Εάν αντιμετωπίζονται προβλήματα στη μέθοδο διδασκαλίας ή στην πρόσληψή της από τους μαθητές, πράγμα φυσιολογικό για κάθε κλάδο του επιστητού, το σωστό είναι να προσπαθήσουμε να βρούμε τις πιο κατάλληλες λύσεις...
και όχι να απαιτούμε την κατάργηση του μαθήματος. Δυσκολίες παρουσιάζονται και στη διδασκαλία των μαθηματικών και της φυσικής και της χημείας, ωστόσο δεν ακούγονται φωνές για κατάργηση της διδασκαλίας αυτών των γνωστικών αντικειμένων.
Αυτοί που ζητούν την κατάργηση της διδασκαλίας του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες, από πανεπιστημιακούς δασκάλους και καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης μέχρι και πολίτες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Δυστυχώς, μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ακόμη και φιλόλογοι, οι οποίοι είτε από άγνοια είτε από έλλειψη αυτοπεποίθησης λόγω ελλιπούς κατάρτισής τους είτε επειδή θέλουν να θεωρούνται, για δικούς τους λόγους, «προοδευτικοί», γίνονται ένθερμοι υποστηρικτές της καταστροφικής για τον τόπο αυτής της αντίληψης.
Η πρόσφατη δήλωση του καθηγητού Κριαρά έδωσε το έναυσμα για μια συντονισμένη επίθεση με διάφορα επιχειρήματα που όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά και δεν βασίζονται σε καμιά επιστημονική ή εμπειρική έρευνα και παρατήρηση.
Όσοι υποστηρίζουν αυτό το επιχείρημα εκκινούν από λάθος αφετηρία, αφού θεωρούν ως «εξ αποκαλύψεως αλήθεια» την άποψη ενός συγκεκριμένου προσώπου, σεβαστού κατά τα άλλα και επιστημονικά καταξιωμένου.
Αναφερόμενοι σε μεγάλους δημοτικιστές, επιστήμονες και ποιητές, αποσιωπούν το γεγονός ότι αυτοί γαλουχήθηκαν μέσα σε ένα σχολείο με εκείνη τη γλωσσική μορφή, την οποία οι δημοτικιστές περιφρονούν, δηλαδή την καθαρεύουσα, και την αρχαία, την οποία προσπαθούν να απαξιώσουν. Τόσο ο Κριαράς, όσο και οι μεγάλοι πεζογράφοι και ποιητές μας, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Παπαδιαμάντης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μυριβήλης, ο Καζαντζάκης και τόσοι άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός, χειρίζονταν άριστα την καθαρεύουσα και γνώριζαν εξίσου άριστα την αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία.
Αν όλοι αυτοί μεγάλωναν με μόνο εφόδιο την δημοτική, δεν θα ήσαν αυτοί που είναι και τους θαυμάζουμε. Ο Παπανούτσος, τον οποίο επίσης επικαλούνται για να στηρίξουν τις απόψεις τους, δήλωνε απερίφραστα – κάτι που σκόπιμα παραλείπουν να αναφέρουν οι έχοντες τις πιο πάνω εμμονές – πως: «Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει και να γράψει σωστά τη δημοτική, αν δεν πατάει στέρεα στη γνώση της αρχαίας κλασικής γλώσσας»...
Απτή απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι οι μεγάλοι δημοτικιστές έγραφαν σε πολύ καλή δημοτική γλώσσα, χωρίς να την έχουν ουσιαστικά διδαχθεί. Τέτοια παραδείγματα είναι εξόφθαλμα και σήμερα. Μπορεί κανείς να κάνει τη σύγκριση μεταξύ εκείνων που διδάχτηκαν μόνο τη δημοτική και εκείνων που διδάχτηκαν όλες τις μορφές της γλωσσικής μας παράδοσης. Πιο σωστή και πλούσια σε λεξιλόγιο δημοτική γράφουν οι δεύτεροι. Ας σταματήσει λοιπόν το επιχείρημα ότι μαθαίνει και γράφει κανείς τη δημοτική, μόνο αν διδάσκεται αποκλειστικά αυτή τη μορφή της γλώσσας μας.
Η περιφρόνηση προς την καθαρεύουσα είναι επίσης χαρακτηριστικό αυτών των ιδίων κύκλων που στοχεύουν, όπως φαίνεται, στην «ολοκληρωτική αποξένωση των μαθητών από τις «επικίνδυνες» ιδέες των αρχαίων κειμένων, μέσω της καλλιέργειας μιας απέχθειας για την αρχαιογνωσία» (Κ. Αγγελάκος, επίκουρος καθηγητής).
Λησμονούν ή αποσιωπούν οι έχοντες αυτές τις εμμονές ότι αριστουργήματα της λογοτεχνίας μας είναι γραμμένα σε αυτή τη γλωσσική μορφή, ότι η αποξένωση των μαθητών από την καθαρεύουσα τους στερεί τη δυνατότητα και τη χαρά πρόσληψής τους, ότι η καθαρεύουσα είναι ο συνδετικός κρίκος της δημοτικής με την αρχαία ελληνική γλώσσα, και ότι η αφαίρεση αυτού του συνεκτικού κρίκου δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ της δημοτικής και της αρχαίας, χάσμα που δύσκολα καλύπτεται και δημιουργεί τεράστια και ανυπέρβλητα προβλήματα στην πρόσβαση από την δημοτική στην αρχαία.
Σε καμιά άλλη χώρα του κόσμου οι πολιτικές παρεμβάσεις και αποφάσεις δεν καθόρισαν την εξέλιξη της γλώσσας. Η γλώσσα, ως ένας ζωντανός οργανισμός εξελίσσεται και πρέπει να εξελίσσεται χωρίς άσκηση βίας και καταναγκασμού, πράγμα δυστυχώς που δεν συνέβη στη χώρα μας, όπου οι πολιτικοί επέβαλαν την αποκλειστική χρήση της δημοτικής και του μονοτονικού, πλήττοντας έτσι καίρια την ομαλή εξέλιξη της γλώσσας και την γλωσσική παράδοση αιώνων. Όπως σωστά παρατηρεί ο Γιανναράς, «η γλώσσα πλάθεται από τον λαό, τις ανάγκες και τις ευαισθησίες του, δεν μπαίνει στον γύψο με κρατικά διατάγματα δίχως να προκληθούν τερατογενέσεις».
Η γλώσσα μας είναι ο μεγάλος και ανεκτίμητος θησαυρός μας, είναι η ψυχή μας.
Όλα τα άλλα είναι εξωτερικά αγαθά, τα οποία μπορεί να κάνουν τη ζωή μας ευκολώτερη. Αν όμως απαλλοτριωθούμε από τη γλώσσα μας, θα χάσουμε τη ψυχή μας, την ταυτότητά μας, όπως την χάνουν εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες μας, όταν απολέσουν την ελληνική λαλιά τους.
Τότε εκβαρβαρίζονται, με την έννοια ότι χάνουν βαθμιαία την ελληνική ταυτότητα, την ελληνική ψυχή τους, γίνονται ένα με την ψυχή του λαού μέσα στον οποίο διαβιώνουν.
Ο λαϊκισμός και η ήσσων προσπάθεια στην εκμάθηση της γλώσσας μας σε όλες τις ιστορικές μορφές της έχουν οδηγήσει σε μια γλωσσική και διανοητική ακαταστασία. Με αυτό τον λαϊκισμό, αν τελικά επικρατήσει, η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει σε μερικές δεκαετίες να αντικατασταθεί από τα «Γκρίκλις», δηλαδή τα ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτό θα είναι η χαριστική βολή στην πνέουσα τα λοίσθια ελληνική ταυτότητα. Το εύκολο δεν είναι πάντοτε και το καλύτερο για την παιδεία. Με αυτή τη λογική το επόμενο βήμα είναι η αντικατάσταση της ιστορικής με τη φωνητική ορθογραφία, κάτι που θα ισοδυναμεί με θανατική εκτέλεση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού, και κατ? επέκταση του ελληνικού έθνους.
Το επιχείρημα ότι η καθιέρωση της δημοτικής και του μονοτονικού θα βοηθήσει στη μορφωτική ανύψωση του ελληνικού λαού αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων εντελώς αβάσιμο. Αρκεί να δει κανείς τη λεξιλογική πενία, τη γλωσσική ακαταστασία, τη διανοητική σύγχυση, την παντελή άγνοια γραμματικών και συντακτικών φαινομένων και του ετυμολογικού, και την αδυναμία στη διατύπωση και έκφραση των σκέψεων, καθώς και στην κατανόηση και πρόσληψη κειμένων της λόγιας παράδοσης και της αρχαίας λογοτεχνίας μας.
Η κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων βασίστηκε και σε ένα άλλο επιχείρημα, στον δήθεν «κακό τρόπο» διδασκαλίας τους. Αυτό όμως, έστω και αν δεχτούμε ότι αληθεύει, δεν είναι δικαιολογία για την κατάργησή τους. Αρκούσε η βελτίωση του τρόπου διδασκαλίας τους. Γι? αυτό το θέμα χρήσιμο είναι πάλι να παραθέσουμε την άποψη του Γιανναρά «ότι χάρη σε εκείνο τον «κακό τρόπο» η ζωντανή καθημερινή γλώσσα, ακόμα και των μη λόγιων Ελλήνων, διέσωζε τότε την ορθή κλίση των τριτοκλίτων, τη σωστή εκφορά των επιρρημάτων, τη διάκριση του στιγμιαίου από το διαρκές στους χρόνους των ρημάτων, και πλήθος ακόμη εκφραστικών δυνατοτήτων που σήμερα έχουν σχεδόν αφανιστεί. Η ανεπιτήδευτη καθημερινή γλώσσα ήταν κατάσπαρτη με τύπους και εκφράσεις της λόγιας, της εκκλησιαστικής ή και της αρχαιοελληνικής παράδοσης.
Λειτουργούσε, έστω ανεπίγνωστα, η συνέχεια της γλώσσας, η συνέχεια του Γένους των Ελλήνων».
Δύο λύσεις υπάρχουν, όπως πολύ σωστά θέτει το ζήτημα αυτό ο αξιόλογος διανοητής Χρήστος Γιανναράς (Καθημερινή, 8 Νοεμβρίου 2009): «Έχουμε κουραστεί από την προγονοπληξία, την κενή ρητορεία για τον κάποτε πολιτισμό μας, θέλουμε να τα παραμερίσουμε όλα αυτά; Ή πιστεύουμε ότι η αρχαία γλώσσα είναι στέρεα, εκπληκτικό σε αρτιότητα εφαλτήριο για το άλμα στη λογική συγκρότηση, τη δημιουργική φαντασία σήμερα; Αν θέλουμε το πρώτο, να καταργήσουμε τα Αρχαία. Αν θέλουμε το δεύτερο, να το διδάξουμε σαν συναρπαστικό παιχνίδι, από το δημοτικό. Το Ετυμολογικό και το Συντακτικό της Αρχαίας έχει πειραματικά αποδειχθεί ότι γίνεται παιχνίδι για τα παιδιά. Παράλληλα, την τρέχουσα γλώσσα να την προσλαμβάνουν τα παιδιά από κορυφαία σημερινά λογοτεχνήματα, χωρίς Γραμματική και Συντακτικό «της δημοτικής», δηλαδή της τεχνητής μας σχιζοφρένειας».Εφ? όσον αποφασίσουμε το δεύτερο, θα πρέπει να εξετάσουμε τους λόγους για τους οποίους το μάθημα των Αρχαίων πιθανόν να προκαλεί απέχθεια στους μαθητές και να προσπαθήσουμε να το κάνουμε ελκυστικό.
Αυτοί οι λόγοι, εν συντομία, έχουν σχέση πρωτίστως με την κατάρτιση των καθηγητών, τη μέθοδο διδασκαλίας, τα διδακτικά βιβλία, τα αναλυτικά προγράμματα, τη συνεχή ουσιαστική επιμόρφωση των φιλολόγων, αλλά και την περιρρέουσα ιεράρχηση των αξιών από την κοινωνία μας.
Είναι γνωστό ότι στη Μέση Εκπαίδευση, με το ισχύον σύστημα, διορίζονται ως καθηγητές φιλολογικών μαθημάτων πτυχιούχοι όχι μόνο του Τμήματος Φιλολογίας, αλλά και του Τμήματος Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, καθώς και του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Στα τελευταία αυτά τμήματα η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και του αρχαίου πολιτισμού είναι όχι μόνο ελλιπής, αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτη. Με το σύστημα όμως που το Υπουργείο Παιδείας επέβαλε μπορούν και οι πτυχιούχοι αυτών των πανεπιστημιακών τμημάτων να συμμετέχουν στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ, αφού με δική τους ευθύνη και προσπάθεια «μάθουν» τα απαραίτητα για να πετύχουν στις εξετάσεις. Πέραν τούτου, για μια δεκαετία περίπου, όσο ίσχυε η επετηρίδα, μπήκαν στην εκπαίδευση ως φιλόλογοι πολλές εκατοντάδες των πιο πάνω τμημάτων. Επομένως, υπάρχει πρόβλημα ουσιαστικής κατάρτισης των διδασκόντων.
Η μέθοδος διδασκαλίας εξαρτάται και από την κατάρτιση του διδάσκοντος. Αν ο διδάσκων δεν είναι καλός γνώστης του αντικειμένου του, τότε καμιά μέθοδος δεν θα κάνει το μάθημα ελκυστικό. Αν θεωρήσουμε ότι ο διδάσκων έχει επάρκεια, τότε η μέθοδος είναι σημαντικό εργαλείο, για να γίνει το μάθημα ευχάριστο και αποδοτικό, να κεντρίσει το ενδιαφέρον των μαθητών και να τους εμποτίσει με την αγάπη για το μάθημα. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το μάθημα των Αρχαίων, αλλά για όλα τα μαθήματα. Είναι γνωστό ότι σε αυτό τον τομέα οι νεαροί καθηγητές πειραματίζονται χωρίς καμιά σχεδόν βοήθεια και χωρίς καμιά προπαρασκευή. Η διετής δοκιμαστική περίοδος διορισμού, κατά την οποία θα πρέπει να προσφερθεί στους νέους εκπαιδευτικούς ουσιαστική βοήθεια προς αυτή την κατεύθυνση, είναι απολύτως απαραίτητη. Θα πρέπει επίσης να γίνει μια κατάλληλη προετοιμασία, θεωρητική και πρακτική, των προς διορισμό εκπαιδευτικών.
Τα διδακτικά βιβλία και η έκταση της διδακτέας ύλης είναι επίσης ένας σημαντικός παράγων. Είναι αναγκαία προϋπόθεση της επιτυχίας ένα καλογραμμένο και ελκυστικό βιβλίο των Αρχαίων, στο οποίο τα κείμενα να είναι έτσι επιλεγμένα, ώστε να υπάρχει μια κλιμάκωση από τα πιο εύκολα προς τα δύσκολα, αλλά και να ερεθίζει το ενδιαφέρον των μαθητών.
Η δυσκολία και η σύγχυση, την οποία επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων στο Γυμνάσιο, οφείλονται και στο γεγονός που αναφέρθηκε πιο πάνω, δηλαδή στο χάσμα που δημιουργείται με τον εξοβελισμό της καθαρεύουσας από το δημοτικό, αλλά και από την καθιέρωση του μονοτονικού. Πώς να μην υπάρξει σύγχυση, όταν ο μαθητής καλείται στα νέα ελληνικά να γράφει στο μονοτονικό – έτσι έχει συνηθίσει από το δημοτικό – και στα αρχαία στο πολυτονικό, π.χ. αγαπώ και ?γαπ?, οξεία στο πρώτο, περισπωμένη στο δεύτερο. Αυτή τη γλωσσική σύγχυση πέτυχε η καθιέρωση του μονοτονικού, μια σύγχυση που βέβαια μεταφέρεται στη σκέψη.
Τέλος, η απαξιωτική αντιμετώπιση των αρχαίων ελληνικών, με κριτήριο την κακώς εννοουμένη χρησιμότητα του μαθήματος, δεν συμβάλλει στη δημιουργία ενός ευνοϊκού μαθησιακού κλίματος. Όταν οι μαθητές βομβαρδίζονται καθημερινά με απαξιωτικές κρίσεις για την αρχαιοελληνική γλώσσα, γιατί να περιμένουμε ότι θα αντιμετωπίσουν τα Αρχαία με το ανάλογο ενδιαφέρον και την αγάπη που απαιτείται, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της μαθήσεως;
Το επιχείρημα επίσης που μανιωδώς προβάλλεται, ότι δηλαδή μπορεί και πρέπει ο μαθητής να γνωρίσει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό μέσα από τις μεταφράσεις, δεν είναι πειστικό. Δεν είναι δυνατόν να αγνοούν οι κατά κόρον επαναλαμβάνοντες αυτό το επιχείρημα ότι το περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού έργου είναι συνυφασμένο με τη γλωσσική μορφή στην οποία γράφτηκε. Πέρα από το γεγονός ότι καμιά μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει σωστά το περιεχόμενο του αρχαίου κειμένου, καμιά μετάφραση δεν μπορεί να θεωρηθεί δόκιμη, είναι αυτονόητο ότι π.χ. ο Όμηρος σε μετάφραση δεν είναι Όμηρος. Παλαιότερα που διδασκόταν στο Γυμνάσιο π.χ. ο Όμηρος από μετάφραση των Κακριδή και Καζαντζάκη, οι άγνωστες και αδόκιμες λέξεις ήταν περισσότερες από τις άγνωστες λέξεις του πρωτότυπου Ομηρικού κειμένου. Οι μεταφράσεις μπορούν μόνο συμπληρωματικά με το αρχαίο κείμενο να διδαχθούν, για να μη μένει ένα έργο ημιτελές στη διδασκαλία. Προσεγγίζοντας το πρωτότυπο κείμενο ο μαθητής θα αισθανθεί χαρά, ικανοποίηση και περηφάνεια βλέποντας και συνειδητοποιώντας τη συνέχεια της γλωσσικής μας παράδοσης. Η πρόσληψη της γλώσσας είναι εξίσου σημαντική με το περιεχόμενο ενός έργου. Είναι σαν να υποστηρίζει κανείς ότι αισθάνεται την ίδια αισθητική απόλαυση διαβάζοντας Παπαδιαμάντη από μετάφραση με αυτή που νοιώθει διαβάζοντας «γνήσιο» Παπαδιαμάντη.
Τα εμπειρικά συμπεράσματα που συνάγονται από τα αποτελέσματα της γλωσσικής παιδείας του παρελθόντος αλλά και του παρόντος αδιαμφισβήτητα συνηγορούν, πρώτον, υπέρ της διδασκαλίας όλων των μορφών της γλωσσικής μας παράδοσης, δεύτερο, αποδεικνύουν ότι η διδασκαλία και η γνώση της καθαρεύουσας και της Αρχαιοελληνικής είναι προϋπόθεση για την καλή γνώση της δημοτικής, και, τέλος, ότι η απλοποίηση της γλώσσας, είτε με την καθιέρωση του μονοτονικού είτε με άλλους τρόπους, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε γλωσσική και διανοητική σύγχυση.
Η μεγάλη παιδευτική και μορφωτική αξία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αναγνωριζόταν σε όλες τις εποχές, αλλά ακόμα και σήμερα που η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την επικράτηση της τεχνολογίας. Βρετανοί επιχειρηματίες και ειδικοί μελετητές προτρέπουν τα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων να μάθουν Αρχαία Ελληνικά «επειδή αυτά περιέχουν μια ξεχωριστή σημασία για τους τομείς οργανώσεως και διαχειρίσεως επιχειρήσεων, ενισχύουν τη λογική, τονώνουν τις ηγετικές ικανότητες. και έχουν μεγάλη ωφελιμότητα στην πληροφορική και την υψηλή τεχνολογία».
Δυστυχώς, η αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών προβλημάτων από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, τόσο την Κυβέρνηση συνολικά όσο και το Υπουργείο Παιδείας ειδικότερα, είναι άτολμη, συχνά στρεβλωμένη από τον κομματισμό και τον λαϊκισμό, με φοβικά σύνδρομα, για το ποια θα είναι η αντίδραση.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου