Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Στις καλένδες η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ

Στις καλένδες η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ

Ακόμη και αν θα το ήθελε, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να «σώσει» από μόνη της την παρτίδα για την Ελλάδα. Χωρίς αποσαφήνιση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό χρέος και συμφωνία σε επίπεδο Eurogroup, δεν είναι σε θέση να «αυτονομηθεί» και να αποφασίσει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), δίνοντας με τον τρόπο αυτό το πολυπόθητο σήμα για την ομαλοποίηση της χρηματοδότησης προς την ελληνική οικονομία και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Αυτό απαντούν υψηλόβαθμες πηγές της Ευρωζώνης στο ερώτημα αν η ΕΚΤ θα αποτελέσει το «τελευταίο καταφύγιο» της Ελλάδας, όπως πιστεύει η κυβέρνηση, στην πολύ πιθανή περίπτωση που Βερολίνο και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν καταλήξουν μέχρι το τέλος του έτους σε συμφωνία για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους ή, πολύ χειρότερα, παρατείνουν τη συζήτηση για το 2018.
Το θέμα της αποσαφήνισης του τοπίου για το ελληνικό χρέος συζητήθηκε αναλυτικά χθες στο Eurogroup, στο οποίο συμμετείχαν επίσης ο διοικητής της ΕΚΤ, Mario Draghi, και το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου Benoît Cœuré, χωρίς ωστόσο οι παρεμβάσεις τους να λειτουργήσουν καταλυτικά προς την κατεύθυνση επιτάχυνσης των αποφάσεων, αν κρίνει κανείς από την επίμονη θέση του προέδρου της Ευρωομάδας, Jeroen Dijsselbloem ότι τα πιο μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα συζητηθούν μετά το τέλος του προγράμματος το 2018.
Απαραίτητα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος
Κατά τις ίδιες πηγές, ο προσδιορισμός από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) μόνο του βραχυπρόθεσμου σκέλους των παρεμβάσεων για το χρέος (σ.σ. όσων πραγματοποιηθούν δηλαδή μέχρι το 2018) δεν επαρκεί για να διασφαλίσει την απαραίτητη «ορατότητα» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αποδυναμώνεται έτσι αισθητά το σενάριο η ΕΚΤ να αξιολογήσει θετικά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους με βάση την ανάλυση που θα εκπονηθεί για λογαριασμό του διοικητικού της συμβουλίου, εφόσον δεν ληφθούν αποφάσεις για την περίοδο μετά το 2018.
Η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση αποτελεί το μοναδικό «χαρτί» που θα έχει να επικαλεστεί στην πορεία η κυβέρνηση, διεκδικώντας την ως αντίδωρο από τους δανειστές μας, εφόσον υλοποιηθούν τα προαπαιτούμενα και της δεύτερης αξιολόγησης.
AdTech Ad
Η ανάλυση του χρέους αποτελεί τη μία από τις τρεις προϋποθέσεις που θα εξετάσει η ΕΚΤ για να αποφασίσει αν θα ανοίξει τις πόρτες του QE για την Ελλάδα στο τέλος του 2016 ή στις αρχές του 2017. Ακόμη και αν οι άλλοι δύο όροι εκπληρωθούν –δηλαδή η Ελλάδα ολοκληρώσει εγκαίρως τη δεύτερη αξιολόγηση του μνημονίου τον Νοέμβριο - Δεκέμβριο και το Eurogroup επικυρώσει την πρόοδο– η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα είναι μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση για την ΕΚΤ όσο δεν υπάρχουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα στο τραπέζι, ακόμη και αν, όπως λέγεται, η πλειοψηφία των μελών της διάκειται θετικά στην υποστήριξη της Ελλάδας μέσω του QE.
Η ανάλυση βιωσιμότητας της ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη από την αντίστοιχη έκθεση που πρόκειται να δημοσιεύσει το ΔΝΤ τον Δεκέμβριο. Ωστόσο και οι δύο υπόκεινται στις ίδιες αιρέσεις, καθώς για να εγκριθεί η απόφαση αγοράς ελληνικού χρέους (ομολόγων) από την ΕΚΤ –όπως αντίστοιχα η παροχή νέων δανείων από το Ταμείο στην Ελλάδα– θα πρέπει να στοιχειοθετείται τουλάχιστον η μεσοπρόθεσμη δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της.
Η κόντρα Βερολίνου - ΔΝΤ προβληματίζει την ΕΚΤ
Παρά το γεγονός ότι στην ΕΚΤ προσπαθούν να δίνουν την αίσθηση ότι οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου είναι «από-πολιτικοποιημένες» και οι ενέργειές τους υπακούουν σε οικονομικά κριτήρια, είναι κοινό μυστικό πως η διελκυστίνδα ανάμεσα στο Βερολίνο και το ΔΝΤ έχει περάσει σε σημαντικό βαθμό και στο εσωτερικό της ΕΚΤ.
Σημαντικός αριθμός κεντρικών τραπεζιτών θεωρούν απαραίτητο να αποσαφηνιστούν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα και ει δυνατόν τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος που θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του μνημονίου. Και αντιδρούν στις υπόνοιες ότι η Γερμανία, η Ολλανδία και άλλες χώρες επιχειρούν να εμπλέξουν στον πολιτικό τους κύκλο το ελληνικό πρόβλημα και να παρατείνουν τη λήψη αποφάσεων για την περίοδο μετά τις εκλογές του 2017 ή και μετά το καλοκαίρι του 2018.
Η στάση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα «συμπάθειας» προς την κυβέρνηση ή διαφωνίας προς τις πολιτικές του Βερολίνου, αλλά υπαγορεύεται από την αντίληψη ότι η Ελλάδα ως η μοναδική οικονομία της Ευρωζώνης που παραμένει παντελώς αποκλεισμένη από τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια σε μια περίοδο άπλετης και πάμφθηνης ρευστότητας, θα πρέπει να υποστηριχθεί ώστε σταδιακά να αποκτήσει πρόσβαση στη ρευστότητα των αγορών. Και προϋποθέσεις για αυτό μπορούν στη συγκεκριμένη συγκυρία να διαμορφωθούν αρχικά με την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων για αγορά από την ΕΚΤ και αφετέρου με την αναβάθμιση της αξιολόγησης του αξιόχρεου της οικονομίας και των επιχειρήσεων της από τους τρεις μεγάλους αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης.


Μοιραστείτε

Share/Bookmark

Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

Δεν υπάρχουν σχόλια: