Οι εκλογές στις ΗΠΑ ήταν πάντα βαρυσήμαντο γεγονός. Αυτή τη φορά, όμως, λόγω Τραμπ, είναι καθοριστικές για τις παγκόσμιες ισορροπίες, άρα και για τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα οφείλει να είναι αυστηρά ουδέτερη για μια σειρά λόγων που θα εξηγηθούν στη συνέχεια. Κι αυτό, παρά την “ειδική σχέση” του Τραμπ με τον Ερντογάν.
Γράφει ο Ζαχαρίας Β. Μίχας*
Ο πρώτος λόγος που επιβάλει την τήρηση αυστηρής ουδετερότητας είναι λόγος αρχής. Η Ελλάδα δεν πρέπει ως κράτος να εμφανιστεί ότι προσπαθεί να επηρεάσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση μέσω των Ελληνοαμερικανών. Δουλειά της ελληνικής διπλωματίας είναι να προωθεί τα εθνικά συμφέροντα στην Ουάσιγκτον.
Όπως έχει πολλάκις αποδειχθεί, ο Λευκός Οίκος δεν αποφασίζει μόνος του. Το Πεντάγωνο, το State Department και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (NSC) έχουν θεσμικό ρόλο να συνκαθορίζουν τα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ και το Κογκρέσο συνδιαμορφώνει την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Ο εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στον Τραμπ και τον Μπάιντεν είναι πιο σύνθετος από όσα καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις. Το ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά της αναμέτρησης δεν επιτρέπουν ασφαλή πρόβλεψη. Η Ελλάδα πρέπει να εστιάζει στην επόμενη ημέρα, εκτιμώντας το πως μπορεί να επηρεαστούν τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος από την εκλογή του ενός ή του άλλου υποψηφίου.
Στην προεκλογική περίοδο πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν. Ο Τραμπ έχει κίνητρα να τροποποιήσει την συμπεριφορά του απέναντι στην Τουρκία, ενώ η αντιτουρκική έξαρση του Μπάιντεν μπορεί να ερμηνευθεί και με βάση την πολιτική αναγκαιότητα της συγκυρίας.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει κατηγορηθεί εύλογα για την τήρηση ευμενούς στάσης απέναντι στον Ερντογάν. Η στάση αυτή έχει ερμηνευθεί με βάση το προσωπικό επιχειρηματικό του συμφέρον, με βάση ισχυρές είναι η αλήθεια ενδείξεις.
Εξίσου αληθές είναι όμως ότι σημαντικά μέλη της κυβέρνησης Τραμπ (π.χ. ο υπουργός Εξωτερικών Πομπέο) έχουν τείνει ευήκοον ους στις ελληνικές θέσεις. Επίσης, στην πράξη οι ΗΠΑ έχουν δείξει σε στρατιωτικό, διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο ότι –ασχέτως της θέσης τους απέναντι στην Τουρκία– ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Μπορεί για τις ΗΠΑ το γεωπολιτικό “οικόπεδο” Τουρκία να θεωρείται αναντικατάστατο, αλλά και η στρατηγική σημασία της “δεύτερης ζώνης” που είναι η Ελλάδα (στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ) έχει αυξηθεί. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των εξελίξεων μετά το 1990.
Η τάση ανεξαρτητοποίησης της Τουρκίας από τις δυτικές δομές ασφάλειας είναι γεγονός. Η Άγκυρα αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ ως έναν εκ των κυρίων πόλων του διεθνούς συστήματος, αλλά “παίζει” και με τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και με την ΕΕ, αν και αυτή την τοποθετεί ένα σκαλί πιο κάτω. Ουσιαστικά προσπαθεί να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα από όλους. Στην Ανατολική Μεσόγειο κύριο ρόλο διαδραματίζει η Ρωσία.
Εφαρμόζοντας τη στρατηγική “play one against the other” (παίζοντας τον έναν απέναντι στον άλλον), η Τουρκία επιχειρεί να εμπλέξει Ουάσιγκτον και Μόσχα σε έναν πλειστηριασμό ανταλλαγμάτων για να κερδίσουν το τοπικό “γεωπολιτικό έπαθλο“. Η Τουρκία ασφαλώς δεν διστάζει να διακηρύσσει ότι η πολιτική της θα παραμείνει ανεξάρτητη και θα αποφύγει την ταύτιση με οποιονδήποτε.
Με τον τρόπο αυτό όμως, αφενός αναλαμβάνει το ρίσκο η στρατηγική της να θεωρηθεί εκβιαστική και να προκύψει στο μέλλον συσπείρωση με αντιτουρκικό περιεχόμενο. Ίσως και να καταλήξει με την πλάτη στον τοίχο, εξοργίζοντας αμφότερες τις μεγάλες δυνάμεις, κάτι που εν πολλοίς έχει ήδη συμβεί. Η στρατηγική αυτή όμως, δικαιολογεί και τη νέα οπτική της Ουάσιγκτον απέναντι στην Ελλάδα.
Η υπόθεση της προμήθειας των S-400, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Με την εμπλοκή τους στην Ελλάδα, οι ΗΠΑ διαμηνύουν εμμέσως στην Τουρκία ότι η εποχή των εκβιασμών με όπλο την αναντικατάστατη σημασία του τουρκικού χώρου για το ΝΑΤΟ έχει παρέλθει.
Ακόμη και αν εξακολουθούν να πιστεύουν στην σημασία της Τουρκίας, υπάρχει όριο στα ανταλλάγματα που μπορούν να δοθούν. Και σίγουρα αυτά δεν μπορεί να στρέφονται απροκάλυπτα σε βάρος άλλων συμμάχων.
Κατά συνέπεια, το “Σχέδιο Β” των Αμερικανών συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα. Πιθανότατα δε, δεν θα τροποποιηθεί ακόμα και σε περίπτωση δραστικής αλλαγής της τουρκικής στάσης, η οποία εκτιμάται ως απίθανη, κάτι που επιβεβαιώνει με τη στάση του σε καθημερινή βάση ο Ερντογάν.
Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Μπάιντεν έχει λόγους να στραφεί ρητορικά κατά την Τουρκίας. Ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ομπάμα δεν αντέδρασε στη μεσανατολική πολιτική του, που εν πολλοίς ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και κάνει πολλές δυνάμεις να αντιμετωπίζουν την υποψηφιότητά του, τουλάχιστον με σκεπτικισμό.
Η προεδρία Ομπάμα ευθύνεται για το “φλερτ” με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στη Μέση Ανατολή με εν πολλοίς ιδεοληπτικά επιχειρήματα περί προώθησης της δημοκρατίας στην περιοχή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες που έχουν καθορίσει της μεταπολεμικές ισορροπίες.
Ταυτόχρονα, η πολιτική Ομπάμα επεχείρησε να εισαγάγει μεγάλες αλλαγές στην αντιμετώπιση του σιιτικού στοιχείου στη Μέση Ανατολή, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου και όχι μόνο, ενώ οδήγησε και σε σχεδόν κρίση τις σχέσεις με το Ισραήλ.
Η –με διαμεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου– εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Εμιράτων είναι ίσως η σιωπηρή συμφωνία των δύο χωρών να προσφέρουν στον Τραμπ μια επιτυχία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, με στόχο να τον ενισχύσουν προεκλογικά.
Παράλληλα, η επιλογή της Κάμαλα Χάρις από τον Μπάιντεν για τη θέση του υποψήφιου αντιπροέδρου, στέλνει μηνύματα, επειδή ο “θηλυκός Ομπάμα” χρησιμοποιεί ρητορική με αναφορές στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, εγείροντας φόβους στη Μέση Ανατολή.
Καλό θα ήταν να μη λησμονηθεί η “Αραβική Άνοιξη”. Ειδικότερα στην περίπτωση της Αιγύπτου, μετά τις εξελίξεις των τελευταίων ετών, η Ελλάδα έχει κατανοήσει επαρκώς ότι εάν δεν είχε ανατραπεί ο πρόεδρος Μόρσι από τον στρατάρχη Σίσι, το πρόβλημα για την Αθήνα δεν θα ήταν μόνο το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά και μια συμφωνία Τουρκίας-Αιγύπτου, η οποία σχεδόν θα εκμηδένιζε την ελληνική ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και μόνο γι’ αυτό, οι όμορφες αναφορές σε δημοκρατία πρέπει να αντιμετωπίζονται με περίσκεψη, καθότι πρέπει να συνυπολογίζονται οι παράμετροι που καθορίζουν τις ισορροπίες στην Μέση Ανατολή, όπου το πολιτισμικό υπόβαθρο είναι διαφορετικό.
Οι αναφορές αυτές καθιστούν προφανές γιατί η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει στάση αυστηρής ουδετερότητας στις αμερικανικές εκλογές. Αφενός για να αποφύγει όσο είναι δυνατόν δυσάρεστες καταστάσεις εάν δεν εκλεγεί ο Μπάιντεν, αφετέρου για να μην έρθει σε αντιπαράθεση με χώρες-κλειδιά της άτυπης αλλά υπαρκτής αντιτουρκικής συμμαχίας στην περιοχή: της Αιγύπτου, του Ισραήλ και των Εμιράτων.
Καταληκτικά, η μάχη για την προεδρία στις ΗΠΑ δεν έχει κριθεί. Ο Τραμπ δείχνει να έχει διατηρήσει μεγάλο μέρος τον ψηφοφόρων που το εξέλεξαν την πρώτη φορά. Από την άλλη πλευρά, ο Μπάιντεν έχει πολιτική ανάγκη να επιτεθεί στην Τουρκία. Το πώς ακριβώς θα μεταφραστεί αυτό σε εφαρμοσμένη πολιτική μένει να το δούμε.
Όπως ο ίδιος θα μπορούσε να “μαλακώσει” την προσέγγισή του, άλλο τόσο και ο Τραμπ θα μπορούσε να “σκληρύνει” τη δική του απέναντι στον Ερντογάν. Τα συμφέροντα στην Τουρκία θα μπορούσαν εύκολα να αντισταθμιστούν ειδικά όταν η συζήτηση αφορά τις πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου.
*Ο Ζαχαρίας Β. Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)
Γράφει ο Ζαχαρίας Β. Μίχας*
Ο πρώτος λόγος που επιβάλει την τήρηση αυστηρής ουδετερότητας είναι λόγος αρχής. Η Ελλάδα δεν πρέπει ως κράτος να εμφανιστεί ότι προσπαθεί να επηρεάσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση μέσω των Ελληνοαμερικανών. Δουλειά της ελληνικής διπλωματίας είναι να προωθεί τα εθνικά συμφέροντα στην Ουάσιγκτον.
Όπως έχει πολλάκις αποδειχθεί, ο Λευκός Οίκος δεν αποφασίζει μόνος του. Το Πεντάγωνο, το State Department και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (NSC) έχουν θεσμικό ρόλο να συνκαθορίζουν τα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ και το Κογκρέσο συνδιαμορφώνει την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Ο εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στον Τραμπ και τον Μπάιντεν είναι πιο σύνθετος από όσα καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις. Το ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά της αναμέτρησης δεν επιτρέπουν ασφαλή πρόβλεψη. Η Ελλάδα πρέπει να εστιάζει στην επόμενη ημέρα, εκτιμώντας το πως μπορεί να επηρεαστούν τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος από την εκλογή του ενός ή του άλλου υποψηφίου.
Στην προεκλογική περίοδο πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν. Ο Τραμπ έχει κίνητρα να τροποποιήσει την συμπεριφορά του απέναντι στην Τουρκία, ενώ η αντιτουρκική έξαρση του Μπάιντεν μπορεί να ερμηνευθεί και με βάση την πολιτική αναγκαιότητα της συγκυρίας.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει κατηγορηθεί εύλογα για την τήρηση ευμενούς στάσης απέναντι στον Ερντογάν. Η στάση αυτή έχει ερμηνευθεί με βάση το προσωπικό επιχειρηματικό του συμφέρον, με βάση ισχυρές είναι η αλήθεια ενδείξεις.
Εξίσου αληθές είναι όμως ότι σημαντικά μέλη της κυβέρνησης Τραμπ (π.χ. ο υπουργός Εξωτερικών Πομπέο) έχουν τείνει ευήκοον ους στις ελληνικές θέσεις. Επίσης, στην πράξη οι ΗΠΑ έχουν δείξει σε στρατιωτικό, διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο ότι –ασχέτως της θέσης τους απέναντι στην Τουρκία– ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Μπορεί για τις ΗΠΑ το γεωπολιτικό “οικόπεδο” Τουρκία να θεωρείται αναντικατάστατο, αλλά και η στρατηγική σημασία της “δεύτερης ζώνης” που είναι η Ελλάδα (στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ) έχει αυξηθεί. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των εξελίξεων μετά το 1990.
Η τάση ανεξαρτητοποίησης της Τουρκίας από τις δυτικές δομές ασφάλειας είναι γεγονός. Η Άγκυρα αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ ως έναν εκ των κυρίων πόλων του διεθνούς συστήματος, αλλά “παίζει” και με τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και με την ΕΕ, αν και αυτή την τοποθετεί ένα σκαλί πιο κάτω. Ουσιαστικά προσπαθεί να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα από όλους. Στην Ανατολική Μεσόγειο κύριο ρόλο διαδραματίζει η Ρωσία.
Εφαρμόζοντας τη στρατηγική “play one against the other” (παίζοντας τον έναν απέναντι στον άλλον), η Τουρκία επιχειρεί να εμπλέξει Ουάσιγκτον και Μόσχα σε έναν πλειστηριασμό ανταλλαγμάτων για να κερδίσουν το τοπικό “γεωπολιτικό έπαθλο“. Η Τουρκία ασφαλώς δεν διστάζει να διακηρύσσει ότι η πολιτική της θα παραμείνει ανεξάρτητη και θα αποφύγει την ταύτιση με οποιονδήποτε.
Με τον τρόπο αυτό όμως, αφενός αναλαμβάνει το ρίσκο η στρατηγική της να θεωρηθεί εκβιαστική και να προκύψει στο μέλλον συσπείρωση με αντιτουρκικό περιεχόμενο. Ίσως και να καταλήξει με την πλάτη στον τοίχο, εξοργίζοντας αμφότερες τις μεγάλες δυνάμεις, κάτι που εν πολλοίς έχει ήδη συμβεί. Η στρατηγική αυτή όμως, δικαιολογεί και τη νέα οπτική της Ουάσιγκτον απέναντι στην Ελλάδα.
Η υπόθεση της προμήθειας των S-400, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Με την εμπλοκή τους στην Ελλάδα, οι ΗΠΑ διαμηνύουν εμμέσως στην Τουρκία ότι η εποχή των εκβιασμών με όπλο την αναντικατάστατη σημασία του τουρκικού χώρου για το ΝΑΤΟ έχει παρέλθει.
Ακόμη και αν εξακολουθούν να πιστεύουν στην σημασία της Τουρκίας, υπάρχει όριο στα ανταλλάγματα που μπορούν να δοθούν. Και σίγουρα αυτά δεν μπορεί να στρέφονται απροκάλυπτα σε βάρος άλλων συμμάχων.
Κατά συνέπεια, το “Σχέδιο Β” των Αμερικανών συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα. Πιθανότατα δε, δεν θα τροποποιηθεί ακόμα και σε περίπτωση δραστικής αλλαγής της τουρκικής στάσης, η οποία εκτιμάται ως απίθανη, κάτι που επιβεβαιώνει με τη στάση του σε καθημερινή βάση ο Ερντογάν.
Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Μπάιντεν έχει λόγους να στραφεί ρητορικά κατά την Τουρκίας. Ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ομπάμα δεν αντέδρασε στη μεσανατολική πολιτική του, που εν πολλοίς ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και κάνει πολλές δυνάμεις να αντιμετωπίζουν την υποψηφιότητά του, τουλάχιστον με σκεπτικισμό.
Η προεδρία Ομπάμα ευθύνεται για το “φλερτ” με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στη Μέση Ανατολή με εν πολλοίς ιδεοληπτικά επιχειρήματα περί προώθησης της δημοκρατίας στην περιοχή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες που έχουν καθορίσει της μεταπολεμικές ισορροπίες.
Ταυτόχρονα, η πολιτική Ομπάμα επεχείρησε να εισαγάγει μεγάλες αλλαγές στην αντιμετώπιση του σιιτικού στοιχείου στη Μέση Ανατολή, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου και όχι μόνο, ενώ οδήγησε και σε σχεδόν κρίση τις σχέσεις με το Ισραήλ.
Η –με διαμεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου– εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Εμιράτων είναι ίσως η σιωπηρή συμφωνία των δύο χωρών να προσφέρουν στον Τραμπ μια επιτυχία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, με στόχο να τον ενισχύσουν προεκλογικά.
Παράλληλα, η επιλογή της Κάμαλα Χάρις από τον Μπάιντεν για τη θέση του υποψήφιου αντιπροέδρου, στέλνει μηνύματα, επειδή ο “θηλυκός Ομπάμα” χρησιμοποιεί ρητορική με αναφορές στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, εγείροντας φόβους στη Μέση Ανατολή.
Καλό θα ήταν να μη λησμονηθεί η “Αραβική Άνοιξη”. Ειδικότερα στην περίπτωση της Αιγύπτου, μετά τις εξελίξεις των τελευταίων ετών, η Ελλάδα έχει κατανοήσει επαρκώς ότι εάν δεν είχε ανατραπεί ο πρόεδρος Μόρσι από τον στρατάρχη Σίσι, το πρόβλημα για την Αθήνα δεν θα ήταν μόνο το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά και μια συμφωνία Τουρκίας-Αιγύπτου, η οποία σχεδόν θα εκμηδένιζε την ελληνική ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και μόνο γι’ αυτό, οι όμορφες αναφορές σε δημοκρατία πρέπει να αντιμετωπίζονται με περίσκεψη, καθότι πρέπει να συνυπολογίζονται οι παράμετροι που καθορίζουν τις ισορροπίες στην Μέση Ανατολή, όπου το πολιτισμικό υπόβαθρο είναι διαφορετικό.
Οι αναφορές αυτές καθιστούν προφανές γιατί η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει στάση αυστηρής ουδετερότητας στις αμερικανικές εκλογές. Αφενός για να αποφύγει όσο είναι δυνατόν δυσάρεστες καταστάσεις εάν δεν εκλεγεί ο Μπάιντεν, αφετέρου για να μην έρθει σε αντιπαράθεση με χώρες-κλειδιά της άτυπης αλλά υπαρκτής αντιτουρκικής συμμαχίας στην περιοχή: της Αιγύπτου, του Ισραήλ και των Εμιράτων.
Καταληκτικά, η μάχη για την προεδρία στις ΗΠΑ δεν έχει κριθεί. Ο Τραμπ δείχνει να έχει διατηρήσει μεγάλο μέρος τον ψηφοφόρων που το εξέλεξαν την πρώτη φορά. Από την άλλη πλευρά, ο Μπάιντεν έχει πολιτική ανάγκη να επιτεθεί στην Τουρκία. Το πώς ακριβώς θα μεταφραστεί αυτό σε εφαρμοσμένη πολιτική μένει να το δούμε.
Όπως ο ίδιος θα μπορούσε να “μαλακώσει” την προσέγγισή του, άλλο τόσο και ο Τραμπ θα μπορούσε να “σκληρύνει” τη δική του απέναντι στον Ερντογάν. Τα συμφέροντα στην Τουρκία θα μπορούσαν εύκολα να αντισταθμιστούν ειδικά όταν η συζήτηση αφορά τις πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου.
*Ο Ζαχαρίας Β. Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου