Απόστολος Πιστόλας
Στην οικονομική κρίση του 2010 η Ελλάς δε μπορούσε να εξυπηρετήσει το χρέος της. Οι αγορές ήταν κλειστές και αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της ΕΕ ώστε να λύσει το πρόβλημα.
Οι συμφωνίες-λύση του προβλήματος ήταν τα γνωστά μνημόνια. Στην αρχή η πλειοψηφία των πολιτών στήριξε την κυβέρνηση. Καθώς όμως ο καιρός περνούσε και τα μέτρα των μνημονίων χτυπούσαν την τσέπη τους και άρα τον τρόπο ζωής τους οι πολίτες άρχισαν να αισθάνονται κούραση και έπειτα ανασφάλεια και φόβο για το μέλλον. Εκεί γεννήθηκε το «κίνημα των αγανακτισμένων», η πάνω και η κάτω πλατεία. Εκεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης άρχισαν να «χτυπάνε» το πρόβλημα αλλά κυρίως τη λύση που δόθηκε από την κυβέρνηση και να προτείνουν τον δικό τους εναλλακτικό δρόμο (από λογικές προτάσεις αλλαγής μείγματος πολιτικής των μνημονίων μέχρι διαγραφή του χρέους και κατάργηση των μνημονίων με ένα νόμο και ένα άρθρο). Η ύπαρξη εναλλακτικού δρόμου, πραγματικού ή φαντασιακού, και οι επιπτώσεις από τα όλο και περισσότερα μνημονιακά μέτρα οδήγησε στην κυριαρχία των συναισθημάτων του θυμού και της οργής σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος. Θυμό και οργή προς τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του.
Οι λαϊκιστές εκείνης της περιόδου σε μεγάλο βαθμό δημιούργησαν αυτά τα συναισθήματα κάνοντας με τη ρητορική τους τους πολίτες να νιώθουν πως «δεν αντέχουν άλλο», μετατρέποντας στο μυαλό του τη λύση (μνημόνια) σε πρόβλημα. Έτσι τους έστρεψαν εναντίον της πηγής του κακού (τους ξένους και τις κυβερνήσεις που συμφώνησαν μαζί τους και που επέβαλαν τα μνημόνια) και τους έδωσαν την εναλλακτική λύση η οποία εν ριπή οφθαλμού θα τους έδινε πίσω την προ μνημονίων ζωή τους. Έτσι οι πολίτες αποφάσισαν να «πετάξουν» τον φταίχτη, επέλεξαν τον εναλλακτικό δρόμο και οι λαϊκιστές κέρδισαν τις εκλογές.
Η ψυχολογία του 77,3% των πολιτών έχει επηρεαστεί αρνητικά και τα πρώτα σημάδια της κόπωσης και δυσφορίας εμφανίζονται. Σήμερα ήδη το 31,4% αντιδρά αρνητικά στην απόφαση της κυβέρνησης για δεύτερο lockdown. Το ποσοστό αυτό φτάνει στο 45% στις ηλικίες 17-39. Επίσης ένα 20% (το οποίο λογικά είναι κομμάτι του 31,4%) θεωρεί τον κορονοϊό έναν απλό ιό όπως η γρίπη και δε δείχνει διάθεση να συμμορφωθεί στα νέα μέτρα. Όσον αφορά την οικονομία, ενώ το 54,6% κρίνει θετικά τα μέτρα της κυβέρνησης, το 69,2% τα θεωρεί ανεπαρκή (ακόμα και το 48,6% των ψηφοφόρων της ΝΔ). Επίσης το 52,3% αρχίζει να ανησυχεί για το εργασιακό του μέλλον. Προς το παρόν βέβαια οι πολίτες δε θεωρούν υπεύθυνη την κυβέρνηση για την αλλαγή στη ζωή τους (από έρευνα της GPO). Αυτό το τελευταίο είναι το κλειδί.
Εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Στόχος της λαϊκίστικης αντιπολίτευσης είναι να αλλάξει την άποψη των πολιτών για το τελευταίο. Να πείσει πως δεν φταίει ο ιός αλλά η κυβέρνηση και τα μέτρα που πήρε. Δεν είναι τυχαίο που προσπαθεί να δημιουργήσει αντικυβερνητικό κίνημα πάνω στο θέμα αυτό εργαλειοποιώντας το θέμα του Πολυτεχνείου. Βρισκόμαστε στο σημείο που δημιουργείται εκλογική μαγιά για τη «δημιουργία» ενός εναλλακτικού δρόμου. Για να πείσουν πως υπάρχει άλλος δρόμος όμως, πρέπει πρώτα να πείσουν περισσότερους πολίτες πως τα μέτρα του lockdown δεν είναι μονόδρομος – καθώς όσοι το πιστεύουν τώρα δεν τους φτάνουν εκλογικά.
Έχουν ήδη αρχίσει να προσπαθούν το κάνουν, με δύο τρόπους. Πρώτον, χτυπώντας τα μέτρα, εκείνον που τα εισηγείται (Τσιόδρας και επιτροπή επιστημόνων), και εκείνον που τα αποφασίζει (κυβέρνηση) – η στόχευση έχει περάσει από τον Τσιόδρα στον υπουργό υγείας καθώς ο πρώτος έχει πολύ υψηλή δημοφιλία 74,9% (GPO). Δεύτερον, προωθώντας απόψεις επιστημόνων ή πρακτικές χωρών που ακολούθησαν εναλλακτικό δρόμο. Για αυτούς δεν έχει σημασία εάν όντως είχαν επιτυχία αυτές οι χώρες ή εάν οι εναλλακτικοί δρόμοι των επιστημόνων θα έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Σημασία έχει να πείσουν το εκλογικό σώμα πως υπάρχει άλλος δρόμος. Γιατί εάν υπάρχει άλλος δρόμος τότε μπορούν να πείσουν πως η κυβέρνηση επέλεξε τον λάθος. Έτσι, τους ετοιμάζουν για το επόμενο καθοριστικό βήμα.
Εάν συνεχιστεί η κατάσταση με τα lockdown (ή τα όποια μέτρα αποφασίσει η κυβέρνηση) και η επιδείνωση της οικονομίας των νοικοκυριών, θα αυξηθεί η ένταση των συναισθημάτων τους και θα περάσουμε από την κόπωση, τη δυσφορία και την ανασφάλεια στο φόβο, την αγανάκτηση, το «δεν αντέχω άλλο», το θυμό και την οργή. Κι επειδή δε θα μπορούν να χτυπήσουν το πρόβλημα θα χτυπήσουν τη λύση ως πρόβλημα. Δε θα φταίει δηλαδή ο κορονοϊός για την αλλαγή στον τρόπο ζωής τους και στα οικονομικά τους αλλά η λύση που «επέβαλε» η κυβέρνηση (όπως δεν έφταιγε το χρέος αλλά τα μνημόνια).
Στην πραγματικότητα, εάν το συναίσθημα κυριαρχήσει δε θα τους νοιάζει ποιος έφταιγε. Όταν φτάσουν στο «δεν αντέχω άλλο» ο στόχος τους θα είναι αυτός που μπορούν να πλήξουν, η κυβέρνηση. Έτσι, όσο θα περνάει ο καιρός και η συναισθηματική πίεση θα αυξάνεται, οι λαϊκιστές θα χτυπούν όλο και περισσότερο την κυβέρνηση πιέζοντας όλο και πιο πολύ στο συναίσθημα, προσπαθώντας να οδηγήσουν τους πολίτες στο να τη θεωρήσουν φταίχτη για την αλλαγή στη ζωή τους και να νιώσουν οργή εναντίον της. Και θα το κάνουν έντονα καθώς φαίνεται πως δεν έχουν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους. Παράλληλα, θα προτείνουν όλο και πιο εύκολες λύσεις. Λύσεις που θα υπόσχονται στους πολίτες να τους γυρίσουν γρήγορα πίσω στον τρόπο ζωής που είχαν πριν τον κορονοϊό.
Όπως βλέπετε υπάρχουν ομοιότητες στις δύο καταστάσεις. Όμως υπάρχουν και διαφορές. Διαφορές που είναι πολύ πιθανό να μην επιτρέψουν τελικά στους λαϊκιστές να οδηγήσουν την κατάσταση μέχρι το τέλος. Πρώτον, δεν υπάρχουν πλέον «οι κακοί ξένοι που θέλουν να μας καταστήσουν αποικία χρέους». Έτσι κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί πως η κυβέρνηση είναι «εντολοδόχος ξένων συμφερόντων ενάντια στον ελληνικό λαό». Δηλαδή, το βασικό συστατικό του «εμείς οι καλοί – οι άλλοι οι κακοί» για τις λαϊκίστικες συνταγές εδώ δεν έχει δυνατή βάση. Δεύτερον, δεν υπάρχει ούτε το δεύτερο κύριο συστατικό που χρησιμοποιούν οι λαϊκιστές, το «λαός εναντίον προνομιούχα ελίτ». Και αυτό υπήρχε στην οικονομική κρίση (το τελευταίο βέβαια εάν συνεχιστεί η κατάσταση μπορεί να «δημιουργηθεί»). Τρίτον, δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτήν την κατάσταση αλλά μαζί με όλο τον υπόλοιπο κόσμο και η κυβέρνηση δεν ακολουθεί μία συνταγή μόνη της αλλά παρόμοια με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τέταρτον, οι περισσότεροι λαϊκιστές που είναι στο προσκήνιο έχουν ήδη κυβερνήσει και μετρηθεί (αυτό δε σημαίνει πως εάν δημιουργηθεί ένα κύμα δε μπορεί να πάει κάπου αλλού ή και να πάρουν αυτοί ένα μερίδιο). Πέμπτο και σημαντικότερο: Φαίνεται πως αυτή η κρίση δε θα έχει τη διάρκεια και την ένταση της προηγούμενης (και τα δύο είναι εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία). Πράγμα που σημαίνει πως δε θα οδηγηθούμε σε εκλογές με αυτήν να κυριαρχεί στο προεκλογικό πλαίσιο.
Φαίνεται πως η υγειονομική κρίση θα λήξει μέσα στο επόμενο εξάμηνο ή έτος. Έτσι τα lockdowns θα σταματήσουν (και άρα δε θα υπάρχει υπαρκτό πεδίο σύγκρουσης) και θα έχει απομείνει μόνο η διαχείριση της οικονομικής ζημίας. Οι λαϊκιστές της αντιπολίτευσης θα δείχνουν την κυβέρνηση ως φταίχτη αλλά σε ένα τέτοιο σενάριο δε θεωρώ πως θα φτάσουμε σε εκλογές με το συναίσθημα να κυριαρχεί σε μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος και άρα να κυριαρχεί στο προεκλογικό πλαίσιο. Βέβαια, εάν δεν έρθει το εμβόλιο μέχρι το καλοκαίρι του 2021 μπορεί να οδηγηθούμε στο αρνητικό σενάριο που περιέγραψα πιο πάνω. Αλλά επειδή το επικρατέστερο σενάριο είναι πως στο πρώτο εξάμηνο του 2021 η υγειονομική κρίση (όχι ο κορονοϊός) θα είναι παρελθόν, πιστεύω θα δούμε ένα εξάμηνο «φωτιά» από μεριά λαϊκίστικης αντιπολίτευσης που θα μας θυμίζει περίοδο 2012-2015. Είναι η τελευταία τους ευκαιρία και θα την τραβήξουν όσο μπορούν. Το πλαίσιο έχει αλλάξει και το παιχνίδι έχει μεταφερθεί στο γήπεδό τους.
*Χρησιμοποιώ τον όρο λαϊκιστής όπως χρησιμοποιείται στη βιβλιογραφία ο όρος populist, όχι όπως χρησιμοποιείται από πολλούς στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου