Κατά γενική αναγνώριση, η 28η Οκτωβρίου 1940 αποτελεί περίοπτο σταθμό στη μακραίωνη διαδρομή της Ελληνικής Ιστορίας και τους επικούς αγώνες της φυλής ενάντια στη βία και τη βαρβαρότητα. Η ιταλική «Μεγάλη Ιδέα» υπό την μορφή της αναγόρευσης της Μεσογείου σε «Mare Nostrum» επλανάτο από μακρού στον ορίζοντα. Ο Μουσολίνι, ωστόσο, συνέχισε τη σχετική πολιτική των προκατόχων του πολύ πιο δραστήρια. Ο δε κίνδυνος για την Ελλάδα κατέστη έκδηλος, αφότου οι Ιταλοί, στις 7 Απριλίου 1939, κατέλαβαν «αιφνιδιαστικά» την Αλβανία – επιδοθέντες εν συνεχεία, κατά διαστήματα, σε προκλητικές εις βάρος μας ενέργειες. Η απειλή, όμως, αποκαλυπτόταν ιδιαίτερα στυγνή με την επίδοση τις πρωϊνές ώρες της 28 Οκτωβρίου 1940 του ιταμού τελεσιγράφου από τον Ιταλό πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. O οποίος, διερμηνεύοντας την από καιρό διαμορφωθείσα ομόφωνη απόφαση του Έθνους, το απέρριψε ασυζητητί με τη γνωστή φράση «Αlors, c' est. la guerre » (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο). Ήτοι αντιτάσσοντας το κοσμοϊστορικό «Όχι». Ο εθνεγερτήριος παιάνας των αρχαίων προγόνων μας «Ίτε παίδες Ελλήνων...» αντηχεί στους αιθέρες. Η οργή του ελληνικού λαού για τις προηγηθείσες αυθάδεις προκλήσεις των Ιταλών φασιστών, με κορυφαία τον άνανδρο τορπιλισμό της «Έλλης» μας στις 15 Αυγούστου, κατά την εορτή της θεομήτορος στην Τήνο, γαλβάνισε την εθνική ομοψυχία και τη μετουσίωσε σε ορμή και πάθος για τη ν ί κη.
Η εξοπλιστική προσπάθεια
Αλλά ας έλθουμε στο κυρίως θέμα μας, αρχίζοντας με την προς πόλεμο προπαρασκευή. Χάριν της ιστορικής αλήθειας πρέπει να διαπιστωθεί ότι, κατά τα έτη 1923 έως 1935, η κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου (1924-1925) και, κυρίως, το καθεστώς Στρατηγού Πάγκαλου (1925-1926) είχαν καταβάλει αξιόλογες προσπάθειες στον τομέα των εξοπλισμών. Ωστόσο, κατά την πενταετία 1927-32, οι στρατιωτικές μας δαπάνες μειώθηκαν δραστικά, σε σημείο που η αναλογία έναντι εκείνων των επίβουλων γειτόνων μας περιορίσθηκε σε 1:3 έως και 1:4. Με την τότε κυβέρνηση να προβάλλει ως δικαιολογία για την παραμέληση των στρατιωτικών εξοπλισμών το επιχείρημα ότι η κυρία προσπάθεια της χώρας απέβλεπε στη διπλωματική της ισχυροποίηση και στην οικονομική της ανόρθωση. Εν συνεχεία, όμως, η μερική επιστράτευση που πραγματοποιήθηκε κατά τα σοβαρά πολιτικο-στρατιωτικά κινήματα της 6ης Μαρτίου 1933 και της 1ης Μαρτίου 1935 απεκάλυψε δυστυχώς τη γυμνότητα μας σε εφόδια και υλικά.
Κατά την τετραετία 1936- 40 διετέθησαν από εθνικούς πόρους πιστώσεις ύψους 15,7 δισεκατομμυρίων δραχμών – δηλαδή ποσό υπέρ πενταπλάσιο των διατεθέντων κατά τη δωδεκαετία 1923-35 3 δις. δρχ.. Και ναι μεν, παρέμεναν σοβαρές ελλείψεις πολεμικού υλικού – οφειλόμενες κυρίως στην απροθυμία ικανοποίησης των προπληρωθεισών παραγγελιών μας από τις προμηθεύτριες χώρες, εξαιτίας των προβλημάτων που οι ίδιες οι τελευταίες αυτές αντιμετώπιζαν τότε. Πλην όμως οι σημαντικές αυτές πιστώσεις, σε συνδυασμό με τις καταβληθείσες άοκνες προσπάθειες, επέτρεψαν, από τη μια, την έγκαιρη κινητοποίηση των προβλεπομένων από το Σχέδιο Επιστρατεύσεως δέκα έξι μεραρχιών και έξι ταξιαρχιών, και, από την άλλη, την κατασκευή, κατά το μείζον μέρος της, της απαραίτητης έναντι της Βουλγαρίας οχυρώσεως – της γνωστής ως «Γραμμής Μεταξά». Κρίνεται δε σκόπιμο να επισημανθεί εδώ, ότι μέχρι τον Απρίλιο του 1939 ως εν δυνάμει αντίπαλος εθεωρείτο μόνον η Βουλγαρία. Διό και τα πολεμικά μας σχέδια μέχρι το 1939 αντιμετώπιζαν μόνον την εκ Βουλγαρίας (Β) απειλή.
Όσον αφορά, εξ άλλου, στο Πολεμικό μας Ναυτικό, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι λίγο πριν από τον πόλεμο είχαν παραληφθεί δύο νεότευκτα αντιτορπιλικά αγγλικής προελεύσεως – τα «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα». Και ότι στην περίοδο 1935-40 και κυρίως μετά το 1938, είχαν κατασκευασθεί οκτώ μεγάλα ναυτικά οχυρά, τα οποία συνδυάσθηκαν με ναρκοπέδια και ανθυποβρυχιακά κωλύματα. Σε σχέση δε με την Πολεμική μας Αεροπορία, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 30, η κατάσταση των αεροδρομίων μας ήταν μάλλον πρωτόγονη, στις παραμονές του πολέμου είχε ολοκληρωθεί η οργάνωσή τους σε νέες βάσεις, με τη συγκρότηση επτά κύριων, είκοσι δύο βοηθητικών και είκοσι πέντε εμπιστευτικού δικτύου αεροδρομίων. Χωρίς, ωστόσο, η κατάσταση όλων και κυρίως των βοηθητικών να ήταν ικανοποιητική.
Προπαρασκευαστικές πολιτικο-στρατιωτικές ενέργειες
Ως ενδεικτικά της ακλονήτου αποφάσεως να αντιταχθούμε στον εισβολέα σημειώνονται τα ακόλουθα:
α)Την επομένη της αποβάσεως των Ιταλών στην Αλβανία, ήτοι στις 8 Απριλίου, εκδίδονται άμεσες διαταγές προς τις VIII και ΙΧ Μεραρχίες των συνόρων μας για άμυνα του πατρίου εδάφους, με ταυτόχρονη εξουσιοδότηση για κήρυξη τοπικής επιστρατεύσεως.
β) Στις 13 Απριλίου 1939 οι Πρωθυπουργοί Αγγλίας και Γαλλίας εγγυώνται την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και της Ρουμανίας. Και η μεν Ελλάς αποδέχεται την εγγύηση, όχι όμως και η Ρουμανία.
γ) Στις 4 Μαΐου τίθεται εν ισχύ το νέο Σχέδιο Επιχειρήσεων που προβλέπει την άμυνα ολοκλήρου του Ελλαδικού χώρου και αντιμετωπίζει ταυτόχρονη πλέον εισβολή από Ιταλία (Ι) και Βουλγαρία (Β) ήτοι το ΙΒ σχέδιο, ενώ παράλληλα αρχίζουν σύντονες εργασίες οχυρώσεως των τοποθεσιών έναντι του Αλβανικού μετώπου.
δ) Η θητεία αυξάνεται σταδιακά από 18 σε 24 μήνες, στις παραγωγικές στρατιωτικές σχολές εισάγεται σημαντικός αριθμός μαθητών, αρχίζει εντατική εκπαίδευση των αγύμναστων και μετεκπαίδευση των γυμνασμένων, καθώς και διεξαγωγή ασκήσεων μεγάλης κλίμακας.
ε) Το τελευταίο 10ήμερο του Αυγούστου 1939, λόγω προωθήσεως των ιταλικών δυνάμεων στα σύνορα μας, κηρύσσεται τοπική επιστράτευση. Στις 17 Σεπτεμβρίου, όμως, οι Ιταλοί αποσύρονται και οι δυνάμεις μας μεταπίπτουν στην ειρηνική τους κατάσταση.
στ) Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, μετά την εσπευσμένη οχύρωση του τομέως έναντι της Αλβανίας και τις πληροφορίες περί ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας, κοινοποιείται το ΙΒα Σχέδιο Επιχειρήσεων, το οποίο προέβλεπε προωθημένη άμυνα εγγύς της ορίου γραμμής, έναντι του ΙΒ που παραχωρούσε σημαντικό χώρο στην Ήπειρο και την Δυτική Μακεδονία.
ζ) Μετά την έναρξη στις 3 Σεπ. 1939 του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το εμπορικό μας ναυτικό αφήνεται σιωπηρά να υποστηρίξει τις θαλάσσιες μεταφορές παντοειδούς υλικού των συμμάχων, υποστάν έκτοτε σοβαρότατες απώλειες.
η) Στις 20 Απριλίου 1940 εκδίδεται και δεύτερη παραλλαγή του αρχικού σχεδίου, το ΙΒβ, το οποίο αντιμετώπιζε και θαλάσσιες ενέργειες των Ιταλών, με τη διάθεση χερσαίων δυνάμεων σε κρίσιμες περιοχές (Πρέβεζα, Κρήτη κ.α.)
θ) Μετά την υπογραφή, στις 22 Μαΐου, από τη Γερμανία και την Ιταλία του «Χαλύβδινου Συμφώνου», ο Μεταξάς καλεί τον Γκράτσι και του ανακοινώνει ότι «αν προσβληθούν τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα αντισταθούμε αντί πάσης θυσίας και δι' όλων των μέσων».
ι) Στις 10 Ιουνίου, η Ιταλία – «κατόπιν εορτής», με τη Γαλλία ψυχομαχούσα – κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας. Έκτοτε δε οι Ιταλοί αποθρασύνονται και τα εις βάρος μας επεισόδια είναι αλλεπάλληλα.
ια) Κατά την ίδια εκείνη περίοδο, περατώθηκε η κατασκευή της νευραλγικής οδικής αρτηρίας Καλαμπάκας Μετσόβου - Ιωαννίνων και αναβλήθηκε η αποξήρανση των ελών του ποταμού Καλαμά στην περιοχή Καλπακίου – τα οποία έλη, λίγο αργότερα, έγιναν ο τάφος των Ιταλικών αρμάτων.
ιβ) Μετά τον άνανδρο τορπιλισμό της «Έλλης» στις 15 Αυγούστου 1940, οι μεν ιταλικές δυνάμεις προωθούνται στα σύνορα μας και λαμβάνουν σαφώς επιθετική διάταξη, εμείς δε κηρύσσουμε και πάλι επιστράτευση των έναντι της Αλβανίας δυνάμεων μας, καθώς, σταδιακά, από το τελευταίο 10ήμερο του Αυγούστου, και ορισμένων άλλων. Και φθάνουμε έτσι στις 28 Οκτωβρίου, οπότε, μαζί με την κήρυξη του πολέμου αναγγέλλεται και η γενική επιστράτευση.
Θα επικαλεσθούμε, τέλος, την εγγραφή στις 9 Απριλίου 1939 στο «Ημερολόγιο» του Ιωάννου Μεταξά της φράσης «...θα προτιμήσω ακόμη την καταστροφήν της πατρίδος μου παρά την ατίμωσιν...», για να διατυπώσουμε την άποψη ότι το ΟΧΙ στους εισβολείς, μολονότι τυπικά ελέχθη από τον τότε πρωθυπουργό στις 28 Οκτωβρίου 1940, είχε ουσιαστικά αποφασισθεί από την αξία πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία άμα τη αποβιβάσει των Ιταλών στην Αλβανία στις 7 Απριλίου 1939.
Συσχετισμός δυνάμεων και επακόλουθοι περιορισμοί
Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι σε ολόκληρο αυτό το διάστημα ο Λαός υφίστατο αγόγγυστα το βάρος των παραπάνω επαχθών μέτρων και είχε σιωπηρά και ομόθυμα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, συναινέσει σε αυτήν την απόφαση.
Ας εξετάσουμε ήδη πολύ συνοπτικά τις αιτιάσεις ορισμένων περί ηττοπάθειας, αλλά και στρατηγικών σφαλμάτων, της τότε πολιτικό-στρατιωτικής ηγεσίας.
Η Ιταλία, στα πρόθυρα του πολέμου, υπολογιζόταν ως μεγάλη ευρωπαϊκή και αποικιοκρατική δύναμη. Μετά την ενσωμάτωση της Αλβανίας τον Απρίλιο 1939, οι Ιταλοί είχαν, στις 10 Ιουνίου 1940, εισβάλει στην ασπαίρουσα Γαλλία και προσαρτήσει τη γαλλική Σαβοΐα και την Κορσική. Το θέρος, επίσης, του 1940, είχαν εκδιώξει τους ανέτοιμους και ολιγάριθμους Βρετανούς από την Ερυθραία και την Σομαλία. Μεθυσμένοι, δε, από τις σχετικά εύκολες επιτυχίες τους και μη λαμβάνοντας τα επιβαλλόμενα μέτρα ασφαλείας, πραγματοποιούν στις 15 Οκτωβρίου ευρεία σύσκεψη στη Ρώμη, στο περίφημο Παλάτσο Βενέτσια, κατά την οποία, αφού διαβεβαιώνουν τον Μουσολίνι ότι θα έκαναν στην Ελλάδα στρατιωτικό περίπατο (passegiata militare), αποφασίζουν να εισβάλουν στις 26 Οκτωβρίου – για να μεταθέσουν, λίγες ημέρες αργότερα, την ημερομηνία για τις 28 Οκτωβρίου. Όλα δε τα όσα εν συντομία εκθέσαμε, έκαναν την υπεύθυνη πολιτικό-στρατιωτική ηγεσία μας να αντιμετωπίζει με σύνεση και διακριτικότητα – υπερβολική, ίσως – τις αήθεις προκλήσεις του Ευρωπαίου, και όχι Βαλκανίου, αντιπάλου, τον οποίο εκαλείτο εντελώς μόνη και αβοήθητη να αντιμετωπίσει.
Συγκρίνοντας, τώρα, τις αντίπαλες δυνάμεις στις παραμονές της ιταλικής επιθέσεως, διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
Από πλευράς στρατού ξηράς, η υπεροχή των ιταλικών ετοιμοπόλεμων δυνάμεων ήταν σημαντική (3,5:1) σε πεζικό – συμπεριλαμβανομένων και περίπου δέκα πέντε ταγμάτων Αλβανών, κυρίως Τσάμηδων – και ακόμη σοβαρότερη ( 4:1) σε πυροβολικό. Ενώ, η παρουσία της ιταλικής τεθωρακισμένης μεραρχίας «Centavro» (Κένταυρος), με σύνολο εκατόν εξήντα εννέα ελαφρών αρμάτων, έναντι ουδενός δικού μας, ενίσχυε σημαντικά τις ιταλικές επιθετικές δυνατότητες.
Ακόμη δυσμενέστερες ήταν ο συσχετισμός στους τομείς του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, έναντι εξήντα ενός ιταλικών αντιτορπιλικών, διαθέταμε δέκα, εξ ων μόνον δύο προσφάτου κατασκευής, και έναντι εκατόν δέκα εννέα υποβρυχίων, μόνον έξι παλαιά. Και ότι οι Ιταλοί διέθεταν παρατακτή δύναμη τετρακοσίων εξήντα τριών περίπου αεροσκαφών πρώτης γραμμής, έναντι εβδομήντα επτά δικών μας μαχητικών.
Με τις αδυναμίες αυτές να αναγκάζουν τις δυνάμεις μας να αποφεύγουν τις πεδινές ζώνες, οι οποίες θα επέτρεπαν την ταχεία κίνηση και τα αποφασιστικά αποτελέσματα, και να τις υποχρεώνουν να ελίσσονται πεζή, με χαρακτηριστική βραδύτητα, από τις πανύψηλες και χιονισμένες ορεινές προσβάσεις. Στους περιορισμούς δε αυτούς εστιάζονται κυρίως οι διχογνωμίες που έκτοτε ανεφύησαν – ειδικότερα σε ό,τι αφορά στη διστακτικότητα των μεγάλων κλιμακίων να εκμεταλλευθούν τις τοπικές επιτυχίες και να αποδυθούν εν συνεχεία στην καταδίωξη του εν συγχύσει υποχωρούντος εχθρού.
Κατά τα λοιπά, σημειώνοντας και την επαμφοτερίζουσα στάση των Γιουγκοσλάβων, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Άγγλοι σύμμαχοι μας – και δεν παραβλέπουμε τις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν – δεν μας ενίσχυσαν στο μέτρο που όφειλαν και μπορούσαν να το πράξουν. Και κυρίως ότι δεν απέτρεψαν την δια θαλάσσης μεταφορά μεγάλου όγκου Ιταλικών Δυνάμεων στην Αλβανία από τον Δεκέμβριο κι έπειτα. Παρ' όλα δε αυτά, ο Στρατός μας, διαπνεόμενος από υψηλό φρόνημα και αντιπαρερχόμενος τις κακουχίες, κατόρθωσε μέσα σε ενάμισυ μήνα, όχι μόνο να εκδιώξει τον εισβολέα, αλλά και να απελευθερώσει μεγάλο τμήμα της μαρτυρικής μας Βορείου Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας σε βάθος κυμαινόμενο από 30 έως 50 χλμ, μέσα σ' ένα παραλήρημα χαράς των Ελλήνων κατοίκων τους και ενώ ήδη οι Ιταλοί από τις αρχές Δεκεμβρίου συζητούσαν περί συνθηκολογήσεως. Ενώ αργότερα, μετά την οικτρή αποτυχία της μεγάλης εαρινής επιθέσεως των Ιταλών, της γνωστής «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ» (διεξαχθείσης από τις 9 έως 24 Μαρτίου 1941), ο Μουσολίνι, υπό τα όμματα του οποίου εξελίχθηκε η αποτυχία αυτή, ταπεινωμένος και απογοητευμένος θα αναμείνει την επέμβαση του Χίτλερ για να τον βγάλει, ως «ο από μηχανής θεός», από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει.
Αμφισβητήσεις και παρανοήσεις
Στο σημείο αυτό, κρίνεται επιβεβλημένο να παρατεθούν ορισμένα στοιχεία, προκειμένου να διαλυθεί ο μύθος, σύμφωνα με τον οποίο το κύριο βάρος του πολέμου έφεραν οι έφεδροι αξιωματικοί, με αποτέλεσμα να υποστούν δυσαναλόγως υπέρτερες απώλειες έναντι των μονίμων συναδέλφων τους. Από επίσημα κείμενα προκύπτει ότι οι συνολικές απώλειες των αξιωματικών του στρατού ξηράς της περιόδου 1940-41 ανήλθαν σε 754 νεκρούς, εξ ων 346 μόνιμοι επί συνόλου 4130 και 408 έφεδροι επί δυνάμεως 5200, αποτελούντες, αντιστοίχως, το 8,84% και το 7,85% της συνολικής αριθμητικής τους δύναμης. Και σε 1484 τραυματίες, εξ ων 529 μόνιμοι και 955 έφεδροι, αποτελούντες αντιστοίχως το 12,3% και το 18,4% της συνολικής αριθμητικής τους δύναμης.
Ένα δεύτερο θέμα που κατά καιρούς έχει δώσει λαβή σε διϊστάμενες εκτιμήσεις είναι η απόφαση να διευθύνει ο Αρχιστράτηγος τις επιχειρήσεις από την Αθήνα. Καθώς ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το Γενικό Στρατηγείο έπρεπε να είχε προωθηθεί στην Ήπειρο. Θα παρατηρούσαμε, ωστόσο, ότι οι αντιμετωπιζόμενες τότε απειλές κάλυπταν ολόκληρο τον χερσαίο και νησιώτικο χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, καθώς και την Κρήτη – και ότι, συνεπώς, μόνο από κεντρική θέση, διαθέτουσα κατάλληλη επικοινωνιακή υποδομή, μπορούσαν να ελέγχονται. Πέραν τούτου, όμως, οι πληροφορίες των διπλωματικών πηγών από τις αρχές Νοεμβρίου περί σχεδιαζόμενης γερμανικής εισβολής στη Μακεδονία και Θράκη, η ανάγκη συντονισμού των επιχειρήσεων και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως και οι αλλεπάλληλες αφίξεις πολιτικοστρατιωτικών βρετανικών κλιμακίων από την έναρξη του πολέμου, επέβαλλαν την παραμονή του Αρχιστρατήγου στην Αθήνα, πλησίον της κυβερνήσεως, της οποίας άλλωστε αποτελούσε και τον κυριότερο σύμβουλο επί στρατιωτικών θεμάτων. Και, πάντως, ας σημειωθεί, ότι από την 17η Δεκεμβρίου και μέχρι τον Μάρτιο 1941, όταν ιδρύθηκε το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), κλιμάκιο του Γενικού Στρατηγείου λειτουργούσε στην περιοχή Ιωαννίνων και ότι ο Αρχιστράτηγος, τουλάχιστον μια φορά τον μήνα και για αριθμό ημερών, βρισκόταν στη γραμμή των πρόσω.
Τέλος, έχει υποστηριχθεί ότι κακώς δεν χρησιμοποιήθηκαν οι απότακτοι ή επιστρατευθέντες αξιωματικοί των κινημάτων 1933 και 1935. Θα αντιτάσσαμε, όμως, ότι οι μεν πλείστοι των κατωτέρων αξιωματικών αυτής της κατηγορίας, όπως και αρκετοί ανώτεροι μη έχοντες σοβαρή εμπλοκή στα κινήματα, ανεκλήθησαν στην ενεργό υπηρεσία. Αλλά και ότι εύλογο ήταν, λόγω και της φύσεως του καθεστώτος, όπως και της αναταραχής που θα επροκαλείτο στο στράτευμα από την ανατροπή της επετηρίδος, οι ολίγοι πρωταίτιοι και οι υψηλόβαθμοι - μερικοί από τους οποίους είχαν καθαιρεθεί - να μην τύχουν της αυτής μεταχειρίσεως.
Εν κατακλείδι, ας αναρωτηθούμε: Τι θα συνέβαινε, αν εκείνο το δραματικό πρωινό της 28ης Οκτωβρίου η Ελλάδα είχε πει ΝΑΙ – όπως έκαναν στη ροή του Πολέμου τόσες άλλες χώρες;
Ο τότε Κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς, στις 30 Οκτωβρίου 1940, σε έναν μνημειώδη αλλά και προφητικό λόγο του προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες των αθηναϊκών εφημερίδων, αφ’ ενός μεν, είχε προβλέψει ότι τελικά τον πόλεμο θα κέρδιζαν οι Άγγλοι, αφ’ετέρου όμως, είχε προεξοφλήσει ότι, αν αντί του ΟΧΙ είχαμε πει ΝΑΙ, η Ελλάδα θα ετριχοτομείτο. Με ένα κράτος των Αθηνών, περιορισμένο κατά κύριο λόγο στην ηπειρωτική Ελλάδα, να καθίσταται προτεκτοράτο των Ιταλών. Με τη Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία προσαρτώνται από τους Βουλγάρους. Και με την Κρήτη και ορισμένα νησιά του Αιγαίου να καταλαμβάνονται για ευνόητους λόγους από τους Άγγλους.
Μια τέτοια δε εξέλιξη των πραγμάτων θα είχε τεράστιες, και άκρως αρνητικές για τη συμμαχική υπόθεση, πολιτικές, ηθικές και στρατιωτικές συνέπειες. Πολιτικές, στα Βαλκάνια τουλάχιστον, γιατί θα εξωθούσε τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία, αλλά και αυτήν την Τουρκία να προσεγγίσουν ακόμη περισσότερο τον Άξονα ή και να ευθυγραμμισθούν με αυτόν. Ηθικές, γιατί θα αποθάρρυνε πλήρως κάθε σκέψη αντιστάσεως κατά του Άξονος. Και σρατιωτικές, γιατί δεν θα είχε φθαρεί ο ιταλικός στρατός στην Αλβανία. Κυρίως, όμως, η Γερμανία δεν θα είχε αναγκασθεί να διεξαγάγει τον Απρίλιο - Μάιο την εκστρατεία κατά της Ελλάδος. Και συνακόλουθα δεν θα καθυστερούσε η εξαπόλυση της επιθέσεως κατά της Σοβιετικής Ενώσεως κατά πέντε, τουλάχιστον, εβδομάδες.
Βέβαια, η ανεκτίμητη αυτή συμβολή μας στον συμμαχικό αγώνα ξεχάστηκε στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων της ειρήνης, το 1946. (Μολονότι δεν πρέπει να παραβλέπεται, εν προκειμένω, και η δική μας σοβαρή υπαιτιότητα, με τις έκρυθμες καταστάσεις που επικρατούσαν τότε στη χώρα μας, αλλά και τα όσα θλιβερά είχαν προηγηθεί, κατά τη διάρκεια της κατοχής, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Μέση Ανατολή.) Οπωσδήποτε, όμως, η ηρωική αντίσταση της Ελλάδος κατά των δυνάμεων του Άξονος είχε παγκόσμια απήχηση – αλλά και σημαντικότατη επίδραση στην πορεία και έκβαση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Διότι, επί πλέον των όσων λίαν σημαντικών επιπτώσεων ήδη αναφέρθηκαν: Διέλυσε τον μύθο για την ισχύ του ιταλικού στρατού. Ενθάρρυνε τους ολιγάριθμους Βρετανούς στην Αίγυπτο να ενεργήσουν επιθετικά. Και κυρίως κατέδειξε ότι ο Άξονας δεν ήταν «αήττητος». Και επειδή δεν είναι στις προθέσεις μας η ωραιοποίηση των πραγμάτων, δεν θα αρνηθούμε ότι μπορεί και σφάλματα να έγιναν και παραλείψεις να σημειώθηκαν και ακόμη και λιποψυχίες να παρατηρήθηκαν – όπως συνέβη και θα συμβαίνει παντού και πάντοτε στους πολέμους. Αλλά τέτοια περιστατικά δεν πρέπει να απομονώνονται ή να διογκώνονται – και πάντως δεν είναι ικανά να αμαυρώσουν την συνολική εικόνα της καθολικής συμμετοχής και εθελοθυσίας Λαού και Στρατού στην Εποποιία του 1940-41. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η γενιά των πατέρων μας αποδύθηκε σ' έναν αγώνα με πίστη και αυταπάρνηση αντάξια των προγόνων μας και των πεπρωμένων της φυλής μας.
Στη σημερινή δε συγκυρία, όταν διαγράφεται σοβαρή και διαρκής η απειλή κυρίως από τον εξ ανατολών γείτονα μας και όταν το μείζον που μπορούμε να προσδοκούμε από τους ισχυρούς της γης είναι δυστυχώς η τακτική του Ποντίου Πιλάτου, επιτακτική προβάλλει υπέρποτε άλλοτε η ανάγκη να ενστερνισθούμε την επιταγή που μας άφησε η γενιά του 40 για αρραγή ενότητα και εθνική ομοψυχία, ως τη μοναδική συνταγή για την επιτυχή αντιμετώπιση των εθνικών μας προβλημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου