Του ΜΕΛΕΤΗ Η. ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ*
Η Ελλάδα, μέλος του ευρωπαϊκού κόσμου, οφείλει να σέβεται τη διεθνή νομιμότητα και τις διακρατικές συμφωνίες και συμβάσεις, να υποστηρίζει την αρχή της καλής γειτονίας και της ειρηνικής συμβίωσης.
Ταυτόχρονα, οφείλει να προασπίζει μέχρι κεραίας την εθνική της κυριαρχία. Αυτή είναι η στάση ενός σύγχρονου κυρίαρχου κράτους.
Οταν υφίσταται δεδηλωμένη, εκπεφρασμένη και συγκεκριμένη πρόθεση αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας από τρίτη χώρα, η διπλωματική λογική επιτάσσει την κατ' αρχάς διπλωματική απάντηση. Αυτή δεν μπορεί να συνίσταται σε μια φοβική, αμυντική και εξευμενιστική φραστική επανάληψη της κοινοτοπίας περί της εθνικής μας κυριαρχίας, που λίγο συγκινεί τον αμφισβητία γείτονα και τη διεθνή κοινή γνώμη. Χρειάζεται αξιοποίηση των διεθνών μας ερεισμάτων, ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης, lobbying, δραστηριοποίηση στους διεθνείς οργανισμούς, κινητοποίηση της ομογένειας.
Απαιτείται όμως και κάτι παραπάνω, που θα αποσταθεροποιήσει την αντίπαλη πλευρά και θα δημιουργήσει αντίβαρο στην όλη συζήτηση: αντίστοιχες ελληνικές διεκδικήσεις έναντι της Τουρκίας, που θα απορρέουν όμως από το διεθνές δίκαιο, τις υφιστάμενες συνθήκες και τη διεθνή νομιμότητα. Διεκδικήσεις, δηλαδή, που θα διαφέρουν ποιοτικά έναντι του τουρκικού επεκτατισμού και αναθεωρητισμού. Και που, επομένως, θα είναι πιο αποτελεσματικές και πιο επίφοβες για την τουρκική πλευρά....
Η προσπάθεια της τουρκικής πολιτικής να δημιουργήσει διεθνώς την εντύπωση ότι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υφίσταται ζήτημα ικανοποιήσεως δίκαιων υποτίθεται τουρκικών απαιτήσεων, διευκολύνεται από το γεγονός ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική ουδέποτε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έθεσε δικά της θέματα προς ικανοποίηση. Ακόμη και όταν υπήρχαν κραυγαλέοι λόγοι.
Η πολιτική αυτή επελέγη συνειδητά ως τακτική καλής θέλησης, αρχικά υπό την αμερικανική πίεση, διότι Ελλάς-Τουρκία ήσαν σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, η πολιτική αυτή των μηδαμινών διεκδικήσεων εξέφρασε απλώς τον ερασιτεχνισμό και τα φοβικά σύνδρομα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αν ο αποδέκτης ήταν κάποια ευρωπαϊκή χώρα, πιθανόν αυτή η πολιτική να απέδιδε. Αλλά στην Τουρκία εξέπεμψε απλώς εικόνα αδυναμίας.
Σήμερα, η γεωστρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας και από αμερικανικής (λόγω ανάγκης προσέγγισης με το Ισλάμ, εκκένωσης του Ιράκ και για άλλους λόγους) και από ρωσικής (λόγω ενεργειακών-πυρηνικών συμφωνιών) πλευράς καθιστά τον τουρκικό αναθεωρητισμό πιο επικίνδυνο παρά ποτέ. Ετσι, είναι επείγον να διατυπωθούν τεκμηριωμένες ελληνικές διεκδικήσεις, ως αντίβαρο στον μονομερή, μη τεκμηριωμένο τουρκικό αναθεωρητισμό. Ιδού κάποια ενδεικτικά παραδείγματα:
1. Το άρθρο 14 της ισχύουσας Συνθήκης της Λωζάννης ορίζει πλήρη αυτοδιοίκηση (ακόμη και ελληνική κοινοτική χωροφυλακή) των εκεί ελληνικών κοινοτήτων. Η Ελλάδα να ζητήσει χωρίς αναστολές την επιστροφή των διωχθέντων Ιμβρίων και Τενεδίων, την απόδοση των κατασχεμένων γαιών τους, την έντοκη αποζημίωσή τους και την εφαρμογή του προβλεπόμενου νομικού καθεστώτος, και μάλιστα υπό την εγγύηση του ΟΗΕ.
2. Η Ελλάδα να ζητήσει την επιστροφή, περιουσιακή αποκατάσταση και έντοκη αποζημίωση του Ελληνισμού της Κωνσταντινουπόλεως, που εξεδιώχθη κακήν-κακώς και παρανόμως το 1955. Να ζητήσει διεθνείς εγγυήσεις και καθεστώς προξενικής προστασίας. Να απαιτήσει την επαναλειτουργία σχολείων, σχολών, της Μεγάλης του Γένους Σχολής, του Ζαππείου Παρθεναγωγείου και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
3. Η Ελλάδα να θέσει θέμα βατικανοποίησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Το Φανάρι να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, με εποπτεία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, διεθνή αστυνομική δύναμη και την εγκαθίδρυση παρατηρητών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
4. Η Ελλάδα να ζητήσει προστασία της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στην Τουρκία και να διεκδικήσει πρόσβαση των ελληνικών αρχαιολογικών αποστολών στις ομηρικές, κλασικές και βυζαντινές ανασκαφές στην Τουρκία.
Με την κατάλληλη προβολή, η Ελλάδα θα μπορούσε να προωθήσει αυτά τα αιτήματα (και πολλά ακόμη) στη διεθνή κοινή γνώμη και με τη σωστή τεκμηρίωση και νομική υποστήριξη αυτά να τεθούν σε οποιονδήποτε ελληνοτουρκικό διάλογο. Με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία θα γνωρίζει ότι, εάν επιχειρήσει να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, τότε θα βρεθεί υποχρεωμένη να συζητά και θέματα εντελώς ανεπιθύμητα για την ίδια.
*Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Γενεύης
Πρόεδρος των ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ
Πηγή: www.enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου