Για το λόγο αυτό αξίζει να επανέλθουμε στην σημαντική αυτή κατά την γνώμη μας ομιλία επισημαίνοντας τα σημεία που πρέπει να προβληματίσουν τον αναγνώστη καθώς υποδεικνύουν την στρατηγική Σαμαρά
Το μεγαλύτερο κομμάτι της ομιλίας συνίστατο στην εκτενή παρουσίαση της πορείας του Κόνραντ Αντενάουερ και του Γκούσταβ Στρέεσεμαν από τον Αντώνη Σαμαρά, με σαφή αν και υπόρρητο τον παραλληλισμό με την πορεία που προτίθεται να ακολουθήσει ο ίδιος. Σημεία της ομιλίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως και… απειλές, με την έννοια ότι προαναγγέλει διεκδίκηση σοβαρής αλλαγής των συμφωνηθέντων στο μέλλον. Σπανίως άλλοτε έχει εκθέσει ο Πρωθυπουργός τόσο ξεκάθαρα την στρατηγική του, τις αξιώσεις του και τις στοχεύσεις του. Παραθέτουμε βασικά στοιχεία της ομιλίας εκείνης, υπογραμμίζοντας τα κατά τη γνώμη μας ιδιαζόντως ενδιαφέροντα… Φυσικά, όπου “Γερμανία” διαβάζετε “Ελλάδα”.
“Κατά κάποιο τρόπο Στρέσσεμαν και ο Αντενάουρ έχουν πολλά κοινά σημεία, αν και υπάρχουν και μεταξύ τους σημαντικές διαφορές. Αλλά μαζί δημιούργησαν μια κοινή πολιτική κληρονομιά, που είναι κτήμα ολόκληρης της Ευρώπης.
Ένα πρώτο κοινό σημείο είναι ότι και οι δύο ανέλαβαν τις
τύχες της χώρας τους μετά από μεγάλη ήττα και καταστροφή: Ο Στρέσσεμαν μετά την γερμανική ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ο Αντενάουερ μετά τη γερμανική ήττα στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και οι δύο συνέβαλαν αποφασιστικά στο να σταθεροποιηθούν οι χώρες τους, που στην κάθε τέτοια περίοδο μαστίζονταν η Γερμανία από κοινωνική κατάρρευση και τελούσε υπό ξένη κατοχή.
Ο Στρέσσεμαν, από πολύ νωρίς έδειξε ένα μίγμα πατριώτη, φιλελεύθερου πολιτικού και οπαδού του κοινωνικού κράτους. Πολλοί σήμερα κάνουν το λάθος να πιστεύουν ότι αυτά τα τρία προτάγματα είναι αντίθετα και αμοιβαία αποκλειόμενα. Ο Στρέσσεμαν απέδειξε ότι είναι απολύτως συμβατά μεταξύ τους. Μπορεί κανείς να είναι και Πατριώτης για τη χώρα του, και Ευρωπαίος και Φιλελεύθερος! Και ο ίδιος πέτυχε, ακριβώς επειδή εκπροσωπούσε αυτό το μοναδικό μίγμα. Κι όταν έφυγε από τη ζωή, το 1929, η απουσία του ίδιου και των ιδεών που εκπροσωπούσε έγινε πολύ σύντομα και πολύ οδυνηρά αισθητή. Και στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο Γουστάβος Στρέσσεμαν δεν δίστασε να καταγγείλει απερίφραστα τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919, δηλαδή τη Συνθήκη Συνθηκολόγησης της Αυτοκρατορικής Γερμανίας, ως διάλυση και ως καθυπόταξη της πατρίδας του. Τότε κατηγορήθηκε ως «εθνικιστής» και «λαϊκιστής».
Με αντίστοιχα επιχειρήματα, μια άλλη μεγάλη προσωπικότητα της εποχής είχε επίσης καταγγείλει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, Βρετανός αυτή τη φορά, ο Τζόν Μεύναρντ Κέϋνς. Ο οποίος, σε μια από τις πρώτες μονογραφίες του, είχε αποδείξει ότι το χρέος που επιβλήθηκε τότε στην ηττημένη Γερμανία, όχι μόνο ήταν παράλογα υψηλό, όχι μόνο ήταν υπερβολικά «τιμωρητικό», αλλά λειτουργούσε διαλυτικά για την ίδια τη Γερμανία και αποσταθεροποιητικά για την Ευρώπη.
Στις δύσκολες εκείνες ώρες, ο Στρέσσεμαν ανέλαβε την Καγκελαρία, σταθεροποίησε την κατάσταση, σταθεροποίησε το νόμισμα, διακήρυξε την πρόθεση της χώρας του να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της και να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, ενώ απέσπασε ως «αντάλλαγμα» από τον πρώην μεγάλο εχθρό της, τις ΗΠΑ, το Σχέδιο Davis για την άνετη χρηματοδότηση της Γερμανίας και το σταδιακό περιορισμό του δυσθεώρητου χρέους της.
Η πολιτική αυτή είχε θεαματικά αποτελέσματα. [...]
Ο Στρέσσεμαν, με τη μοναδική αίσθηση ρεαλισμού που διέθετε, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να αφήσει τη διαλυμένη χώρα που παρέλαβε πολύ ισχυρή οικονομικά, τη θέση της πολύ ισχυρή στην Ευρώπη, αλλά δεν πρόλαβε να θεμελιώσει και τη δημοκρατία μέσα στη Γερμανία, ούτε μπορούσε άλλωστε να προβλέψει τη μεγάλη παγκόσμια κρίση που ξέσπασε λίγες μέρες μετά το θάνατό του και που διέλυσε τα πάντα…
Από τότε, ο Αντενάουερ δεν σταμάτησε να προσπαθεί τις δύο μεγάλες υπερβάσεις, που ήταν πια για εκείνον όνειρο ζωής: Να ενώσει σε ενιαίο αστικό κόμμα τους Καθολικούς με τους Διαμαρτυρόμενους της Γερμανίας και να ενώσει στο ίδιο Κόμμα τις αρχές της Οικονομίας της αγοράς με τις αρχές του κοινωνικού κράτους.
Το 1949, μετά τις πρώτες εκλογές που έγιναν στη μεταπολεμική δυτική Γερμανία, υπό συνθήκες, βέβαια, τριπλής κατοχής Αμερικανών, Γάλλων και Βρετανών, ο Αντενάουερ ανέλαβε την Καγκελαρία ως ο αρχηγός του πλειοψηφήσαντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, με τη στήριξη και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Αρχικά όλοι τον θεωρούσαν «προσωρινή λύση», γιατί ήταν ο πρεσβύτερος. Das Alte, όπως τον έλεγαν τότε οι συμπατριώτες του…
Ο «πρεσβύτερος», όμως, αποδείχθηκε διόλου προσωρινός! Κέρδισε τις τρεις επόμενες εκλογές, το 1953, το 1957 και το 1961, με διευρυμένες πλειοψηφίες μάλιστα, και κυριάρχησε στη Γερμανική Πολιτική σκηνή, αλλά και στις ευρωπαϊκές εξελίξεις επί μιάμιση δεκαετία!
Το 1953 ο Αντενάουερ βρήκε απέναντί του ακόμα και τον Ουϊνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος είχε στο μεταξύ επανέλθει στη Βρετανική Πρωθυπουργία. Αλλά ο Καγκελάριος της κατεχόμενης Γερμανίας Αντενάουερ, επέμεινε και επέβαλε την άποψή του στους συμμάχους, σε πείσμα του Πρωθυπουργού της νικήτριας Βρετανίας, Τσόρτσιλ!
Τελικά ο Ψυχροπολεμικός διαχωρισμός της Ευρώπης οριστικοποιήθηκε εκείνη την εποχή, με μια Δυτική Γερμανία που άρχισε να ανακάμπτει με ταχύτατους ρυθμούς και να πρωταγωνιστεί πλέον, μαζί με τη Γαλλία, στην δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο πολιτικός που στην εποχή του χαρακτηρίστηκε «ψυχροπολεμικός» και «αθεράπευτος ατλαντιστής», σήμερα μαζί με τον Ρομπέρ Σουμάν και των Πωλ-Ανρί Σπάα, θεωρούνται οι τρείς «πατέρες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πέρα από τις διαφορετικές διαδρομές τους, τι εντυπωσιακά κοινό έχουν οι δύο αυτοί Γερμανοί ηγέτες; Και τι ακριβώς τους κάνει επίκαιρους στην εποχή μας;
Και οι δύο καταδίκασαν και αποδοκίμασαν τους όρους που επιβλήθηκαν στις χώρες τους μετά από δύο αντίστοιχες πολεμικές ήττες.
Και οι δύο ανέλαβαν τις τύχες των χωρών τους μέσα σε συνθήκες εσωτερικής κατάρρευσης και εξωτερικής απομόνωσης.
Και οι δύο θεωρούνταν «προσωρινοί ηγέτες, μιας χρήσεως». Αποδείχθηκε ότι και οι δύο άφησαν βαρύ προσωπικό αποτύπωμα στην Ιστορία…
Και οι δύο έθεσαν ως προτεραιότητα να αναστυλώσουν την αξιοπιστία των χωρών τους στο εξωτερικό και να αποκαταστήσουν την κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό.
Και είχαν το ρεαλισμό να αποδεχθούν εκείνα που δεν τους άρεσαν, αλλά για να τα αλλάξουν στη συνέχεια! Κι οι δύο είχαν και την υπομονή, την επιμονή και την πολιτική ικανότητα να εξαργυρώσουν αυτή την «αποδοχή», αλλάζοντας τις συνθήκες που είχαν επιβληθεί στις χώρες τους, εξασφαλίζοντας ομαλή χρηματοδότηση στις οικονομίες τους, απελευθερώνοντας τις δυνάμεις του ανταγωνισμού και της αγοράς, αλλά και ξαναστήνοντας το κοινωνικό κράτος.
Και οι δύο είδαν την ηττημένη χώρα τους σύντομα να ξανά-στέκεται στα πόδια της και να πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις.
Στο μεταξύ, όμως, και οι δύο κατηγορήθηκαν και στο εσωτερικό των χωρών τους και στο εξωτερικό:
Στο εσωτερικό κατηγορήθηκαν ότι είχαν αποδεχθεί τους όρους των «ξένων δυναστών». Αποδείχθηκε ότι τους είχαν αποδεχθεί, για να αλλάξουν την προοπτική των χωρών τους, όχι για να υποθηκεύσουν το μέλλον τους. Και το πέτυχαν!
Στο εξωτερικό κατηγορήθηκαν ότι έβαζαν το συμφέρον των χωρών τους πάνω απ’ όλα. Αποδείχθηκε ότι ενώ αυτό έκαναν, ταυτόχρονα έθεταν τα θεμέλια για την πανευρωπαϊκή σταθερότητα και συνεργασία. Απλώς ο Στρέσσεμαν δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Ενώ ο Αντενάουερ πρόλαβε.
Στη Γερμανία τον Γκούσταβ Στρέσσεμαν δεν τον θυμούνται πολλοί. Κι όμως θα ’πρεπε…
Αντίθετα, τον Αντενάουερ τον θυμούνται όλοι, αλλά περισσότερο ως πολιτικό ηγέτη, παρά ως ευρωπαϊκό σύμβολο.
Και οι δύο, ωστόσο, κατάφεραν μοναδικά επιτεύγματα. Και στη χώρα τους και στην Ευρώπη. Και μάλιστα μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Κι αυτό είναι κάτι που εμείς οι Έλληνες και το μελετούμε και το εκτιμούμε.
Υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι ηγέτες στην Ιστορία, από άλλες χώρες:
–Όπως ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ στις ΗΠΑ που ανέλαβε τη χώρα του το 1932, όταν κατέρρεαν τα πάντα στη δίνη της Μεγάλης Κρίσης.
–Όπως ο Ουίστον Τσόρτσιλ στη Βρετανία, που ανέλαβε τη χώρα του το 1940, όταν έχανε σε όλα τα μέτωπα από τη Χιτλερική Γερμανία.
–Όπως ο Κάρολος Ντε Γκώλ στη Γαλλία, που ανέλαβε τη χώρα του μετά την καταστροφική Κρίση της Αλγερίας και την κατάρρευση της Τέταρτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
– Και βέβαια, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που παρέλαβε το 1974 την Ελλάδα μετά από εθνική καταστροφή και με εσωτερική κρίση, και πολύ σύντομα εδραίωσε τη δημοκρατία και έβαλε τη χώρα μας στην Ευρώπη.
Ως άνθρωποι όλοι αυτοί ήταν πολύ διαφορετικοί.
Και ως πολιτικοί! Αφού βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία του πολιτικού φάσματος.
Όλοι τους, όμως, είχαν αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά με τον Γκούσταβ Στρέσσεμαν και τον Κόνραντ Αντενάουερ: Όλοι τους αγαπούσαν τη χώρα τους, όλοι τους είχαν όραμα για τη θέση της στον κόσμο, όλοι τους έδιναν προτεραιότητα στην εξωτερική αξιοπιστία της και στην εσωτερική κοινωνική συνοχή, στις πιο διαφορετικές πολιτικές συνθήκες: σε Ειρήνη, σε Πόλεμο και σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου.
Όλοι τους ξανά έστησαν τις χώρες τους στα πόδια τους, όταν πολλοί γύρω τους τις είχαν «ξεγραμμένες»…
Φίλες και φίλοι,
Κατά καιρούς υποστηρίζουν κάποιοι – κι αυτό λέγεται ήδη από την Ρωμαϊκή εποχή ακόμα, από την εποχή του Τάκιτου – ότι εμείς οι Έλληνες παράγουμε τόσο πολλή Ιστορία οι ίδιοι, που αδιαφορούμε για την Ιστορία των άλλων λαών.
Σήμερα προσπάθησα να διαψεύσω αυτόν τον ισχυρισμό.
Ναι, είμαστε πολύ υπερήφανοι για την Ιστορία μας, αλλά μαθαίνουμε κι από την Ιστορία των άλλων.
Ιδιαίτερα από ηγέτες που παρέλαβαν ερείπια κι έδωσαν ξανά αυτοπεποίθηση, υπερηφάνεια και δύναμη στις χώρες τους.
Όπως ο Γκούσταβ Στρέσσεμαν και ο Κόνραντ Αντενάουερ για τους οποίους σας μίλησα απόψε….”
Δια την αντιγραφήν,
Α.Κ.
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου