Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΔΡΑΓΩΝΑ ΣΤΟ ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ…

Πολιτικές εξελίξεις και ιδεολογία την τελευταία 20ετία στην Ελλάδα


Tου ΝΕΟΚΛΗ ΣΑΡΡΗ, καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου


Ο διορισμός της κ. Θ. Δραγώνα: Η κορυφή του παγόβουνου

Η ανάθεση των καθηκόντων της ειδικής γραμματέως του Ενιαίου Διοικητικού Τομέα Θεμάτων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, Εκπαίδευσης Ελληνοπαίδων του απεθνικοποιηθέντος υπουργείου Παιδείας, διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων στην καθηγήτρια στο ανεξάρτητο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην προσχολική ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Θάλεια Δραγώνα εγείρει σωρεία ερωτημάτων.

Τα ερωτήματα αυτά, που εκτείνονται σε πολλά επίπεδα, θέτουν αφενός σε δοκιμασία την ιδεολογική κατεύθυνση της υπό τον Γιώργο Παπανδρέου κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και αφετέρου υπεισέρχονται σε ειδικά θέματα διοικητικής δεοντολογίας. Δηλαδή ο διορισμός αυτός ελέγχεται όχι μόνον ουσία, αλλά και τύποις. Η κ. Θ. Δραγώνα δεν διαθέτει, εξ όσων γνωρίζω, βασικό πτυχίο αναγνωρισμένης πανεπιστημιακής σχολής. Είναι απόφοιτος ενός αμερικανικού κολεγίου στην Αθήνα (ή/και παραρτήματος αμερικανικού πανεπιστημιακού ιδρύματος στην πάλαι ποτέ αμερικανική βάση;) και συνέχισε τις σπουδές της στην Εσπερία, στο Aston University in Birmingham του Ηνωμένου Βασιλείου, απ' όπου έτυχε του διδακτορικού της διπλώματος. Ο τίτλος αυτός κατά την ισχύουσα νομοθεσία δεν θεωρείται έγκυρος εφόσον στηρίχτηκε σε ....
.... ανύπαρκτες βασικές πανεπιστημιακές σπουδές. Το έγγραφο του αρμόδιου οργάνου, το οποίο κατά την εποχή εκείνη ήταν το ΔΙΚΑΤΣΑ, με ημερομηνία 24/1/1986, και το οποίο δημοσίευσε το «ΠΑΡΟΝ» (16.9.2007) είναι σαφές αναφέροντας επί λέξει: «Η ενδιαφερόμενη στερείται βασικού τίτλου σπουδών». Μολοντούτο κανένας σώφρων άνθρωπος δεν μπορεί να είναι τυπολάτρης, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για το κεφάλαιο των γνώσεων και της επιστήμης. Ωστόσο από το σημείο αυτό ξεδιπλώνεται μια ιδιόμορφη προνομία στη διαδρομή της κ. γενικής γραμματέως σε σχέση προς άλλες συναδέλφους της. Ενώ δηλαδή όλοι όσοι ευρέθησαν στη δική της θέση υποχρεώθηκαν από τα οικεία πολιτειακά όργανα να ενταχθούν σε κύκλο σπουδών ημεδαπών πανεπιστημίων και να υποβληθούν σε δοκιμασίες, η κ. Θάλεια Δραγώνα προκλητικά παρέκαμψε όλες τις σχετικές διαδικασίες.

Έχοντας κατά τη νεότητά μου διακονήσει ως καθηγητής την τριτοβάθμια εκπαίδευση, παράλληλα προς την Πάντειο και σε ανάλογο ίδρυμα προς αυτό που έχει φοιτήσει η κ. γενική γραμματέας (και μάλιστα σε ομοταγές τμήμα προς εκείνο στο οποίο έχει φοιτήσει η ίδια τμήμα Ψυχολογίας), μπορώ να αναφέρω πολλούς παλιούς φοιτητές και φοιτήτριες που συνέχισαν και αυτοί τις σπουδές τους σε κρατικά, οι περισσότεροι, πανεπιστήμια της Γαλλίας, ολοκληρώνοντας εκεί όλους τους προαπαιτούμενους κύκλους προκειμένου σε τελική φάση να υποστηρίξουν τη διδακτορική τους διατριβή (όπως συνέβη με την κυρία Δραγώνα). Για όσους απ' αυτούς διέθεταν και πτυχίο ημεδαπού πανεπιστημίου, όπως για παράδειγμα οι εξαίρετες καθηγήτριες Κλαίρη Συνοδινού και Μαρία Καΐλα, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα αναγνώρισης του διδακτορικού που αφορούσε στην Ψυχολογία. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, όπως της καθηγήτριας Β. Ρήγα, του καθηγητή Γιάννη Κουγιουμτζάκη, της αναπληρώτριας καθηγήτριας Π. Ξανθάκου, της επίκουρου καθηγήτριας Σόνιας Κανελλάκη, του εντεταλμένου διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκου Μάντη κ.ά., οι ενδιαφερόμενοι εκλήθησαν, με βάση την οικεία νομοθεσία, να καλύψουν εκ των υστέρων τα κενά από τα αρχικά μη αναγνωρισμένα έτη διδασκαλίας τα οποία είχαν διανύσει σε ιδιωτικό κολλέγιο ή κέντρο ελευθέρων σπουδών. Μια παρόμοια περίπτωση με της κ. Δραγώνα είναι της κ. Άννας Αλεξ. Βεγλερή, ανεψιάς του αειμνήστου καθηγητή Φαίδωνα Βεγλερή, η οποία είχε ακριβώς τα ίδια με αυτήν προσόντα. Πτυχίο του Pearce College και διδακτορικό από εγνωσμένου κύρους πανεπιστήμιο των ΗΠΑ. Υποχρεώθηκε όμως -μολονότι διδάκτορας η ίδια- να επαναλάβει τις οικείες σπουδές από το πρώτο έτος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Οι παρατηρήσεις αυτές απέχουν πολύ από του να αποτελούν ψόγο για την κ. Δραγώνα. Ασφαλώς η τριμελής υπό τον καθηγητή Λάμπρο Χουσιάδη, καθηγητή στην Παιδαγωγική σχολή του Αριστοτέλειου, Πανεπιστημίου Αθηνών, και το ΔΙΚΑΤΣΑ προέβησαν σε «διασταλτική ερμηνεία» του νόμου (!) παρακάμπτοντας το νομικό κώλυμα. Βέβαια, η εκλογή της κ. Δραγώνα οπωσδήποτε έπασχε και αναμφίβολα μια εμπρόθεσμη προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας από πάντα έχοντα νόμιμο συμφέρον θα την είχε ακυρώσει. Η μη προσφυγή και ο διαδραμών έκτοτε χρόνος μπορεί να κάλυψαν την ακυρότητα της εκλογής της, ωστόσο ο διορισμός της στη θέση της ειδικής γραμματέως αποτελεί πρόκληση, δεδομένου ότι προκαλείται μείζον ηθικό πρόβλημα. Η πολιτική ως γνωστόν αποτελεί προέκταση της ηθικής, δεδομένου ότι αναφέρεται στη δεοντικά υπαγορευόμενη πρακτέα πράξη. Με ποιο ηθικό ανάστημα ή κύρος, όντας η ίδια παραβάτις του νόμου και των κανόνων, θα τα προασπίσει, ιδιαίτερα στην κρίσιμη καμπή που διερχόμαστε, αν θα πρέπει (και υπό ποίες προϋποθέσεις) να αναγνωριστούν τα διάφορα κολλέγια και γενικά στις συζητήσεις για την ιδιωτικοποιημένη τριτοβάθμια εκπαίδευση; Το ερώτημα που προβάλλει είναι εάν σε όλο τον ακαδημαϊκό χώρο ανά την ελληνική επικράτεια δεν υπήρχαν άλλα άτομα καταλληλότερα για την επίμαχη θέση. Δεν είναι καταφανώς προκλητική μια παρόμοια εύνοια προς το πρόσωπο της κ. Δραγώνα; Χονδροειδής εύνοια, η οποία εκτός των άλλων αυτόχρημα γελοιοποιεί και το επικοινωνιακό τέχνασμα της κυβέρνησης να ζητηθεί από τους Έλληνες η αποστολή μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου βιογραφικών σημειωμάτων των βουλομένων να καλύψουν με βάση τα προσόντα τους ανώτατες διοικητικές και κυβερνητικές θέσεις.

Η αναπόδιση της Ιστορίας - Πριν από τον Βαλκανικό Πόλεμο

Εάν το πρώτο επίπεδο των παρατηρήσεων αφορούσε τον τύπο του διορισμού, το δεύτερο αφορά την ουσία της πρόκρισης του προσώπου της κ. Θ. Δραγώνα. Η κατανόηση όμως του προβλήματος που προκύπτει απαιτεί εμβάθυνση σε καταστάσεις οι οποίες δεν έχουν άμεση σχέση με το πρόσωπο της εν λόγω κυρίας, αλλά συνάδουν προς ευρύτερες γεωπολιτικές που ακολουθούν σε παγκόσμια κλίμακα οι ΗΠΑ και ειδικά στην περιοχή μας. Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη διάλυση της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης παρατηρήθηκε ότι όχι μόνο δεν ανατράπηκε η σχέση του Δυτικού κόσμου (υπό την έννοια κυρίως των ΗΠΑ οι οποίες ηγούνται αυτού του κόσμου ή εν πάση περιπτώσει τον ελέγχουν σημαντικά) με τη Ρωσία, αλλά ψιμυθιωμένη όπως όπως συνεχίστηκε η πολιτική η οποία σημάδευε τις χειρότερες μέρες του Ψυχρού Πολέμου (εξ αυτού συνάγεται και το συμπέρασμα ότι οι γεωπολιτικές δεν έχουν άμεση σχέση προς την αντιπαλότητα ή/και τη σύγκρουση των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων). Εντός αυτού του πλαισίου παρατηρήθηκε μια αναπόδιση της Ιστορίας η οποία έγινε αισθητή στην περιοχή του Καυκάσου (και της Κεντρικής Ασίας), αλλά και των Βαλκανίων. Η αναπόδιση αυτή χρονικά για μεν την περιοχή της Καυκασίας και της Κεντρικής Ασίας ανατρέχει στο 1917 (δηλαδή στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί πριν εκδηλωθεί η Οκτωβριανή Επανάσταση), για δε τα Βαλκάνια ακόμη πιο πίσω, στο 1910, αναπέμποντας στην κατάσταση που ίσχυε πριν από τον Βαλκανικό Πόλεμο. Οι σημαντικές αυτές αλλαγές επηρέασαν άμεσα και αποφασιστικά τη θέση και τη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση, με αποτέλεσμα που διαθλάται άμεσα τόσο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο και στις σχέσεις της χώρας μας με τη Δύση (τις ΗΠΑ και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Το 1993 από τις εκδόσεις της Rand Corporation (που απηχούν ένα «ίδρυμα» το οποίο τυπικά λειτουργεί ως think tanker της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ, στην πραγματικότητα όμως είναι πιο πολυδαίδαλο και σχετίζεται με σωρεία υπηρεσιών της υπερατλαντικής συμπολιτείας και στους κόλπους του στεγάζονται οι επαΐοντες της Τουρκίας) κυκλοφορεί ένα ενδιαφέρον έργο με τον τίτλο «Turkey's New Geopolitics, from the Balkans to the West China», δηλαδή «Νέες Γεωπολιτικές της Τουρκίας, από τα Βαλκάνια έως τη Δυτική Κίνα», με συγγραφείς τους μη εξαιρετέους ειδήμονες περί την Τουρκία Fuller, Abramowich, Brown κ.ά. Όπως προκύπτει από τον τίτλο, η περιοχή «αρμοδιότητας» της Τουρκίας στον μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης χώρο πρακτικά εκτείνεται από την Αδριατική μέχρι (και) τη Δυτική Κίνα (οι πρόσφατες ταραχές στους Ουιγκούρους Τούρκους του Ανατολικού Τουρκεστάν της Κίνας, που υποδαυλίστηκαν από την Τουρκία, έρχονται επιβεβαιωτικές του αμερικανικού πονήματος των αρχών της δεκαετίας του 1990). Αναντίρρητα, μέχρι σήμερα ο διεθνής ρόλος που διαδραμάτισε η Τουρκία με βάση τις εκτεθείσες προδιαγραφές, παρότι διαφοροποιήθηκε και εξακολουθεί να διαφοροποιείται στην αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων (όπως για παράδειγμα η σύγκρουση της Άγκυρας με κάποιες κυβερνήσεις «τουρκογενών» δημοκρατιών στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, λόγω της βάναυσης και προπετούς τουρκικής στάσης έναντι των «ομογενών» τους), εξακολουθεί να κινείται προς την ορισθείσα κατεύθυνση.

Μάλιστα, μεθυσμένη η Τουρκία από την αναβάθμισή της σε περιφερειακή υπερδύναμη και ενισχυμένη από την κυβέρνηση Ομπάμα (που τη χρησιμοποιεί προς δύο κατευθύνσεις, τη μια εναντίον του Ισραήλ και του συνακόλουθου εβραϊκού παράγοντα στις ΗΠΑ, τον οποίο επιχειρεί να τιθασεύσει διά χειρός μουσουλμάνων, και την άλλη για την ανάδειξη του τουρκικού μοντέλου εκσυγχρονισμού ως προτύπου εκσυγχρονιστικού Ισλάμ, προς εξαγωγή στις υπόλοιπες ισλαμικές χώρες), άρχισε να βλέπει ως ορατές διά γυμνού οφθαλμού τις εξελίξεις εντός του 21ου αιώνα που θα πραγματοποιήσουν το μεγαλεπήβολο σχέδιο του ισλαμιστή υπουργού των Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου έτσι όπως περιλαμβάνεται στο βασικό του σύγγραμμα «Στρατηγική Βάθους» για την Τουρκία (που κυκλοφόρησε αμέσως μετά την έκδοση της Rand Corporation που αναφέραμε), εννοώντας ως «βάθος» τρεις ηπείρους, την πολιτική των οποίων θα καθορίζει η Τουρκία εκτείνουσα σ' αυτούς τον ζωτικό της χώρο, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική (ή κατ' αυτόν μίας και μόνης, της Ευρασιαφικής!). Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό καλλιεργείται ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός από την Τουρκία, ώστε θορυβήθηκαν και αυτοί που είχαν την αρχική έμπνευση αναβάθμισής της.


Τα ψυχολογικά προβλήματα  των Ελλήνων και πώς θα τα λύσουμε

Αρχές τις δεκαετίας του 1990 συμβαίνουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην Ελλάδα και τη γειτονική της Γιουγκοσλαβία, η οποία καταρρέει και διαλύεται κατά τρόπο που αναδεικνύει το Μακεδονικό ως μείζον πρόβλημα των εξωτερικών σχέσεων της χώρας. Παρά τις αλλαγές αυτές, οι σχέσεις με την Τουρκία φαινομενικά παραμένουν οι ίδιες, δεδομένου ότι στην Κύπρο δεν αποσύρονται τα στρατεύματα κατοχής και δεν διαγράφεται στον ορίζοντα καμιά λύση. Στο Αιγαίο δεν αίρεται το casus belli από την τουρκική εθνοσυνέλευση και οι αιτιάσεις για το FIR Αθηνών παραμένουν οι ίδιες και επαυξάνονται, δεδομένου ότι οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου του Αιγαίου από τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη κλιμακώνονται. Και τότε στον τουρκικό Τύπο, συγκεκριμένα στην «Cumhuriyet» που απηχεί τις απόψεις του κεμαλικού κατεστημένου (τόσο στις ένοπλες δυνάμεις, όσο και στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών), από τα ψιλά μιας συνέντευξης εμπειρογνώμονος σε θέματα στρατηγικής, ο οποίος υπηρετεί σε κέντρο ερευνών αρμοδιότητας της πολεμικής αεροπορίας (δηλαδή το αντίστοιχο της Rand Corporation), στην κ. Leyla Tavsanoglu, με θέμα τη στρατηγική θέση της Τουρκίας κατά τον επί θύραις 21ο αιώνα, πληροφορούμαστε κατάπληκτοι ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που να προκύπτει από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει δεχθεί ανεπίσημα τις περισσότερες τουρκικές αιτιάσεις ή δείχνει προθυμία να τις δεχθεί. Επιπροσθέτως όμως μαθαίνουμε πως ξένοι (προφανώς αμερικανοί) ειδήμονες οι οποίοι μελέτησαν την ελληνοτουρκική διαμάχη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα αίτιά της (ιδιαίτερα για την ελληνική πλευρά) είναι ψυχολογικά, ώστε να επιβάλλεται η «θεραπεία» αυτής της ψυχολογικής παθογένειας.

Προς τον σκοπό αυτό μαθαίνουμε από την ίδια συνέντευξη εργάζονται (δηλαδή από το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990) σε αμφότερες τις πλευρές κοινωνικοί ψυχολόγοι, παιδαγωγοί, ιστορικοί, καθηγητές πανεπιστημίων, δημοσιογράφοι, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αλλά και παράγοντες του οικονομικού βίου, επιχειρηματίες, προκειμένου να επιλύσουν τα ψυχολογικά προβλήματα κυρίως των Ελλήνων. Το ότι προέχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα ψυχολογικά προβλήματα κυρίως των Ελλήνων και όχι των Τούρκων προκύπτει από το γεγονός ότι με βάση τις εξελίξεις στη διεθνή στρατηγική θέση της Τουρκίας που αναφέραμε η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί την κυρίαρχη θέση της Τουρκίας η οποία τη μετατρέπει σε απλό δορυφόρο της. Η αντίθετη κατάσταση ίσχυε τον Αύγουστο του 1964 με αφορμή το Κυπριακό. Ήταν νωπή η επιστολή του Προέδρου Τζόνσον προς τον Ισμέτ Ίνονου, που ηγούνταν κυβέρνησης συνασπισμού, με την οποία τον απέτρεπε να επέμβει στρατιωτικά την Κύπρο, ενώ στη Μεγαλόνησο η κατάσταση ελεγχόταν απολύτως από την ελληνική πλευρά. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στην Άγκυρα, όπου είχα εσπευσμένως μεταβεί για υπόθεση της οικογένειάς μου, σε προσωπικές συναντήσεις μου με δύο υπουργούς, τον υπουργό Τουρισμού και Τύπου Αλή Ίχσαν Γκιογούς, και τον υπουργό των Εσωτερικών Ορχάν Όζτρακ, μου δηλώθηκε απερίφραστα ότι δεν θα είχαν αντίρρηση να πραγματοποιηθεί η Ένωση, αρκεί να μη δημιουργούνταν «ψυχολογικό πρόβλημα» στην τουρκική κοινωνία ή πως θα έπρεπε να βρεθούν κινήσεις που θα καταλάγιαζαν αυτό το «ψυχολογικό άλγος». Με αυτήν τη δικαιολογία η Τουρκία είχε τότε βομβαρδίσει την Κύπρο και είχε αποφασίσει τη μαζική απέλαση των ελλήνων υπηκόων (και των οικογενειών τους) από την Κωνσταντινούπολη, εξαπολύοντας ταυτόχρονα απηνείς διωγμούς στην Ίμβρο και την Τένεδο. Ατυχώς οι ηγεσίες ειδικά της Κύπρου δεν ήταν σε θέση να επωφεληθούν από τις επικρατούσες τότε συνθήκες, με αποτέλεσμα να φθάσουμε στη σημερινή κατάσταση.

Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι «ειδήμονες» για το ψυχολογικό πρόβλημα των Ελλήνων έναντι των Τούρκων ακολουθεί μια σειρά από παρεμφερείς «διαπιστώσεις» οι οποίες εφαρμόστηκαν έκτοτε και οι οποίες συνεχίζονται έκτοτε να ισχύουν παρασύροντας ανάλογες εφαρμογές (ή «κοινωνικές κατασκευές») στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες.

Πηγή: Εφημερίδα το ΠΑΡΟΝ (6-12-2009)

Γιατί πρέπει να αποδομηθεί η ελληνική εθνική ταυτότητα;

Tου ΝΕΟΚΛΗ ΣΑΡΡΗ, καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου

Η ελληνική εθνική ταυτότητα θεωρήθηκε από ξένα κέντρα εξουσίας πολύ «σκληρή». Θα έπρεπε λοιπόν να καταστεί «ήπια» ή, με την υπόθεση ότι είναι δομημένη «κοινωνική κατασκευή», πολύ απλά να αποδομηθεί.

Το γεγονός ότι για ιστορικούς λόγους η Χριστιανική Ορθοδοξία υπήρξε ο πυρήνας διαμόρφωσης της ταυτότητας αυτής θα έπρεπε να τεθεί εκποδών, κάτι που μπορούσε να πραγματοποιηθεί με την ενίσχυση από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ ενός ευρείας έκτασης αντικληρικού ρεύματος. Οι βολές κατά της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα είναι ασθενικές απηχήσεις του βασικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η Δύση με την περίπτωση της Ρωσίας. Επειδή την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού διαδέχθηκε μια επιστροφή στα πάτρια και στη θρησκεία (κάτι που δεν αφορά μόνο την Ορθοδοξία, αρκεί να θυμηθούμε την περίπτωση της Αλληλεγγύης με τον Λεχ Βαλέσα στην Πολωνία, όπου την αντίθεση στον Κομμουνισμό είχε αναλάβει η… Παναγία! Με άμεσο αποτέλεσμα να εκλεγεί Πάπας ο πολωνός πριμάτος, συμβάλλοντας έτσι στη διάλυση των κομμουνιστικών καθεστώτων σε χώρες με καθολικό πληθυσμό). Ωστόσο με την Ορθοδοξία από τη μια υπάρχει η πολιτιστική διαφοροποίηση της Δύσης, θεωρώντας την περίπου κάτι ανάλογο προς το Ισλάμ (αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι και το γνωστό έργο του Χάντινγκτον «Η σύγκρουση των πολιτισμών») και από την άλλη το γεγονός ότι ο πολυπληθέστερος ορθόδοξος πληθυσμός είναι ο ρωσικός που ευρίσκεται στο στόχαστρο της Δύσης (δηλαδή των ΗΠΑ, κάτω από το σχήμα της Νέας Τάξης πραγμάτων).

Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, όπως έχει αριστοτεχνικά καταδείξει ο μέγας ιστορικός του κινηματογράφου Georges Sadoul, στις ΗΠΑ γυρίζονταν προπαγανδιστικές ταινίες ευρείας κατανάλωσης, προκειμένου να προβληθούν τα κακά του σοβιετικού κομμουνισμού. Κατά τη μετακομμουνιστική περίοδο άρχισαν να παράγονται ταινίες ή τηλεταινίες στο επίκεντρο των οποίων ήταν η Ρωσία και η όλη υπόθεση εκτυλισσόταν γύρω από έναν μύθο των «κακών ορθόδοξων κληρικών», των «ναζί ρώσων ορθόδοξων εθνικιστών» που βάλλουν κατά των «καλών» Αμερικανών, καθολικών, εβραίων κ.λπ. Το παράδειγμα αυτό βρίσκει ευρύ πεδίο εφαρμογής στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια της .....
....διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και ιδιαίτερα στον πόλεμο της Βοσνίας. Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ, συνεπικουρούμενη από εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών, είχε στραφεί εναντίον των (ορθόδοξων) Σέρβων που «κατέσφαζαν» τους «δυστυχείς» μουσουλμάνους. Στην πραγματικότητα οι πολιτικές εξελίξεις είχαν οδηγήσει σε ρήξη ανάμεσα στα δύο εθνικά/θρησκευτικά στοιχεία της Βοσνίας, οι δε αγριότητες πραγματοποιούνταν εκατέρωθεν.

Το φαινόμενο της στάσης της δυτικής κοινής γνώμης, που ήταν εναντίον των ορθοδόξων και υπέρ των μουσουλμάνων στη Βοσνία (το οποίο επαναλήφθηκε και με την περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου), ερμηνεύει αριστουργηματικά σε προγενέστερο από τα γεγονότα αυτά και συνεπώς ανύποπτο χρόνο ο έξοχος τούρκος πανεπιστημιακός Taner Akcam (ο οποίος λόγω των απόψεών του έχει εξαναγκαστεί να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ), αναφερόμενος στα Βαλκάνια όπου από τον 19ο αιώνα παρατηρείται ρήξη μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Ωστόσο, όπως σημειώνει εύστοχα ο τούρκος καθηγητής, όταν παρατηρείται προσέγγιση της Ρωσίας με τις Δυτικές Δυνάμεις (κυρίως Αγγλία και Γαλλία), στον ευρωπαϊκό Τύπο κυριαρχούν δημοσιεύματα που διεκτραγωδούν τα δεινά των σφαγιαζομένων από τους μουσουλμάνους χριστιανών. Όταν εξ αντιθέτου η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη των Δυτικών χωρών (που συνασπίζονται με το Οθωμανικό κράτος, όπως συνέβη με τον Κριμαϊκό πόλεμο), τότε στα δημοσιεύματα περιγράφονται τα δεινά που υποφέρουν οι ταλαίπωροι μουσουλμάνοι από τους αιμοδιψείς ορθοδόξους χριστιανούς!


Μια νέα κατάσταση γνωστή και από παλιά

Η κατάσταση που ζήσαμε την τελευταία εικοσαετία δεν ήταν ούτε πρωτότυπη, ούτε ανεξήγητη. Επειδή οι συνιστώσες της γεωπολιτικής υπήρξαν οι ίδιες μ' εκείνες που επικρατούσαν πριν από μισό αιώνα, δίνεται η εντύπωση μιας ανακύκλωσης της Ιστορίας και ταυτόχρονα μιας επιστροφής, μιας αναπόδισής της, δηλαδή είναι ένας απατηλός χρόνος ή, όπως τον αποκαλεί ένας μέγιστος κοινωνιολόγος του περασμένου αιώνα, ο Georges Gurvitch, «χρόνος οφθαλμαπάτης».

Είναι τόσες οι ομοιότητες της μετακομμουνιστικής εποχής με την ψυχροπολεμική εποχή όπως αυτή που αφορούσε τη στήριξη της Ορθοδοξίας (υπό την έννοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου) από τις ΗΠΑ η οποία είχε εγκαινιαστεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την υπαγορευμένη εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα Α' του από Αμερικής, προσωπικού φίλου του Προέδρου Τρούμαν. Η αποστολή του Πατριαρχείου είχε πλέον δύο βασικά καθήκοντα, αφενός τη συμβολή της στην ελληνοτουρκική προσέγγιση και φιλία (προς από κοινού αντιμετώπιση του από βορρά κινδύνου) και αφετέρου τη συνεργασία μεταξύ των άλλων δογμάτων με την εγκαινίαση ενός διαχριστιανικού διαλόγου (με στόχο την ενότητα των χριστιανικών δογμάτων έναντι της κομμουνιστικής αθεΐας - με την ίδια ένταση που ενισχύθηκε από τους Αμερικανούς και το ισλαμικό κίνημα στην Τουρκία σε βάρος του κεμαλισμού). Τώρα στο στόχαστρο τέθηκε η Ρωσική Εκκλησία, που θεωρήθηκε αναχρονιστική, όπως χαρακτηρίστηκε και η Ελλαδική Εκκλησία. Αναντίρρητα, όποια επιτυχία είχαν οι υποβολιμαίες, κακόβουλες και σχεδιασμένες επιθέσεις κατά της Εκκλησίας οφείλεται και στην αδυναμία της Εκκλησίας της Ελλάδος να αντιληφθεί τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές και το στημένο σε βάρος της παιγνίδι, καθώς η ίδια ήταν κατά μεγάλο βαθμό περιχαρακωμένη μέσα σε αναχρονιστικά πλαίσια. Το αντιεκκλησιαστικό κλίμα ενίσχυσαν από τη μια ιδεοληψίες και εμμονές πολιτικών προσώπων που κατείχαν υψηλό πολιτειακό αξίωμα και από την άλλη η ρήξη στις σχέσεις του Πατριαρχείου (που θεωρήθηκε ως πηγή εκσυγχρονισμού και προόδου) με την Εκκλησία της Ελλάδος (η οποία εμφανίστηκε ως εστία μαύρης αντίδρασης). Αντιπαράθεση η οποία εκμεταλλευόμενη τις προσωπικές φιλοδοξίες ή/και αντιζηλίες αρχιερέων οδήγησε σε δυσάρεστες καταστάσεις (αντιπαράθεση Χριστόδουλου προς Βαρθολομαίο και αδυναμία του πρώτου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών), προς ζημία βέβαια της ίδιας της Εκκλησίας.

Η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας το 1995

Στις 8 Απριλίου του 1990 διεξάγονται στην Ελλάδα βουλευτικές εκλογές. Ο γράφων δέχεται ένα επείγον τηλεφώνημα από τον γνωστό κύπριο εκδότη Κωστή Χατζηκωστή, με το οποίο τον καλούσε στο ξενοδοχείο Intercontinental, όπου βρήκε συγκεντρωμένους κάποιος από τους σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες της Κύπρου. Η ερώτηση που μου τέθηκε τότε ήταν πώς προδίκαζα το εκλογικό αποτέλεσμα. Απάντησα ότι με βάση τον εκλογικό νόμο όποιος εξασφάλιζε μία (1) έδρα επιπλέον θα σχημάτιζε κυβέρνηση. Με το γνωστό του φλεγματικό τρόπο ο Χατζηκωστής μού είπε τα ακόλουθα: «Επειδή εμείς οι Κύπριοι κινδυνεύουμε περισσότερο από τους ελλαδίτες πολιτικούς, αντί να ''αγοράζουμε'' ξένους πολιτικούς είναι προτιμότερο να αγοράζουμε Ελλαδίτες. Γι' αυτό καταλήξαμε στο συμπέρασμα να ενισχύσουμε οικονομικά τον Στεφανόπουλο της ΔΗΑΝΑ υπό δύο όρους, να συμπεριλάβει στους συνδυασμούς του όλα τα μικρά κόμματα και να δεσμευτεί να τηρήσει στα εθνικά θέματα μια σταθερή και μη υποχωρητική έναντι της Τουρκίας πολιτική». Οι παριστάμενοι με εξουσιοδοτούσαν να συνεννοηθώ αφενός με τις ηγεσίες των μικρών κομμάτων (εκτός της ΕΣΠΕ του Στάθη Παναγούλη, τον οποίο προφανώς δεν ήθελαν) και αφετέρου με τον Στεφανόπουλο. Μάλιστα η συγκέντρωση δεν διαλύθηκε, αλλά εγώ αναχώρησα αμέσως και σε τρεις ώρες είχα συνεννοηθεί με τις ηγεσίες του Κόμματος των Φιλελευθέρων (για την ακρίβεια ο Νικήτας Βενιζέλος εξέφρασε αντίρρηση για το πρόσωπο του Στεφανόπουλου τον οποίο θεωρούσε φιλοβασιλικό, (!) αντιρρήσεις που κάμφθηκαν αμέσως), της Χριστανικής Δημοκρατίας (της οποίας συνεδρίαζε η κεντρική επιτροπή του κόμματος που διέκοψα και εξήγησε τα καθέκαστα στον πρόεδρο του κόμματος Μανώλη Μηλιαράκη ο οποίος δέχτηκε δίχως δισταγμούς) και τον Γιάννη Ζίγδη, πρόεδρο της ΕΔΗΚ. Πολλοί, όταν εξιστορώ το περιστατικό, δεν πιστεύουν πως έπεισα τον Ζίγδη να τεθεί υπό την ηγεσία του Στεφανόπουλου. Και όμως είναι απολύτως αληθές. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά. Τον πήρα λοιπόν και τον μετέφερα στο Intercontinental όπου παρέμενε η συντροφιά των κυπρίων επιχειρηματιών. Διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων, δόθηκαν τα χέρια και χωρίσαμε προκειμένου να συναντήσω τον Στεφανόπουλο αργά το απόγευμα, όπως ήδη είχα κανονίσει (αν θυμάμαι καλά μέσω του φοιτητή μου και καλού μου φίλου Μάξιμου Χαρακόπουλου που ανήκε στη νεολαία της ΔΗΑΝΑ).

Πραγματικά, το απόγευμα επισκέφθηκα τον Στεφανόπουλο και του εξέθεσα τα καθέκαστα. Πολύ ευγενικά αρνήθηκε την προσφερόμενη βοήθεια και την πρόταση συνεργασίας από τους «μικρούς». «Εάν συνεργαστώ με άλλους κατά την κατάρτιση των συνδυασμών, θα μου φύγουν οι δικοί μου» (και παρότι δεν συνεργάστηκε με άλλους, ο μοναδικός βουλευτής που εξέλεξε, ο Κατσίκης, τον εγκατέλειψε την επομένη και προσχώρησε στη ΝΔ ώστε να δυνηθεί να σχηματίσει κυβέρνηση ο Μητσοτάκης. Μεγαλύτερη πολιτική διορατικότητα πολιτικού δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου!). Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, με άφησε εμβρόντητο η ειλικρίνειά του (και ταυτόχρονα με γέμισε απέραντη θλίψη). «Σε ποια εθνικά θέματα αναφέρεστε; Η Ελλάδα είναι δημιούργημα των ξένων (sic). Ό,τι πουν εκείνοι γίνεται. Δεν υπάρχει περιθώριο αποτελεσματικών αντιδράσεων».

Τον Μάρτιο του 1995 θα γινόταν εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Τον Γενάρη παρουσιαζόταν ένα βιβλίο με περιεχόμενο που αφορούσε τις διεθνείς σχέσεις από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου, με εισηγητές δύο πρώην υπουργούς Εξωτερικών, τον Θόδωρο Πάγκαλο και τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Ο Πάγκαλος ήταν εξαιρετικά καλός και κινήθηκε στα πλαίσια του βιβλίου (που δεν είχε σχέση με την Τουρκία ή τις ελληνοτουρκικές σχέσεις). Ο Παπακωνσταντίνου αντιθέτως ξέφυγε από το θέμα και αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα «να τα βρούμε με την Τουρκία», ότι οφείλαμε να τερματίσουμε τη μεταξύ των δύο χωρών τεταμένη ατμόσφαιρα και άλλα παρόμοια. Την επομένη συναντήθηκα εκ νέου με τον Παπακωνσταντίνου στο κόψιμο της πίτας του Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών. Επειδή η ατμόσφαιρα δεν ήταν εξαιρετικά ευχάριστη, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας των παρευρισκόμενων, πήρα από τον χέρι τον Μιχάλη και του λέγω «πάμε». Στην έξοδο, επειδή χώριζαν οι δρόμοι μας, τον ρωτώ: «Γιατί χθες στα καλά καθούμενα άρχισες ξεκάρφωτα να ευαγγελίζεσαι προσέγγιση Ελλάδας - Τουρκίας δίχως όρους; Γιατί εν όψει της εκλογής Προέδρου δίνεις εξετάσεις ή το μήνυμα ότι εσύ είσαι ο κατάλληλος που λες αυτά». Και συμπλήρωσα: «Αν είσαι πονηρός Κοζανίτης, εγώ είμαι πονηρός Φαναριώτης. Πάντως ό,τι και να πεις για την ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν θα σε κάνουν Πρόεδρο!».

Τον επόμενο μήνα τα παρασκήνια για την εκλογή Προέδρου είχαν ενταθεί. Ο ακαδημαϊκός Κώστας Δεσποτόπουλος, τον οποίο η Αριστερά είχε κατά το παρελθόν προτείνει για Πρόεδρο, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι θα τον ενδιέφερε εάν υπήρχε θετική ανταπόκριση από το ΠΑΣΟΚ. Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, φιλικό μου πρόσωπο την περίοδο εκείνη, ήταν μέλος του Εκτελεστικού. Του ανέφερα την περίπτωση που κατά την κρίση μου ήταν ιδανική και σε λίγες μέρες μου απάντησε ότι το θέμα είχε συζητηθεί στο Εκτελεστικό και «πρόκειται να υποστηριχτεί ο Πατρινός». Ήταν επόμενο. Ο Δεσποτόπουλος εκτός των άλλων είχε και το κώλυμα της καταγωγής του, ήταν Σμυρνιός, όπως άλλωστε και η Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, που και εκείνη ανέμενε τη σειρά της για το ίδιο αξίωμα. Ωστόσο τους είχε διαφύγει ότι ΚΑΝΕΙΣ από το προσφυγικό στοιχείο, εκτός από διακοσμητικούς ρόλους, δεν είχε αναδειχθεί στην πολιτική ζωή της χώρας ή και να είχε αναμειχθεί, είχε οδηγηθεί στο περιθώριο.

Και η εξόφληση της επιταγής;
 
Έτσι στις 8 Μαρτίου 1995 Πρόεδρος εξελέγη ο Κωστής Στεφανόπουλος κατόπιν της πρότασης του Αντώνη Σαμαρά, προέδρου τότε της ΠΟΛΑΝ. Ο ίδιος θα ήθελε βέβαια, όπως έλεγε, για πρόεδρο τον Ελύτη ή τον Γιανναρά... Αλλά στην πολιτική, βλέπετε, πρυτανεύει ο ρεαλισμός. Αυτός που θέλει την Ελλάδα να κάνει ό,τι της υπαγορεύουν οι ξένοι. Και η θητεία του Κωστή Στεφανόπουλου παρατάθηκε με την πρωτοβουλία του Κώστα Σημίτη το 2000. Φαίνεται λοιπόν ότι οι επιταγές στην πολιτική δεν δίδονται εν λευκώ, αλλά έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο που συνοδεύουν τον πολιτικό διά βίου και πρέπει να καταβληθούν. Θα θυμούνται οι αναγνώστες. Μετά την αποχώρηση από την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο κ. Κ. Στεφανόπουλος, ο οποίος ομολογουμένως έχαιρε μεγάλης δημοφιλίας, κατά Μάιο του 2006 δημοσίευσε στην «Καθημερινή» βαρυσήμαντο άρθρο στο οποίο υπεραμυνόταν της παραπομπής των διαφορών της Ελλάδος με την Τουρκία, σε ό,τι έχει σχέση με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και τα συναφή θέματα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Λύση αμφιλεγόμενη, δεδομένου ότι εκτός του ότι το Διεθνές Δικαστήριο κρίνει και με πολιτικά κριτήρια, δεσμεύεται και από το συνυποσχετικό των αντιδίκων μερών, εφόσον δε η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για τη Θάλασσα, το βαρύνον στην κρίση του δικαστηρίου στοιχείο θα είναι η ευθυδικία, οπότε «μεγάλη» η Τουρκία, «μικρή» η Ελλάδα, για τη μεν υφαλοκρηπίδα τα ποσοστά για την πρώτη θα υποστούν μια «δικαιολογημένη μείωση», για δε τις «γκρίζες ζώνες» που βλέπει η Άγκυρα Κύριος οίδε τι θα επακολουθήσει.

Το σημαντικό όμως στοιχείο στην παρέμβαση του κ. Κ. Στεφανόπουλου υπήρξε η άμεση αντίδραση του επίσης τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χρήστου Σαρτζετάκη, του οποίου την εμπνευσμένη και αποστομωτική απάντηση δεν δημοσίευε καμιά εφημερίδα (ενώ τελικά αναστηλώθηκε μόνο από το «ΠΑΡΟΝ»). Αργότερα ο κ. Κ. Στεφανόπουλος τάχθηκε και υπέρ της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.

Πηγή: Εφημερίδα το ΠΑΡΟΝ (13-12-2009)

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ «ΟΜΙΛΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»

Tου ΝΕΟΚΛΗ ΣΑΡΡΗ, καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου

Πολιτικές εξελίξεις και ιδεολογία την τελευταία 20ετία στην Ελλάδα

Παρουσιάζει ενδιαφέρον η είδηση κατά την οποία στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του «Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας» (ΟΠΕΚ) του πρώην πρωθυπουργού κ. Κώστα Σημίτη (οι συνεργάτες του οποίου στήριξαν λυσσωδώς τα Σχέδια Ανάν για την Κύπρο), λίγους μήνες πριν αναλάβει πρωθυπουργός (και στη συνέχεια εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ) είχε οργανωθεί στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μια δημόσια συζήτηση για την οποία είχε μετακληθεί από την Τουρκία ο καθηγητής Μετέ Τουντζάι (κοινός μας γνωστός, ο κ. Σημίτης συνέπεσε το 1963 με τον Μετέ στο LSE για κάποια εξάμηνα και μάλιστα είχαν συμμετάσχει στις διαδηλώσεις εναντίον της Φρειδερίκης που είχε οργανώσει στο Λονδίνο η γυναίκα του διωκόμενου στην Ελλάδα συνδικαλιστή Αμπατιέλου, ενώ με τον Μετέ ήμαστε μαθητές του ίδιου καθηγητή, του αείμνηστου Ταρίκ Ζαφέρ Τούναγια, του Σβώλου της Τουρκίας του αποκαλουμένου και «καθηγητή των καθηγητών»).

Στην ημερίδα αυτή τονίστηκε ιδιαίτερα η αναγκαιότητα προσέγγισης Ελλάδας - Τουρκίας και άλλα συναφή. Αναντίρρητα εάν in abstracto εκληφθεί η εκδήλωση όχι μόνο δεν είναι επίμεμπτη, αλλά επαινετέα. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει κανείς, ο χρόνος που πραγματοποιήθηκε η συζήτηση αναπέμπει σε κάποιο μήνυμα που ήθελε να
δοθεί σε αποδέκτες και εκτός της Ελλάδος ευρισκόμενους, όχι ειδικά στην Τουρκία! Ήταν δηλαδή ένα είδος δημόσιων διαπιστευτηρίων για την επικείμενη πρωθυπουργία!

Σύγκριση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης του 1930 προς την εποχή μας

Είναι εκπληκτικό, αλλά αν συγκρίνει κανείς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις της εποχής μας με εκείνες ακριβώς μετά τη Μικρασιατική τραγωδία του 1922 και τις συνέπειές της, θα διαπιστώσει ότι τότε σε μία οκταετία είχε επέλθει εντυπωσιακή συμφιλίωση και είχε εγκαινιαστεί η πολύπαθη ελληνοτουρκική φιλία, σε αντίθεση προς την εποχή μας κατά την οποία επί 35 συναπτά έτη συνεχίζεται η αντιμαχία σε πείσμα του «καλού κλίματος» που διαμορφώθηκε έντεχνα ανάμεσα στις δύο χώρες. Το αίτιο είναι πολλαπλό.

Πρώτον: Γιατί κατά την εποχή εκείνη στην Ελλάδα κυριαρχούσε το άστρο του Ελευθερίου Βενιζέλου και στην Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ (το καθεστώς του οποίου δεν διάφερε, όπως επισημαίνει και ο Τουντζάι, στον οποίο αναφερθήκαμε, από τα δικτατορικά καθεστώτα που ήταν την εποχή εκείνη του συρμού).

Ο Βενιζέλος και μαζί με αυτόν και η Ελλάδα πλήρωσαν πολύ ακριβά τη φιλία αυτή, όχι γιατί δεν έπρεπε να γίνει, αλλά έτσι όπως έγινε, με τη διαγραφή των αποζημιώσεων προς τους πρόσφυγες, που όφειλε η Τουρκία βάσει της συνθήκης της Λωζάννης και τον βίαιο τερματισμό των ονείρων περί επανόδου των στις πατρογονικές τους εστίες. Και αυτό γιατί το πιο βασικό έρεισμα του Βενιζέλου στο εκλογικό σώμα, που ήταν οι πρόσφυγες, σε μεγάλη κλίμακα τον εγκατέλειψαν (στελεχώνοντας την καχεκτική μέχρι τότε Αριστερά), με αποτέλεσμα να χάσει τις εκλογές και να οδηγηθεί η χώρα σε περιπέτειες. Πάντως ο Κεμάλ, όπως φαίνεται από εμπιστευτική αποστολή που είχε αναθέσει στον Τζαλάλ Μπαγιάρ (υπουργό Εθνικής Οικονομίας το 1934), στα πλαίσια επίσημου ταξιδίου του στην Αθήνα, ανησυχούσε σφόδρα για το ενδεχόμενο επηρεασμού των πολιτικών πραγμάτων της Ελλάδας από τους πρόσφυγες. Σχετικά στην πρόσφατη εποχή καταβλήθηκε προσπάθεια προσεταιρισμού των προσφυγικών σωματείων και κυρίως των Κωνσταντινουπολιτών, όπως και διαμέσου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (με αδελφοποιήσεις δήμων κ.λπ.). Το 1930 όμως δεν διαπιστώνεται να θίγονται σε αμφότερες τις χώρες οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί και γενικά υπήρξε μια εξέλιξη που άφηνε τους λαούς μάλλον αδιάφορους.

Η σύνθεση των πληθυσμών (υπέρτερος ο αγροτικός του αστεακού) και η τεχνολογία της εποχής, ιδίως των επικοινωνιών και της ενημέρωσης, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο γι' αυτό. Πάντως αρκεί να αναφέρουμε ειδικά για την Ελλάδα ότι η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου είχε απαγορεύσει (!) στα τηλεγραφεία να δέχονται τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας έναντι της επελθούσας ελληνοτουρκικής συμφωνίας. Αντίθετα στην εποχή μας η προσέγγιση γίνεται με όρους αλλοίωσης των κυρίαρχων και επίσημων ιδεολογικών μηχανισμών ασυγκρίτως πολύ περισσότερο απ' ό,τι στην Τουρκία.

Δεύτερον: Η κυριότερη όμως διαφορά μεταξύ των δύο εποχών έγκειται στο ότι το 1930 η Τουρκία ήταν μια καθημαγμένη χώρα, της οποίας οι ένοπλες δυνάμεις (όπως παρατηρεί και ο ίδιος ο καθηγητής) ήταν εξαιρετικά ανίσχυρες να διεξαγάγουν επιθετικό ή έστω και αμυντικό πόλεμο). Και στο πεδίο αυτό σαφώς υπερείχε η Ελλάδα (με απόλυτη υπεροπλία στο ναυτικό) αλλά και στον στρατό όπως αποδείχθηκε με την επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επιβουλής το 1940.

Έναν στρατό τον οποίο την ίδια εποχή η Άγκυρα φοβόταν απολύτως. Συνεπώς οι ενδιάθετες προθέσεις της έναντι της Ελλάδας παρέμεναν ευσεβείς πόθοι που εκτός της αντικειμενικής αδυναμίας δεν τους επέτρεπαν να εκδηλωθούν και οι διεθνείς συγκυρίες.

Υπάρχουν όμως και ομοιότητες ως προς την προσέγγιση των δύο χωρών: Η «φιλία» ήταν αποτέλεσμα της αγγλικής πολιτικής μέσω του Μουσολίνι, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν ακόμη ενεργούμενο της Αγγλίας. Γι' αυτό και ο Μουσολίνι υπήρξε ο πρώτος τον οποίο έσπευσαν να ενημερώσουν για τη συμφωνία. Εξ ου και ο «Ριζοσπάστης» τη χαρακτήριζε «φασιστική». Αλλά υπήρξαν και άλλα επακόλουθα που είναι συμβατά προς τις εξελίξεις που παρατηρούνται στα τελευταία χρόνια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις όπως:

Πρώτον: Σε ένδειξη «καλής θέλησης» μετά την υπογραφή του συμφώνου με την Τουρκία η Ελλάδα εξεδίωξε κακήν κακώς όσους από τους 150 (αντικαθεστωτικούς της Τουρκίας) είχαν καταφύγει στη χώρα.

Ακόμη εξεδιώχθησαν και οι κιρκάσιοι στρατιωτικοί με επικεφαλής τον στρατηγό Ετχέμ τον Κιρκάσιο που είχαν συμπολεμήσει με τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία. Αντίθετα η Τουρκία δεν δέχτηκε να εκδιώξει τον περίφημο παπά Ευθήμ (ιδρυτή του «Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου» ) καίτοι ήταν ο ίδιος ανταλλάξιμος. Παρόμοια η Ελλάδα σε ένδειξη «καλής θέλησης» παρέδωσε τον Οτσαλάν στους τούρκους πράκτορες (ώστε την επομένη ο τούρκος πρωθυπουργός Μπ. Ετζεβίτ να ευχαριστήσει την ελληνική πλευρά, κάτι που αποδεικνύει μια προηγηθείσα συνεννόηση), αλλά τη μεθεπομένη, όταν είχε επιτύχει τον σκοπό του, να στραφεί εναντίον της Ελλάδος και να την κατηγορεί ότι υποθάλπει τρομοκράτες. Κατόπιν τούτου ακολούθησε συνεννόηση μεταξύ των αρχών ασφαλείας των δύο χωρών και η Άγκυρα διαβίβασε έναν μακρύ κατάλογο αντικαθεστωτικών (κυρίως Κούρδων) που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα οι οποίοι και εξεδιώχθησαν (μεταξύ αυτών και άτομα που είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό, όπως η αναδεξιμιά του Μανώλη Γλέζου, ή άτομα που εργάζονταν σε υπηρεσίες όπως η ΕΡΤ κ.α. και τα οποία μετεγκαταστάθηκαν στη Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία, Γαλλία κ.ά.).

Δεύτερον: Σε αμφότερες τις περιπτώσεις παρατηρείται μια προσπάθεια οικονομικής συνεργασίας με επιχειρηματίες και άλλους ενδιαφερόμενους, κάτι που το 1930 στηλιτεύτηκε ιδιαίτερα από τον Τύπο της Αριστεράς.

Η προσπάθεια αυτή όμως κατά την πρόσφατη περίοδο, όπως θα δούμε πιο διεξοδικά στη συνέχεια, υπήρξε περισσότερο οργανωμένη και τα αποτελέσματά της πιο εντυπωσιακά.

Τρίτον: Σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπάρχουν πολιτιστικές ανταλλαγές. Την περίοδο του 1930 γνωστοί ελληνικοί θίασοι έδιναν παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη, που λόγω της ενάριθμης ελληνικής κοινότητας ήταν πολύ καλή αγορά, υπήρξαν συμπαραγωγές ταινιών ή ελληνικές ταινίες γυρίζονταν σε τουρκικά στούντιο, κάποιες τουρκικές παραστάσεις στην Αθήνα κ.λπ.

Αντίθετα στην πρόσφατη περίοδο οι ανταλλαγές είναι κυρίως μουσικών συγκροτημάτων και συναυλιών, ενώ αγορά για τούρκους καλλιτέχνες είναι πλέον η Δυτική Θράκη λόγω του κοινωνικομορφωτικού μετασχηματισμού της εκεί μειονότητας στη μετάβασή της από αγροτική-παραδοσιακή σε αστεακή κοινωνία.

Στην πρόσφατη περίοδο όμως παρατηρείται και μια έντονη ιδεολογική παρέμβαση διαμέσου της εκπαίδευσης στα πλαίσια της οποίας θα πρέπει να αξιολογηθεί και ο διορισμός της κ. Θάλειας Δραγώνα ως ειδικής γραμματέως του απεθνικοποιηθέντος υπουργείου Παιδείας. Αυτό όμως είναι συνάρτηση και άλλων παραμέτρων και αναλόγων μεθοδεύσεων.


Πηγή: Εφημερίδα το ΠΑΡΟΝ (20-12-2009)

akritas-history-of-makedonia

Δεν υπάρχουν σχόλια: