Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Η ΑΛΒΑΝΙΑ ΩΣ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ


Από : Strategy-Geopolitics.blogspot.com

Η επικειμένη ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου ανοίγει το κουτί της Πανδώρας για την υλοποίηση των σχεδίων του αλβανικού αλυτρωτισμού και τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας». Τα πολύπαθα Βαλκάνια βυθίζονται στη δίνη του εθνικισμού για ακόμη μια φορά με τη κρίση να πλησιάζει επικίνδυνα τα ελληνικά σύνορα.

Οι τρέχουσες εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης του Κοσσυφοπεδίου αντανακλούν τις αδυναμίες του βαλκανικού υποσυστήματος ασφάλειας που χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση συγκρουσιακών πολιτικών και την αποσταθεροποιητική εμπλοκή εξωβαλκανικών παραγόντων. Η νέα απειλή ανάφλεξης της περιοχής σχετίζεται με τον αλβανικό αλυτρωτισμό που οραματίζεται τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας», τη συνένωση όλων των περιοχών των γειτονικών κρατών όπου κατοικούν αλβανόφωνοι πληθυσμοί (Κοσσυφοπέδιο, νοτιοδυτικές περιοχές Σερβίας και Μαυροβουνίου, δυτική πλευρά της πΓΔΜ) ή θεωρούν ότι τους ανήκουν ιστορικά (περιοχές της βορειοδυτικής Ελλάδας). Το σχέδιο της «Μεγάλης Αλβανίας» προωθείται από τη κυρίαρχη πολιτική ελίτ των Τιράνων, την αλβανική διασπορά, εξτρεμιστές του Κοσσυφοπεδίου αλλά και κύκλους του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου. Όλα πάντως θα κριθούν από το τελικό καθεστώς που θα προκύψει στο Κοσσυφοπέδιο.
Τα βαθύτερα αίτια της σημερινής κατάστασης πρέπει να αναζητηθούν στο ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής. Οι Αλβανοί ήταν από τους τελευταίους λαούς που δημιούργησαν δικό τους κράτος σε εδάφη της βαλκανικής χερσονήσου εξαιτίας της καθυστερημένης εθνικής τους αφύπνισης, που εκδηλώθηκε προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1878 οι Αλβανοί της Πρισρένης του Κοσσυφοπεδίου ιδρύσαν τον «Αλβανικό Σύνδεσμο» με σκοπό τη προάσπιση των αλβανικών εδαφών και την αυτονόμηση τους έναντι της Υψηλής Πύλης. Η δημιουργία αλβανικού κράτους με την έναρξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου εξυπηρετούσε ζωτικά συμφέροντα της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες και καθόρισαν τα σύνορά του αφήνοντας σκόπιμα έξω από την επικράτειά του αλβανικούς πληθυσμούς, αποτελώντας έτσι μια μόνιμη πηγή αστάθειας για την ευρύτερη περιοχή. Η Ιταλία φοβόταν τον έλεγχο των Στενών του Οτράντο από την Ελλάδα ενώ η Αυστροουγγαρία ήθελε να αποκόψει τη Σερβία από ενδεχόμενη έξοδό της στην Αδριατική. Αντιθέτως, Ρωσία και Γαλλία υποστήριζαν την έξοδο της Σερβίας στην Αδριατική, θεωρώντας ότι ο αλβανικός εθνικισμός ήταν κατασκεύασμα της Βιέννης.
Τελικά με τις ρυθμίσεις του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου στις 29 Ιουλίου 1913 αποφασίστηκε η δημιουργία μιας «κυρίαρχης, κληρονομικής και ουδέτερης ηγεμονίας» με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα σύνορα της Αλβανίας επικυρώθηκαν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας αφού καθορίστηκαν με πλημμελή έρευνα χωρίς τη διερεύνηση της εθνικής ταυτότητας των πληθυσμιακών ομάδων που διαβιούσαν στο εσωτερικό της. Η Σερβία αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη πόλη της Σκόδρας με αντάλλαγμα το Κοσσυφοπέδιο ενώ η Ελλάδα, μπροστά στη συνδυασμένη αυστροουγγρική και ιταλική αντίδραση, στερήθηκε περιοχές όπου το ελληνορθόδοξο στοιχείο κυριαρχούσε. Ωστόσο το πρόβλημα της χάραξης των συνόρων συνέχιζε να υφίσταται μέχρι το 1925, δημιουργώντας έτσι τις πρώτες σπίθες του αλβανικού αλυτρωτισμού.


Η ΑΛΒΑΝΙΑ ΠΡΟΠΥΡΓΙΟ ΕΞΩΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Η Αλβανία πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα είτε σε απομόνωση είτε σε εξάρτηση με κάποια Μεγάλη Δύναμη που έβλεπε το αλβανικό κράτος ως απαραίτητο προγεφύρωμα για τη διείσδυση στο γεωπολιτικό χώρο των Βαλκάνιων τόσο για τον έλεγχο όσο και για την αποσταθεροποίησή του.
Στις 7 Απριλίου 1939 η Ιταλία αποβίβασε ισχυρά στρατεύματα στην Αλβανία και την κατέλαβε χωρίς αντίσταση. Ως αφορμή για την επίθεση τον Οκτώβριο του 1940 κατά της Ελλάδος, η Ιταλία προέβαλε τη καταπίεση της «μειονότητας των Τσάμηδων». Για άλλη μια φορά η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιούνταν προκειμένου να δικαιολογηθούν αλυτρωτικές πολιτικές. Οι Τσάμηδες, σύμφωνα με την Έκθεση Μικτής Επιτροπής της ΚτΕ του 1923, ήταν μουσουλμάνοι με μητρική γλώσσα τα αλβανικά που είχαν διαφοροποιηθεί από το ντόπιο πληθυσμό και «ως έχων τουρκική καταγωγή και συνείδηση» υπήρχε η δυνατότητα να συμπεριληφθούν στην ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδος-Τουρκίας (συμφωνίες 1923). Η εξαίρεση των Τσάμηδων από τις ανταλλαγές πληθυσμών στα πλαίσια της Συνθήκης της Λωζάννης αποτελεί την αρχή του προβλήματος. Η Αλβανία είχε θέσει εντωμεταξύ με ιταλική υποστήριξη το θέμα των Τσάμηδων στη ΚτΕ προς επίλυση το 1928, λόγω της «κρισίμου κατάστασης» στην οποία είχε περιέλθει η «αλβανική μειονότητα» ενώ είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να προκαλέσει την ένοπλη εξέγερσή τους. Κατά τη περίοδο της Κατοχής, οι Τσάμηδες διέπραξαν εγκλήματα σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού με τη δημιουργία ληστοσυμμοριών. Με τη λήξη του πολέμου οι Τσάμηδες αποχώρησαν μαζί με τα κατοχικά στρατεύματα προς την Αλβανία με πλήθος κλοπιμαίων. Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες δικαστήκαν ερήμην και καταδικάσθηκαν εις θάνατον, στέρηση ιθαγένειας και δήμευση -τυχόν- περιουσίας τους υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Front National Cilimitar (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) που ελεγχόταν από κομμουνιστές κέρδισε με τη βοήθεια γιουγκοσλάβων παρτιζάνων τη πρωτοκαθεδρία στον ανταρτοπόλεμο κατά των δυνάμεων του Άξονα. Ο Εμβέρ Χότζα ανέλαβε την ηγεσία του Αλβανικού Κόμματος Εργατών, στο καταστατικό του οποίου είχε απαλειφθεί ο όρος «κομμουνισμός» ενώ αντιθέτως προβάλλονταν εθνικιστικές διεκδικήσεις μέσω της επίκλησης του ιδανικού της «εθνικής ανεξαρτησίας».
Με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, τα Τίρανα σε κατάσταση πλήρους δορυφοριοποίησης από τη γειτονική Γιουγκοσλαβία ήρθαν σε ανοικτή ρήξη με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Οι σχέσεις της επιδεινώθηκαν περαιτέρω με το «επεισόδιο της Κέρκυρας» και το Νοέμβριο του 1946 η Ουάσιγκτον ανακάλεσε τη διπλωματική της αποστολή από την Αλβανία, η οποία ήταν το μοναδικό κράτος της ευρωπαϊκής ηπείρου που απέρριψε το Σχέδιο Μάρσαλ. Το 1949 η Αλβανία εισήλθε σε μια περίοδο σοβιετικής εξάρτησης και με άξονα «τα υγιή μαρξιστικά-λενινιστικά πρότυπα» εξαπέλυσε ανηλεή διωγμό στις θρησκευτικές κοινότητες, αρχικά στη μικρή μειονότητα καθολικών και αργότερα στις πολύ μεγαλύτερες κοινότητες μουσουλμάνων και Ορθόδοξων χριστιανών. Η καταδίκη των σταλινικών πρακτικών από το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το Φεβρουάριο του 1956 και οι ανησυχίες του αλβανικού καθεστώτος για επικείμενο διαμελισμό της χώρας από τη Γιουγκοσλαβία έστρεψαν το Χότζα στη δημιουργία μετώπου κατά του Τίτο από κοινού με τη Τσεχοσλοβακία και τη Βουλγαρία. Η αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας της Μόσχας στο ανατολικό μπλοκ εξόργισε σε τέτοιο βαθμό τον Χρουστσόφ που το Φεβρουάριο του 1956 προέτρεψε τον αλβανικό λαό να ανατρέψει την ηγεσία του. Οι σχέσεις των δύο χωρών έφτασαν στο ναδίρ στις 3 Δεκεμβρίου 1961 με τη διακοπή των μεταξύ τους διπλωματικών σχέσεων. Τα Τίρανα απέλασαν αστραπιαία όλους τους σοβιετικούς συμβούλους, προχώρησαν σε επιστράτευση εφέδρων και έκλεισαν τη ναυτική βάση του Αυλώνα, κατάσχοντας μάλιστα όλο το στρατιωτικό υλικό σοβιετικής προέλευσης που υπήρχε εκεί.
Η Αλβανία έπαυσε να είναι μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και στράφηκε προς τη Κίνα για να αμβλύνει το αίσθημα ανασφάλειας από πιθανολογούμενη σοβιετική εισβολή. Η απόφαση όμως της Κίνας να εγκαταλείψει τη στάση απομονωτισμού της και η επίσκεψη Τίτο στο Πεκίνο το 1977, αντιμετωπίστηκε ως απειλή καθώς τα Τίρανα υποστήριζαν ανοιχτά το αίτημα του αλβανικού πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου για τη συνταγματική αναβάθμιση της περιοχής. Έτσι η Αλβανία οδηγήθηκε στην πλήρη απομόνωση μέχρι και τη κατάρρευση του διπολικού συστήματος. Το σκληρότερο ίσως κομμουνιστικό καθεστώς στο κόσμο μετά από μισό αιώνα διακυβέρνησης, έδινε τη θέση του στο χάος και την αναρχία.


ΤΟ ΚΟΣΣΟΒΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ

Το Κοσσυφοπέδιο είναι το κλειδί των γεωπολιτικών εξελίξεων στα Δυτικά Βαλκάνια καθώς αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο της αλβανικής και της σερβικής εθνικής ταυτότητας. Η περιοχή έχει τεράστια ιστορική, πολιτιστική και συναισθηματική σημασία για τους δυο λαούς. Η κρίση της δεκαετίας του 1990 ήταν η συνέπεια της πόλωσης που επέφερε η σύγκρουση δυο αντίπαλων εθνικισμών: του αλβανικού και του σερβικού.
Ο θάνατος του Τίτο το 1980 έδωσε το έναυσμα για τις για τις πρώτες μαζικές διαδηλώσεις υπέρ της αναγνώρισης «Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου» που κατεστάλησαν βίαια από τις σερβικές αρχές. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία το 1990 καθώς η σερβική κυβέρνηση τροποποίησε το σύνταγμα της χώρας, αφαιρώντας τη νομική βάση της αυτονομίας του Κοσσυφοπεδίου. Το Νοέμβριο του 1991 μετά από επεισόδια μεταξύ Σέρβων και Αλβανών συνοριακών φρουρών, τα Τίρανα αναγνωρίσαν επίσημα τη «Δημοκρατία του Κοσσυφοπεδίου» ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, ελπίζοντας ότι η πρωτοβουλία αυτή θα πίεζε τη διεθνή κοινότητα προς αυτή τη κατεύθυνση. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα για να ανέλθει το 1992 στην εξουσία που διακήρυττε ότι ένας από τους στόχους του κόμματος ήταν ο αγώνας για να πραγματοποιηθεί το μεγάλο όνειρο του αλβανικού έθνους. Αρωγοί σε αυτή τη προσπάθεια του Μπερίσα στάθηκαν οι ιδιαίτερα δραστήριοι απόδημοι Αλβανοί της Ελβετίας, της Γερμανίας και των ΗΠΑ, που διαμόρφωσαν αντισερβικό κλίμα στο εξωτερικό και συγκέντρωσαν χρήματα και οπλισμό για τον επικείμενο «απελευθερωτικό αγώνα». Οι Αλβανοί της διασποράς ήταν οι σημαντικότεροι χρηματοδότες του Μπερίσα και αποτέλεσαν τη βάση στρατολόγησης του UCK, καθώς θεωρούνται οι πλέον σκληροπυρηνικοί εθνικιστές. Στις ΗΠΑ το Εθνικό Αλβανο-αμερικανικό Συμβούλιο (NAAC) διατηρεί στενές σχέσεις με μέλη του Κογκρέσου και υποστήριξε την υποψηφιότητα του Ουέσλεϊ Κλαρκ για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2004. Τόσο ο στρατηγός Κλαρκ όσο και οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ και Μαντλίν Ολμπράιτ υπήρξαν από τους θιασώτες της ΝΑΤΟϊκής επίθεσης κατά της Σερβίας το 1999.
Η πολυεθνική ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ που εγκαταστάθηκε στο Κοσσυφοπέδιο (UNMIK) σύμφωνα με την απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να προστατεύσει αποτελεσματικά το σερβικό πληθυσμό ούτε να πατάξει το οργανωμένο έγκλημα. Κάτω από τα απαθή βλέμματα των δυνάμεων της UNMIK και της KFOR, το Κοσσυφοπέδιο έχει μετατραπεί σε μια «μαύρη τρύπα» στην καρδιά της βαλκανικής χερσονήσου όπου ανθεί το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων. Η αλβανική μαφία είναι τόσο ισχυρή που θεωρείται ότι έχει διαφθείρει αρκετά στελέχη της UNMIK ενώ αποτελεί και βασικό χρηματοδότη του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (ΑΝΑ). Σκοπός της εγκληματικής και εξτρεμιστικής αυτής οργάνωσης, όπως έχει χαρακτηριστεί επίσημα από το State Department, είναι «η δημιουργία αλβανικού κράτους για όλους τους Αλβανούς» στους πέντε τομείς ενδιαφέροντος: τη κοιλάδα του Πρέσεβο (νότια Σερβία), το Μαυροβούνιο, τη πΓΔΜ, το Κοσσυφοπέδιο και την Ελλάδα. Ο ΑΝΑ ιδρύθηκε στα τέλη του 1999 με το βασικό του πυρήνα να αποτελείται από εμπειροπόλεμα πρώην στελέχη του UCK. Το στρατηγείο του μεταφέρθηκε από τη βόρειο Αλβανία στο Κοσσυφοπέδιο όπου παρέχεται μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.


Η ΑΠΕΙΛΗ ΔΙΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΠΓΔΜ

Η πΓΔΜ έφθασε στα πρόθυρα του διαμελισμού δέκα χρόνια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της (1991) από τη δράση Αλβανών εθνικιστών. Η αλβανική μειονότητα της χώρας, φανατικά πιστή στο Ισλάμ και στο όραμα της «Μεγάλης Αλβανίας», προσπάθησε να επιτύχει την αυτονόμηση των περιοχών της, θέτοντας εξαρχής αιτήματα στη κυβέρνηση των Σκοπίων όπως αναγνώριση και χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου του Τέτοβου, αναγνώριση ως ισότιμης της αλβανικής γλώσσας και εκπροσώπηση των Αλβανών στις δημόσιες υπηρεσίες και τις ένοπλες δυνάμεις καθώς και το δικαίωμα ανάρτησης αλβανικών σημαιών. Το Φεβρουάριο του 1997 εκλέχτηκε στη πόλη του Τέτοβου ο πρώτος Αλβανός δήμαρχος, ο Αλαϊντίν Ντεμίρι, ο οποίος προεκλογικά διεκήρυττε ότι «με αλβανικό αίμα και ισλαμικό πνεύμα, το Τέτοβο ανήκει στους Αλβανούς» . Τα μεγάλα κύματα προσφύγων από το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο που κατέφυγαν στη πΓΔΜ το 1999 ενίσχυσαν την αλβανική μειονότητα της χώρας, που αποτελούσε ήδη το 23% του πληθυσμού.
Στις αρχές του 2001 ξέσπασαν οι πρώτες συγκρούσεις Αλβανών ανταρτών του ΑΝΑ με τις δυνάμεις ασφαλείας της πΓΔΜ. Ο ηγέτης του ακραίου Δημοκρατικού Κόμματος Αλβανών (DPA) Άρμπεν Τζαφέρι δε δίστασε να αποκαλύψει ότι όλα τα αλβανικά πολιτικά κόμματα στα Σκόπια και το Κόσσοβο έχουν κοινή στρατηγική για το «αλβανικό ζήτημα»: ανεξαρτησία για το Κοσσυφοπέδιο και αυτονομία για τις αλβανόφωνες δυτικές περιοχές της πΓΔΜ. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση των ένοπλων Αλβανών ήταν ανεπιτυχείς και ουσιαστικά, η διάλυση των Σκοπίων αποφεύχθηκε ύστερα από τις διεθνείς πιέσεις και ιδιαίτερα από την παρέμβαση των ΗΠΑ υπέρ του απαραβίαστου των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας της πΓΔΜ. Παρά την αποστολή διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης για τον αφοπλισμό των ανταρτών, οι Αλβανοί κατάφεραν να διατηρήσουν τον οπλισμό τους. Η κυβέρνηση των Σκοπίων, αν και θέλησε να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πολέμου, αποδέχθηκε μετά από πιέσεις της διεθνούς κοινότητας τη συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή των δυο μεγαλύτερων αλβανικών κομμάτων και αποστολή τη διεξαγωγή διαλόγου για την επίλυση των προβλημάτων των μειονοτήτων.
Οι διαπραγματεύσεις των δυο πλευρών κατέληξαν στην υπογραφή της Συμφωνίας της Αχρίδας το Σεπτέμβριο του 2001, η οποία σηματοδότησε το τέλος της πΓΔΜ ως ενιαίου εθνικού κράτους. Επί της ουσίας, η πΓΔΜ απέκτησε ένα ιδιότυπο καθεστώς συνομοσπονδίας και ένας νέος γύρος ένοπλης αντιπαράθεσης είναι ορατός. Ο αποκλεισμός των αλβανοφώνων από τη νέα κυβέρνηση που προέκυψε από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές απειλεί με νέα κρίση τα Σκόπια. Το μέλλον της χώρας παραμένει αβέβαιο και θα εξαρτηθεί από το τελικό καθεστώς που θα προκύψει στο Κοσσυφοπέδιο.


Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Η Τουρκία επιδεικνύει έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην Αλβανία και επιχειρεί μέσω αυτής διείσδυση στα Βαλκάνια σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η αλβανο-τουρκική προσέγγιση μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά κοινών θέσεων σε ζήτημα που αφορούν στις εξελίξεις στη νοτιοανατολική Ευρώπη, όπως η κοινή θέση στο θέμα του Κόσσοβου, η ιστορική αντιπαλότητα με Ελλάδα και Σερβία και οι θρησκευτικοί δεσμοί μεταξύ δύο μουσουλμανικών κρατών. Η Άγκυρα υποστηρίζει την ύπαρξη μειονότητας στο Κόσσοβο τουλάχιστον 60.000 τουρκόφωνων μέσω της «Δημοκρατικής Ένωσης Τούρκων του Κοσσυφοπεδίου», η οποία διεκδικεί την αναγνώριση της τουρκική ως τρίτης επίσημης γλώσσας στην περιοχή.
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ντεμιρέλ επισκέφθηκε το 1992 τα Τίρανα για την υπογραφή συμφώνου φιλίας και συνεργασίας που περιελάμβανε οικονομική συνεργασία μέσω τουρκικών επενδύσεων στη χώρα καθώς και υποτροφίες για τις σπουδές Αλβανών αξιωματικών στις στρατιωτικές ακαδημίες της Τουρκίας. Με αρωγή της Τουρκίας τα Τίρανα συμμετείχαν σε συνέδριο κορυφής της Παρευξεινίου Συμφωνίας και κατέστησαν πλήρες μέλος της Ισλαμικής Διάσκεψης. Το 1993 το Δημοκρατικό Κόμμα του Μπερίσα ενισχύθηκε οικονομικά από τη τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας Τσιλέρ, οπότε και φημολογείται η διείσδυση της τουρκικής μαφίας σε αλβανικό έδαφος με κύριες δραστηριότητες τις παρατράπεζες και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών.
Το 1994 υπογράφηκε στην Άγκυρα αμυντική συμφωνία βάσει της οποίας «σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης από τρίτη χώρα τα δύο μέρη θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προς ανάσχεση όλων των συνεπειών που αυτή θα δημιουργήσει επωφελούμενοι και από τις δυνατότητες που παρέχονται από τους διεθνείς οργανισμούς», ενώ παράλληλα τέθηκαν οι βάσεις για συνεργασία σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών. Οι επιθέσεις αλβανικών συμμοριών στη Κέρκυρα τα έτη 1996 και 1997 αποκάλυψαν τις διασυνδέσεις της τουρκικής ΜΙΤ με την αλβανική μαφία. Η Αλβανία χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων ως πύλη εισόδου για διοχέτευση ναρκωτικών και πλαστών χαρτονομισμάτων που εκδίδονται στη Τουρκία. Η συνεργασία επεκτάθηκε και στο τομέα της παιδείας με τη λειτουργία τουρκικού κολλεγίου, του μοναδικού ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος στην Αλβανία μέχρι εκείνη τη περίοδο, όπου διδάσκεται η τουρκική γλώσσα με πλαίσιο λειτουργίας τον ισλαμικό νόμο (Saryah). Το ίδιο διάστημα η αλβανική κυβέρνηση αρνείτο να επιτρέψει τη δημιουργία ιδιωτικών ελληνικών σχολείων.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του Κοσσυφοπεδίου το 1999, η Άγκυρα υιοθέτησε πλήρως τις αλβανικές θέσεις για την περιοχή και συμμετείχε στις πολεμικές αποστολές του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας με αριθμό μαχητικών αεροσκαφών. Το 2000 εγκαινιάστηκε παρουσία του Τούρκου Α/ΓΕΕΘΑ Κιβρίκογλου και του υπουργού Άμυνας Τσακμάκογλου η μεγάλη ναυτική βάση της Πανόρμου στον Αυλώνα, η οποία ολοκληρώθηκε με δαπάνη και τεχνική βοήθεια από τη Τουρκία και έχει δυνατότητες ελλιμενισμού μεγάλου αριθμού πλοίων, κέντρου εκπαίδευσης και ναυπηγείου, ολοκληρώνοντας έτσι τη στρατηγική προσέγγιση της Αλβανίας.


ΑΣΥΜΜΕΤΡΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας εξακολουθούν να σκιάζονται από προβλήματα με κυριότερο σημείο τριβής το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου με τη συνεχιζόμενη καταπίεση των δικαιωμάτων της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας και τη καταστροφή της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Ως αντίβαρο, τα Τίρανα προωθούν τη προπαγάνδα περί Τσαμουριάς και ενισχύουν τους εξτρεμιστές που οραματίζονται τη «Μεγάλη Αλβανία» με σύνορα μέχρι τη Πρέβεζα. Η ψήφιση νόμου από την Αλβανική Βουλή, σύμφωνα με τον οποίον ορίζεται η 28η Ιουνίου ως «Ημέρα Γενοκτονίας των Τσάμηδων από τους Έλληνες», επισημοποίησε τις διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος. Οι φήμες περί δημιουργίας «Απελευθερωτικού Στρατού Τσαμουριάς» (Ushtria Clirimtare e Camerise/UCC) το 1999 επιβεβαιωθήκαν από αναφορές της ΕΥΠ που είδαν το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με αυτές, έχουν σχηματιστεί ολιγομελείς πυρήνες κυρίως στη βόρειο Ελλάδα, με σκοπό τη διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου και δολιοφθορών. Ο οπλισμός τους φυλάσσεται σε κρύπτες που βρίσκονται διασπαρμένες σε όλη την επικράτεια ενώ βασική δεξαμενή στρατολόγησης θεωρούνται φανατικοί Αλβανοί που διαμένουν παράνομα στην Ελλάδα. Τα σενάρια που εμφανίστηκαν στο διεθνή Τύπο και ήθελαν τον UCC να αναλαμβάνει δράση κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της μαύρης προπαγάνδας περί «καταπίεσης των Τσάμηδων».
Τα εγκληματικά δίκτυα και η λαθρομετανάστευση που ευνοούνται από τον ελλιπή διασυνοριακό έλεγχο δεν είναι οι μόνες ασύμμετρες απειλές που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στα βόρεια σύνορά της. Η δράση ισλαμικών οργανώσεων εξαπλώνεται στο βαλκανικό χώρο με την ανέγερση τζαμιών, ισλαμικών σχολείων και ιδρυμάτων, κυρίως με σαουδαραβικά κεφαλαία. Το καθεστώς Μπερίσα διαμόρφωσε τις συνθήκες για τη μετατροπή της γειτονικής Αλβανίας από το πρώτο αθεϊστικό κράτος του κόσμου σε ορμητήριο του ισλαμικής τρομοκρατίας. Η ένταξη της χώρας στην Ισλαμική Διάσκεψη, η χορήγηση της αλβανικής υπηκοότητας σε πολλούς Άραβες φονταμενταλιστές και η παρουσία αρκετών εξ’αυτών στις τάξεις του UCK κατά τη κρίση του Κοσσυφοπεδίου το 1999 δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμό. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο Μπιν Λάντεν έχει επισκεφθεί την Αλβανία το 1994, ιδρύοντας μάλιστα και τράπεζα μέσω της οποίας χρηματοδοτούσε οργανώσεις-βιτρίνες για τη στρατολόγηση φανατικών οπαδών. Σύμφωνα με αμερικανικές πηγές μετά την 11η Σεπτεμβρίου, βάσεις εκπαίδευσης ισλαμιστών τρομοκρατών έχουν εντοπιστεί σε Βοσνία και Κοσσυφοπέδιο.
Παράλληλα δε πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο της κατάρρευσης του αλβανικού κράτους, όπως συνέβη το 1997 με τη γνωστή απάτη των «πυραμίδων». Η αλβανική κοινωνία διχάστηκε βαθιά και λίγο έλειψε να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Βορρά-Νότου, με τον Μπερίσα να υπαινίσσεται ότι η ελληνική μειονότητα ήταν υπεύθυνη για τη κατάσταση αναρχίας που επικρατούσε. Οι αναταραχές ήταν τόσο εκτεταμένες όπου σύμφωνα με δήλωση του αρχηγού των αλβανικών ενόπλων δυνάμεων τον Οκτώβριο του 1997 (επί σοσιαλιστικής κυβέρνησης Νάνο), το προηγούμενο καθεστώς Μπερίσα σχεδίαζε να ρίξει από αεροπλάνα χημικά όπλα για να καταστείλει την εξέγερση στο Νότο! Η Αλβανία διατηρούσε μεγάλη ποσότητα χημικών όπλων παρά την υπογραφή της συνθήκης για τη μη διάδοση τους το 1994, επιβεβαιώνοντας έτσι τις αναφορές ότι μαζί με τη λεηλασία των αποθηκών οπλισμού του αλβανικού στρατού, είχαν κλαπεί και χημικά όπλα.
Η κύρια απειλή ωστόσο προέρχεται από το δημογραφικό δυναμισμό των Αλβανών. Συγκριτικά με τους κατοίκους της Αλβανίας που υπολογίζονται σήμερα σε 3,5 εκατομμύρια, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου παρουσιάζουν εκρηκτικό ρυθμό αύξησης. Ο αλβανικός πληθυσμός των Βαλκανίων εκτιμάται σήμερα σε 5,5-6 εκατομμύρια και το 2050 αναμένεται φτάσει τα 8 εκατ., ισορροπώντας έτσι τους υπολοίπους βαλκανικούς λαούς (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία). Ο συνδυασμός του δημογραφικού καλπασμού των Αλβανών και της πληθυσμιακής συρρίκνωσης των σλαβικών πληθυσμών αποτελεί το σημαντικότερο όπλο για τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας». Οι δηλώσεις Μπερίσα το Νοέμβριο του 2005, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να ανακηρυχθούν σε «εθνικές μειονότητες» όλες οι αλβανικές κοινότητες μεταναστών που ζουν σε γειτονικά κράτη, δείχνουν τη κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η Αλβανία στο εγγύς μέλλον.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Αλβανία, ένα κράτος που από τη δημιουργία του αποτελούσε προπύργιο εξωβαλκανικών συμφερόντων (buffer-state), εισέρχεται στη τελευταία φάση της εθνικής της ολοκλήρωσης, απειλώντας με νέα αποσταθεροποίηση τη Χερσόνησο του Αίμου. Παρά τις εξαγγελίες για ενσωμάτωση στις ευρωατλαντικές δομές, ο εθνικισμός φαίνεται ανίκανος να αντικατασταθεί από πολιτικά και οικονομικά ανταλλάγματα που ευαγγελίζονται οι ελίτ. Η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει την ακεραιότητα της πΓΔΜ για να αποτραπεί ο επιζήμιος για τα εθνικά της συμφέροντα διαμελισμός προς όφελος της Αλβανίας και της Βουλγαρίας και να στηρίξει την αναβάθμιση της Σερβίας στους βαλκανικούς συσχετισμούς. Το αβέβαιο μέλλον της περιοχής πρέπει να βρει την Ελλάδα έτοιμη και αποφασισμένη να προασπίσει με κάθε μέσο τα εθνικά της συμφέροντα και κυρίως τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) Κωφός Ευάγγελος: Το Κοσσυφοπέδιο και η αλβανική ολοκλήρωση, Παπαζήσης, Αθήνα, 1998.
(2) Costa Nicolas: Albania - α European enigma, Columbia University Press, New York, 1995.
(3) Vickers Miranda, Pettifer James: Albania - From Anarchy to a Balkan Identity, Hurst & Company, London, 1997.
(4) Kola Paulin: The Myth of Greater Albania, New York University Press, New York, 2003.

(Το άρθρο δημοσιεύθηκε σε περιοδικό του αμυντικού Τύπου το Δεκέμβριο του 2006).


Πηγή : Strategy-Geopolitics.blogspot.com

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: