Οι εγχώριοι ανιστόρητοι φανατικοί νεολαίοι του κομμουνισμού οργάνωσαν εκδρομή στην Ακροναυπλία. Η επιλογή του μέρους όχι τυχαία, για να τους θυμίζει λέει τους… “αγώνες” τους και τη φυλακή.
Για να δούμε τι γράφουν οι κομμουνιστές του ΚΚΕ και μετά θα σας δείξουμε με στοιχεία και μαρτυρίες τι πραγματικά έγινε στις φυλακές της Ακροναυπλίας!
Ριζοσπάστης 6 Ιουλίου 2010:
(…) φέτος στο επίκεντρό του έχει την Ακροναυπλία: Το κάτεργο όπου φυλακίστηκαν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και εκατοντάδες αγωνιστές οι οποίοι, αντί να λυγίσουν, απέδειξαν τη δύναμη του ανθρώπου να στέκεται όρθιος όταν γνωρίζει πως ο κόσμος μπορεί να αλλάξει και θα αλλάξει.
(…) Από την Ακροναυπλία πέρασαν πάνω από 600 κρατούμενοι, που στην πλειοψηφία τους ήταν ηγετικά στελέχη του Κόμματος και του εργατικού κινήματος. Ο στόχος των αντιπάλων να συντρίψουν σωματικά και ψυχικά τον ηγετικό πυρήνα του ΚΚΕ όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε αλλά η Ακροναυπλία έμεινε διαχρονικό σύμβολο αξιοπρέπειας, περηφάνιας και αφοσίωσης στο δίκιο του λαού.
Ριζοσπάστης 8 Ιουλίου 2010:
Μα οι κομμουνιστές, ακόμα και όταν τους έκλειναν μέσα στα κάτεργα δεν υπερασπίζονται τον εαυτό τους, αλλά τα δίκια του λαού, τη δύναμη του λαού να ανατρέψει τους εκμεταλλευτές του. Αυτό ακριβώς προσπάθησαν να αντιπαλέψουν οι κυβερνήσεις του αστικού κράτους, επιχειρώντας να φυλακίσουν, να αποκόψουν τους κομμουνιστές από το λαό, να κάμψουν το φρόνημά τους με τις δηλώσεις αποκήρυξης του κομμουνισμού, να ανακόψουν την ίδια τη δύναμη του λαού και την ανοδική πορεία του κινήματος. Ετσι, δεν ήταν μόνο αυτά καθεαυτά τα κάτεργα όπως η Ακροναυπλία, αλλά η πάλη και μέσα σε αυτά – όπως και έξω – ανάμεσα στο δίκιο και το άδικο, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα.
Η αλήθεια θριάμβευσε στην Ακροναυπλία. Θριάμβευσε, έλαμψε και ποτίστηκε με το αίμα και τη θυσία των αγωνιστών. Από τους 625 μόνο Ακροναυπλιώτες, οι 218 εκτελέστηκαν από τους κατακτητές και άλλοι 200 εκτελέστηκαν στα χρόνια 1945 – ’53 ή έπεσαν στα πεδία των μαχών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Τι άλλο όμως έγινε στην Ακροναυπλία που ξέχασαν να μας το αναφέρουν;
Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί πήγε στην Ακροναυπλία ο Βούλγαρος Γραμματέας της πρεσβείας των Αθηνών μαζί με έναν επικεφαλής μιας μυστικής Γερμανικής υπηρεσίας. Εκεί βρήκαν φυλακισμένους κομμουνιστές που ενώ μπορούσαν μέσα στον γενικό χαμό να δραπετεύσουν δεν το έκαναν. Δεν το έκαναν διότι περίμεναν τους σύμμαχους τους Γερμανούς τότε να τους αποφυλακίσουν. 27 λοιπόν στελέχη του ΚΚΕ, Σλαβομακεδόνες, μαζί με τον Γενικό τους Γραμματέα έκαναν δήλωση ότι είναι Βούλγαροι υπήκοοι και αποφυλακίστηκαν. Αμέσως πήγαν στην Μακεδονία και στελέχωσαν τον …Εθνικοαπελευθερωτικό ΕΛΑΣ. Ήταν ανάμεσά τους και ο Τζήμας, ο κατοπινός Καπετάν Σαμαρινιώτης. Αρκετοί από αυτούς δημιούργησαν την «Βουλγαρική λέσχη Θεσσαλονίκης» που τόσα εγκλήματα έκανε σε βάρος των Ελλήνων. Για να καταλάβετε τι εννοώ, είναι σαν εκείνη την εποχή Γερμανόφιλοι των Αθηνών να δημιουργούσαν λέσχη Ελληνογερμανικής φιλίας. Δεν θα ήταν προδότες; Γιατί λοιπόν να μην είναι προδότες όσοι δημιούργησαν αυτή την Βουλγαρική λέσχη;
Ας δούμε τι λένε οι ίδιοι οι κομμουνιστές:
Ο Γιάννης Ιωαννίδης, που, ως οργανωτικός Γραμματέας του ΚΚΕ θα παίξει καθοριστικό ρόλο μαζί με τον Γραμματέα Γιώργη Σιάντο στην περίοδο 1941‐1945, ομολογεί αργότερα:
…Εμείς ήμασταν στην Ακροναυπλία. Το γερμανό ‐σοβιετικό σύμφωνο δεν το είδαμε με κακό μάτι. Το είδαμε με το πραγματικό μάτι, έτσι που το νομίζαμε. Ότι ενώ οι αγγλογάλλοι προσπαθούσαν να ρίξουν τον Χίτλερ εναντίον της, η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να τους προλάβει και να βάλει αυτούς να κάνουν πόλεμο μεταξύ τους. Έτσι η Σοβιετική Ένωση μένει ανέπαφη, ώστε αν γίνει τίποτε να είναι αυτή ρυθμιστής. Δηλαδή, τους έβαλε να τσακωθούν πρώτα μεταξύ τους. Οπότε θα έχουμε πολύ καλύτερα αποτελέσματα αργότερα, όταν αυτοί αδυνατίσουν. Αυτό το νόημα δώσαμε εμείς στο σύμφωνο, έτσι καθαρά. Αυτή ήταν η σκέψη η δική μου, αυτή τη σκέψη την είπα και στους άλλους συντρόφους. Αφού ο Μάγγος ο κακομοίρης, όταν μας πέφταν οι μπόμπες από πάνω, έλεγε: «Δε θα ρίξουνε εδώ μπόμπες οι Γερμανοί. Δεν τους αφήνει ο Μουστάκιας, έχει πει ότι εκεί πέρα είναι κομμουνιστές». Κατάλαβες; Τόση ήταν η πίστη στην δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης… (Από το βιβλίο του Ν. Μέρτζου “Τα 10 θανάσιμα αμαρτήματα του ΚΚΕ”)
Από το βιβλίο του Ν. Μέρτζου “Τα 10 Θανάσιμα αμαρτήματα του ΚΚΕ” :
Οι πρώτοι Ακροναυπλιώτες στελέχη του Κ.Κ.Ε. απελευθερώθηκαν τον Ιούνιο του 1941 με επέμβαση της πρεσβείας της Βουλγαρίας. Η φασιστική κυβέρνηση της Βουλγαρίας απήτησε και πέτυχε —ως σύμμαχος της χιτλερικής Γερμανίας και ως δύναμη Κατοχής της Ελλάδος— να απελευθερωθούν ως Βούλγαροι το γένος τα φυλακισμένα ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε. που ανήκαν στην λεγόμενη «μακεδονική ομάδα». Μεταξύ αυτών ήταν ο Ανδρέας Τσίπας, που, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. από τον Ιούλιο του 1941 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1941. Μαζί του απελευθερώθηκε ως «σλαβομακεδόνας» —αν και βλαχόφωνος— ο δικηγόρος Ανδρέας Τζήμας, βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου μέχρι την 4η Αυγούστου, που αμέσως προωθήθηκε στα ανώτατα ηγετικά κλιμάκια του ΚΚΕ μετά την απελευθέρωσή του από τους Βούλγαρους φασίστες: μέλος της Κ.Ε., μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε., υπεύθυνος για την οργάνωση του ΕΛΑΣ στην Ρούμελη, μέλος της τριανδρίας που κατηύθυνε τελικά τον ΕΛΑΣ (μαζί με τον Γ. Σιάντο και τον στρατηγό Στέφανο Σαράφη) και χαρακτηριστικά σύνδεσμος του ΕΛΑΣ, κατά την Κατοχή, με το Γενικό Στρατηγείο του Τίτο στην Γιουγκοσλαβία.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης αναφέρει σχετικά για την απελευθέρωση των συντρόφων του από τους Βούλγαρους και Γερμανούς φασίστες:
«Πρώτα βγήκε ο Παπανεδέλκος και ήρθε και τους πήρε. Στα τέλη του Ιούνη βγήκαν… Στον Τσίπα, που βγήκε πια με την αυτή… ήταν εκεί ο Γερμανός και ο Βούλγαρος γραμματέας της πρεσβείας. (…) Ναι η δική μας υπόδειξη (των Ακροναυπλιωτών) ήταν να αναλάβει Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής ο Τσίπας (…) διότι ο Τσίπας ήξερε όλη μας τη νοοτροπία, όλες τις σκέψεις μας σχετικά με το τι πρέπει να γίνει και πώς να παλέψει το Κόμμα. Κατάλαβες τι
γίνεται; Τα καθήκοντα του Κόμματος τα ήξερε. Μιλήσαμε συγκεκριμένα και ιδιαίτερα πολλές ώρες. Ακόμη και τη στιγμή, που ήρθε να τους πάρει ο Γερμανός με τον Βούλγαρο γραμματέα. Φυσικά αυτά γίνονταν στά γρήγορα. Εσύ και συ πάρτε τα πράγματα σας να φύγετε αμέσως, κατάλαβες; Ακόμα και κείνη τη στιγμή, ώσπου να μαζευτούνε όλοι, ήρθανε σε μένα ο Τζήμας και ο Τσίπας και πάλι τους είπαμε εμείς: Μην ξεχνάτε αυτά και κείνα τα πράγματα που είπαμε κλπ.»
Ο Α. Τζήμας περιγράφει τα γεγονότα:
Από Έκθεση του Ανδρέα Τζήμα
22 Ιούνη 1960
Αγαπητοί σύντροφοι,
Με μια μικρή καθυστέρηση απαντώ στις ερωτήσεις που μ’ ε’χετε βάλει.
(…)
6. Πότε απελευθερώθηκα από την Ακροναυπλία.
Από την Ακροναυπλία απελευθερώθηκα την 1η ακριβώς του Ιούλη 1941, μαζί με 26 ή 27 συντρόφους, από τους οποίους οι πιο πολλοί ήταν Σλαβομακεδόνες, από την περιοχή κυρίως της Φλώρινας και της Καστοριάς. Η αιτία της απελευθέρωσης μας ήταν η παρακάτω: Στον καιρό της μεταξικής δικτατορίας εξαπολύθηκε κύμα τρομοκρατίας εναντίον των Σλαβομακεδόνων. Μετά την υποδούλωση της Ελλάδος στους Γερμανοίταλούς φασίστες κατακτητές και την παραχώρηση της Αν. Μακεδονίας και Θράκης στους Βούλγαρους, καταβλήθηκε απ τους τελευταίους μια σύντονη προ σπάθεια για την απελευθε’ρωση των Σλαβομακεδόνων, που ήταν ακόμα στις φυλακές και την εξορία.
Μ” αυτό το τρόπο βγήκε από την Ακροναυπλία και ο Παπανεντέλκος, από τη Θεσσαλονίκη, καρροποιός το επάγγελμα, πολύ παλιός επαναστάτης. Αυτός όχι μονάχα ήταν Σλαβομακεδόνας αλλά είχε και Γερμανίδα γυναίκα, η οποία και ενήργησε για να βγει. Ο Παπανεντε’λκος, προτού φύγει από την Ακροναυπλία συνεννοήθηκε με την κομματική οργάνωση της Ακροναυπλίας να εκμεταλλευτεί την υπόθεση και για άλλους και να δώσει τα ονόματα των Σλαβομακεδόνων της Ακροναυπλίας, όπου νομίσει σκόπιμο, επιδκόκοντας να τους βγάλει. Αυτό και έγινε.
Αργά το απόγευμα της 30ής του Ιούνη στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας κατέφθασε μια αντιπροσωπεία απ’ την οποία ξεχώριζαν δυο αξιωματικοί της Γκεστάπο και ο γραμματέας της βουλγάρικης πρεσβείας. Εγώ από την άφιξη της ομάδας αυτής δεν είχα πληροφορηθεί τίποτα όταν ξαφνικά με σηκώνουν από το θάλαμο, στον οποίο διάβαζα, και με καλούν να κατέβω κάτω, στο διάδρομο.
Κατεβαίνοντας, έμεινα κατάπληκτος για τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί εκεί. Ήταν όλη η Ακροναυπλία. Ανοίγοντας με δυσκολία δρόμο ανάμεσα απ’ τους συντρόφους, που είχαν κατα¬κλύσει τις σκάλες, έφθασα στο ισόγειο, όπου με περίμενε και δεύτερη έκπληξη. Ο γραμματέας της βουλγάρικης πρεσβείας μού απευθύνει μια σειρά από ερωτήσεις σε «άπταιστη βουλγάρικη». Απάντησα με ευκολία στα σλαβομακεδόνικα. Κοντά στις άλλες ερωτήσεις ήταν και οι εξής: «Γιατί σε κλείσανε σε στρατόπεδο;». Απάντησα: «Σαν κομμουνιστή». «Τι θα κάνεις αν σε αφήσουμε ελεύθερο;». Απάντησα: «θα πάω στο σπίτι μου». Βέβαια, οι απαντήσεις μου δεν ήταν τόσο σύντομες, ιδιαίτερα η πρωτη απ’ τις δυο τελευταίες, αυτό όμως ήταν το νόημα τους. Πρέπει να σημειώσετε ότι δεν ήξερα τίποτα για τις ενέργειες του σ. Παπανεντέλκου και τη συνεννόηση του με την κομματική επιτροπή της Ακροναυπλίας. Έτσι οι απαντήσεις μου ήταν πολύ ελεύθερες και αβίαστες. Εγώ ήμουν ο τελευταίος που εξετάστηκε. Μόλις πήρε και την τελευταία μου απάντηση, ο γραμματέας της βουλγάρικης πρεσβείας μάς είπε: «Από αυτή τη στιγμή είστε ελεύθεροι, πάρετε τα πράγματα σας και αναχωρήστε για την Αθήνα, με εισιτήρια δικά μας (σιδηροδρομικά). Εκεί θα έλθετε στην πρεσβεία και θα κανονίσουμε για την επιστροφή στα σπίτια σας». Εγώ νόμιζα πως ονειρευόμουν. Όλοι οι σύντροφοι της Ακροναυπλίας πανηγύριζαν. Όταν ένας από τους αξιωματικούς του στρατοπέδου, ο Βουγάς, πληροφορήθηκε, ότι ανάμεσα στους άλλους φεύγω και γω, έκανε αγριεμένος διάβημα στον αξιωματικό της Γκεστάπο. Του έκοψε όμως εκείνος το βήχα αμέσως. Επειδή η ώρα ήταν προχωρημένη -είχε αρχίσει να σουρουπώνει- παρακάλεσα τον γραμματέα της πρεσβείας να φύγουμε την
επομένη το πρωί.
Δέχθηκε αμέσως, όπως και οι Γερμανοί αξιωματικοί. Αυτό ήταν πολύ λογικό και για μας σωτήριο. Γιατί, σύμφωνα με την κατάσταση που επικρατούσε τότε, χωρίς να έχουμε καμιά ταυτότητα και κανένα στοιχείο μπορούσε να συλληφθούμε την ίδια βραδιά από Γερμανούς ή Ιταλούς στην πόλη του Ναυπλίου και τότε τρέχα γύρευε. Οι σύντροφοι όμως αγνοώντας την κατάσταση -όπως την αγνοούσα και εγώ- μου ρίχθηκαν άγρια. Ιδιαίτερα ο μακαρίτης σ. Κ. Θέος. Πέρασα μια νύχτα αγωνίας, μη τυχόν οι ελληνικές αρχές και ιδιαίτερα οι αξιωματικοί του στρατοπέδου μας επιτύχουν την ανάκληση, μερική ή γενική, της διαταγής για την απόλυση μας. Ευτυχώς αυτό δεν έγινε και την επομένη το πρωί, μέσα σε γενική συγκίνηση και χαρά, φεύγαμε. Απ’ όλους πιο πολύ χαιρόμουνα εγώ, που δεν έγινα αφορμή κακού. Πού να ‘ξερα ότι αυτό μας έσωσε. Θυμάμαι την ημερομηνία της απελευθέρωσης μας, την 1η του Ιούλη, γιατί δυο ακριβώς χρόνια νωρίτερα, την πρώτη του Ιούλη του 1939 ανέβαινα τις σκάλες της Ακροναυπλίας. Την ίδια ώρα, 10η πρωινή. [...] Η υπόθεση είχε και την κωμική της πλευρά. Έξω από μένα, Έλληνα 100%, που μπορούσε όμως, εν ανάγκη, να περάσει και για Σλαβομακεδόνας γιατί ήξερα καλά τα σλαβομακεδόνικα και είχα μεγάλη επαφή και σχέσεις με Σλαβομακεδόνες, βγήκαν και «Σλαβομακεδόνες» από τη Μικρά Ασία… και μάλιστα και τέτοιοι, που δεν ξέρανε ούτε λέξη σλαβομακεδόνικα.
Η καθυστέρηση της αναχώρησης μας από την Ακροναυπλία είχε σαν αποτέλεσμα και την καλύτερη κατατόπιση μου για τη δουλειά που με περίμενε έξω. Με κάλεσε το βράδυ ο ο. Ιωαννίδης μαζί με τον Τσίπα και μου μίλησε. Ο Τσίπας ήξερε από προηγούμενα την υπόθεση και ήταν κατατοπισμένος για όλα. Τώρα με κατάτόπιζαν και μένα. Σύντομα, ο σύντροφος Ι. Ιωαννίδης, μου είπεν: «τώρα που βγαίνετε θα φροντίσετε να αναδιοργανώσετε το κόμμα. Στην επιτροπή που θα δημιουργήσετε, αφού έρθετε σε επαφή και με τους άλλους συντρόφους, που βγήκαν από τα νησιά, θα είσαι και συ. Για περισσότερα είναι κατατοπισμε’νος ο Ανδρέας Τσίπας». Ούτε ζήτησα τίποτα περισσότερο, συμφώνησα και χωρίσαμε. Το πρωί της επομένης, όπως είπα, αναχωρήσαμε. Φτάσαμε το βράδυ της πρώτης του Ιούλη στην Αθήνα. Η συγκοινωνία -ταξιδέψαμε με το τρένο- ήταν εκείνη την εποχή πολύ άθλια. Γι’ αυτό φθάσαμε αργά στο σταθμό της Πελοποννήσου. Περίπου στις 11 μ.μ. Σε μια ώρα διακόπτονταν η κυκλοφορία. Μ’ ένα σωρό πράγματα, που κανένας δεν ήθελε να αποχωριστεί. Δώρα, σε οικογένειες συντρόφων κ.λπ., κ.λπ. Επιστράτευσα τη μνήμη μου και τις γνώσεις της Αθήνας και σε μισή ώρα μεταφέραμε όλες τις αποσκευές μας στο γκαράζ του σ. Λευτέρη Χασάπη, που αφήσαμε στην Ακροναυπλία, και όλοι μας, λεύτεροι από το βάρος, κοιμηθήκαμε, είτε στα γειτονικά ξενοδοχεία, είτε σε φιλικά σπίτια, είτε -μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς και γω με τον Α. Τσίπα- στο σπίτι του Χασάπη.
Την επομένη το πρωί άρχισε με προσοχή η αποσυμφόρηση των αποσκευών και το κλείσιμο ραντεβού για τη βουλγάρικη πρεσβεία. Από εκεί περάσαμε όλοι και εφοδιαστήκαμε με βουλγαρικές ταυτότητες. Από αυτή τη στιγμή κινούμαστε πιο άνετα. Έχουμε ταυτότητες, που μπορούμε να παρουσιάσουμε τουλάχιστον στις αρχές κατοχής. Η πρεσβεία μάς ειδοποίησε για το αυτοκίνητο που σε λίγες μέρες αναχωρούσε για τη Μακεδονία -φορτηγό- και μας είπε, ότι όσοι θέλουν μπορούν να αναχωρήσουν για τη Θεσσαλονίκη. Όσοι θέλουν να μείνουν πρέπει να εξηγήσουν τους λόγους. Ένας από κείνους που δήλωσε ότι θα αναχωρήσει ήμουν και γω. Γιατί, θα εξηγήσω πιο κάτω.
Στο διάστημα των λίγων ημερών, που μεσολαβούν από την άφιξη μας στην Αθήνα, ως την αναχώρηση μας για τη Θεσσαλονίκη αναπτύσσουμε μεγάλη δραστηριότητα. Ερχόμαστε σ’ επαφή με τους σ. που είχαν δραπετεύσει από την Κίμωλο και τη Φολέγανδρο. (…)
(έρευνα στοιχείων και από τον ΔΑΙΔΑΛΟ)
blackblogofcommunism.com
Μοιραστείτε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου