά στους αστυνομικούς να εμπλέκονται σε καταδιώξεις περνά το μήνυμα, ότι η πολιτεία δε τους εμπιστεύεται και τους θεωρεί ανάξιους να λάβουν σημαντικές αποφάσεις. Αυτό σίγουρα θα οδηγήσει τους αστυνομικούς στον επαγγελματικό κυνισμό.

Στον κυνισμό και στην απαξίωση οδηγεί επίσης όλο το αστυνομικό σώμα η εικόνα αστυνομικών λειτουργών να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στο αυτόφωρο, επειδή έκαναν χρήση των υπηρεσιακών τους όπλων. Δυστυχώς, αυτή η νομική διάταξη πρέπει να αλλάξει. Η λογική ότι ο αστυνομικός πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως οποιοσδήποτε πολίτης, δεν στέκει.

Ο αστυνομικός είναι εκπαιδευμένος και εντεταλμένος από την πολιτεία για να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο. Μέσα στα πλαίσια της αποστολής του είναι η άσκηση νόμιμης βίας, η οποία μπορεί να έχει και τον χαρακτήρα της οπλοχρησίας. Δεν είναι δυνατόν η πολιτεία να του συμπεριφέρεται ως κακοποιό, ασκώντας ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο. Οι πράξεις του πρέπει να κρίνονται από πειθαρχικά συμβούλια και, αν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες, να ασκείται αργότερα ποινική δίωξη.

Στις ΗΠΑ, όταν υπάρχουν περιστατικά πυροβολισμού, επι τόπου σπεύδουν στελέχη του Office of professional standards, ενός πολιτικού μηχανισμού εντός της αστυνομίας που αποτελείται από πολίτες, και ελέγχουν τα δεδομένα παίρνοντας καταθέσεις από τους αστυνομικούς που εμπλέκονται. Αργότερα συνεδριάζουν πειθαρχικά συμβούλια για κρίνουν αν η οπλοχρησία ήταν σύννομη (in policy) και μόνο αν κριθεί μη σύννομη παίρνει η υπόθεση το δρόμο της δικαιοσύνης.

Κλείνω όπως ξεκίνησα. Η αστυνόμευση είναι περίπλοκη, σύνθετη και εξαιρετικά δυσχερής υπόθεση. Υπεραπλουστευμένες λύσεις δεν υπάρχουν και όσοι επιχείρησαν να τις δώσουν διαψεύστηκαν συχνά τραγικά από την ίδια τη ζωή. Η πολιτική και κοινωνική λογοδοσία (accountability) είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ και πολύ ορθά. Ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί η βελτίωση του αστυνομικού έργου, είναι η θεσμοθέτηση διαδικασιών που ελέγχουν μεν τον αστυνομικό, αλλά δεν τον καθιστούν κοινωνικό παρία.

Η παγκόσμια τάση στο ζήτημα της καταδίωξης είναι να ζητείται αιτιολόγηση των δεδομένων από τους αστυνομικούς που βρίσκονται στο πεδίο. Για παράδειγμα, η καταδίωξη ενός οχήματος που τρέχει με υπερβολική ταχύτητα δεν επιβάλλεται, ενώ η καταδίωξη ενός κλεμμένου οχήματος που κατά πάσα πιθανότητα εμπλέκεται σε εγκληματικές ενέργειες, έχει άλλη σημασία.

Όλα αυτά, ενώ προστατεύουμε την προσωπική και επαγγελματική αξιοπρέπεια των ανδρών και γυναικών της αστυνομίας στους οποίους εμείς έχουμε δώσει εντολή να μας προστατεύουν. Η έλλειψη ηθικού στα επαγγέλματα με έντονη κοινωνική διάσταση μπορεί να αποβεί μοιραία. Έχουμε όλοι καθήκον να την αποτρέψουμε. Δύσκολη αποστολή, αλλά πρέπει να πετύχει για την κοινωνία που όλοι οραματιζόμαστε.

* Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης







Δεν υπάρχουν σχόλια: