Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Αντιμέτωποι με τις αυταπάτες τους

Αντιμέτωποι με τις αυταπάτες τους
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι πλέον μόνος του. Το πρόβλημα είναι ότι μαζί με την κυβέρνησή του που ψήφισε τα πάντα αλλά δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει το μείγμα προς όφελος της ανάπτυξης, οδηγεί στην απομόνωση μια ολόκληρη χώρα.
Με το αφήγημα του χρέους να καταρρέει και τον στόχο της ποσοτικής χαλάρωσης να πηγαίνει στις καλένδες, πλέον το καταλαβαίνουν όλο και περισσότεροι. Από τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες που στήριξαν με νύχια και με δόντια την «αλλαγή» και τώρα ψέγουν τον Τσίπρα για «ιδεοληπτικές νοοτροπίες», μέχρι τους ευρωπαίους «συμμάχους» που παρέσυραν την κυβέρνηση στο παιχνίδι της σύγκρουσης με το Βερολίνο και το ΔΝΤ και τώρα αποστασιοποιούνται. Οι τελευταίες αυταπάτες της κυβέρνησης σβήνουν, και στη θέση τους ξεφυτρώνουν μηνύματα ότι έχει πλέον ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση.
Οι δανειστές έναντι των οποίων η χώρα είναι υπόλογη μέσω των μνημονίων, είχαν προειδοποιήσει από την αρχή ότι κάποια στιγμή θα βρισκόμασταν σε αυτή τη δύσκολη θέση. Όσα λεφτά και αν εκταμιεύσουν προς την Ελλάδα, αν δεν βρεθεί κάποιος στο τιμόνι να κάνει αυτό που πρέπει για να πάρει μπροστά η μηχανή και να αρχίσει να λειτουργεί η οικονομία, θα επιστρέφουμε συνεχώς στο ίδιο αδιέξοδο.
Να που τώρα πλησιάζουμε και πάλι εκεί. Ακριβώς  στο σημείο που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δείχνει ξανά με το δάχτυλο την Ελλάδα σαν μια χώρα που δεν θα μπορέσει να παραμείνει στο ευρώ αν δεν πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτή την πρόκληση ήταν εξ αρχής να αναζητήσει τη
λύση στο μύθο της «ελάφρυνσης» του χρέους, εκλιπαρώντας πλέον για μια λύση – δεκανίκι ώστε να κρύψει κάτω από το χαλί τις αδυναμίες της στην άσκηση πολιτικής. Ο στόχος ήταν εξ αρχής -και παραμένει- η πολιτική διαχείριση της κρίσης με όρους διάσωσης των εκλογικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι την επόμενη μέρα της χώρας.
Ο κίνδυνος είναι πάντα αυτός του Grexit, και αν δεν το έχουμε καταλάβει ακόμη, επείγει να το κάνουμε. Σε ένα χρόνο από σήμερα λήγει το 3ο μνημόνιο και οι διαθέσιμες επιλογές για τη μοναδική χώρα της ευρωζώνης που βρίσκεται στην κατάψυξη, είναι δύο: ένα 4ο μνημόνιο με χρηματοδότηση πολλών δισεκατομμυρίων αν βρισκόμαστε ακόμη σε αδυναμία να αντλήσουμε κεφάλαια από τους επενδυτές με χαμηλά επιτόκια, ή η έξοδος μας στις αγορές που το πιθανότερο είναι πως θα μοιάζει με την έξοδο του Μεσολογγίου καθώς θα μας οδηγεί κατευθείαν στο Grexit και την «τακτοποίηση» της ανθρωπιστικής κρίσης με ένα πακέτο βοήθειας μερικών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ακόμη κι αν στο εσωτερικό μας αρέσει να βλέπουμε στο πρόσωπο του γερμανού υπουργού Οικονομικών τον μεγαλύτερο εχθρό που θέλει να μας πετάξει έξω από την ευρωζώνη, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είμαστε εμείς που τις περισσότερες φορές κάνουμε τα πράγματα μαντάρα μόνοι μας.
Και την ευθύνη που μετά από επτά χρόνια μνημονίων η Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο άξονά της κρίσης δεν την έχει φυσικά μόνο ο Τσίπρας . Είχε προηγηθεί ο Σαμαράς, ο Παπανδρέου, ο Καραμανλής κ.α επί των ημερών των οποίων η χώρα παρέμεινε με δανεικά στο ευρώ, αλλά ούτε θεσμικά θωρακίστηκε, ούτε ανάπτυξη γνώρισε, ούτε πραγματικές μεταρρυθμίσεις έκανε στη δικαιοσύνη, τη φορολογία, το ασφαλιστικό, την εκπαίδευση και το επενδυτικό περιβάλλον.
Οι δύο κυβερνήσεις των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ πήγαν, όμως, την κατάσταση στα άκρα. Από το καλοκαίρι του 2015 που επέλεξαν στρατηγικά την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μείνει με το ένα πόδι απ’ έξω και να μην εισρεύσει «φράγκο» στην οικονομία.
Δεν χρειάζεται να θυμηθούμε το παρελθόν αλλά να κοιτάξουμε το μέλλον. Το ζήτημα είναι ότι έχουν πλέον συμφωνήσει σε ένα μνημόνιο με υπερβολικές απαιτήσεις σε περικοπές, πλεονάσματα και ρυθμούς ανάπτυξης, που για να επαληθευτούν θα πρέπει η χώρα τα επόμενα πέντε χρόνια να προσελκύει επενδύσεις 50-60 δισ. ευρώ ετησίως. Σήμερα βρισκόμαστε στα 20 δισ. ευρώ, τα χαμηλότερα επίπεδα της Ιστορίας. Αν δεν αλλάξει αυτό το νούμερο, όλα τα υπόλοιπα είναι μάταια.
Πως θα το πετύχει αυτό η χώρα χωρίς τράπεζες ικανές να δανείσουν, χωρίς πηγές χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις, χωρίς ξένους επενδυτές που να εμπιστεύονται τα λεφτά τους, χωρίς ελευθερία στην κίνηση των κεφαλαίων;
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε στην σύντομη ποσοτική χαλάρωση, ούτε στη ρύθμιση του χρέους στα οποία επένδυσε η κυβέρνηση και έχασε χρόνο.  Αυτά είναι ενδιάμεσα εργαλεία που μπορούν να συνδράμουν αλλά όχι να αποτελέσουν από μόνα τους τη λύση.
Μπορεί μέσα στον επόμενο χρόνο η χώρα να δείξει ένα ριζικά διαφορετικό πρόσωπο και να αρχίσει να κάνει όσα δεν έκανε μέχρι σήμερα; Να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα τους δανειστές και ακόμη σοβαρότερα τους επενδυτές; Εκεί θα κριθεί το στοίχημα.


Μοιραστείτε

Share/Bookmark

Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

Δεν υπάρχουν σχόλια: