Του Γιάννη Λοβέρδου
Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα, που φαίνεται ότι έχει αιφνιδιάσει το σύνολο του πολιτικού κόσμου, είναι γιατί τώρα, περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν, το Σκοπιανό, που επανήλθε με δριμύτητα στο πολιτικό προσκήνιο από την κυβέρνηση Τσίπρα- Κοτζιά, προκαλεί τόσο μεγάλη ένταση στην κοινωνία κι οι αντιδράσεις δείχνουν να διατρέχουν το σύνολο της ελληνισμού, εντός κι εκτός Ελλάδας.
Ομολογώ ότι ακόμα κι εγώ δεν περίμενα, όταν πριν από μερικούς μήνες ανακινήθηκε το θέμα αυτό, εν κρυπτώ και παραβύστω, όπως συνηθίζουν οι παλαιοσταλινικοί, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, την σφοδρότητα των αντιδράσεων. Μολονότι είχα καταλάβει ότι ένα εθνικό θέμα, μια εθνική ιδέα μπορεί να γίνει, όπως κι έγινε, το όχημα για να εκφρασθούν μέσω αυτού, η αγανάκτηση, ο φόβος, η οργή, η απογοήτευση, η ταπείνωση, η οδύνη, όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, που έχουν κατακλύσει τους Έλληνες τα τελευταία χρόνια κι αναζητούν διέξοδο κι εκτόνωση. Αυτό δεν το είχαν, και πολύ φοβάμαι ότι ακόμα αρνούνται να το καταλάβουν οι Συριζαίοι. Γι’ αυτό εξαρχής υποτίμησαν τις αντιδράσεις του κόσμου. Και χρειάστηκε για να τον αποπροσανατολίσουν να κατασκευάσουν την υπόθεση Novartis, το (υποτιθέμενο) «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους», που αποδείχτηκε ένα ακόμα φιάσκο για τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Διότι τελικά το μόνο που φοβούνται περισσότερο κι από την κάλπη, ο κ. Τσίπρας κι οι σύντροφοι του, είναι μην τυχόν και χάσουν την μάχη του πεζοδρομίου και της πλατείας.
Αυτός είναι κι ο λόγος, που συνεχίζουν να δείχνουν τεράστια ανοχή, μέχρι του σημείου αρκετοί
πλέον να πιστεύουν ότι μπορεί και να υποκινούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ, στην ανεξέλεγκτη δράση του Ρουβίκωνα και των άλλων συμμοριών των ακροαριστερών εξτρεμιστών, που λυμαίνονται τα Εξάρχεια και την περιοχή του κέντρου της Αθήνας κι επιχείρησαν να κάψουν ζωντανούς τους αστυνομικούς στην κλούβα των ΜΑΤ στη Θεσσαλονίκη το περασμένο Σάββατο. «Όσο αυτές οι ομάδες των αναρχοφασιστών λειτουργούν ως "τάγματα εφόδου", με καθεστωτική νοοτροπία, η κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς Αριστερά μπορεί να συνεχίζει την αυταπάτη της ότι δεν έχει χάσει την μάχη στο πεζοδρόμιο», μας έλεγε πρώην αστυνομικός, που κατέχει τα θέματα του λεγόμενου «αντιεξουσιαστικού χώρου», όσο ελάχιστοι.
Η ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτά τα θέματα είναι μεγάλη. Δεν μπορούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν πολίτες που διαδηλώνουν εναντίον της κυβέρνησης της Αριστεράς, άρα εναντίον της κυβέρνησης, που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του λαού, καλύτερα κι από τον ίδιον τον λαό. Όποιος, λοιπόν, ασκεί κριτική η διαμαρτύρεται η στρέφεται εναντίον της κυβέρνησης της Αριστεράς είναι αυτομάτως «ακροδεξιός», «φασίστας», «όργανο του διεθνούς καπιταλισμού», «ρατσιστής», «σκοταδιστής», ανάλογα με το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας τους. Αυτές οι ιδεοληψίες, που διακατέχουν την Αριστερά, όπου κι αν επιβλήθηκε, καλλιέργησαν τις ολοκληρωτικές πολιτικές των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ΕΣΣΔ, την Ρουμανία, την Ανατολική Γερμανία, κοκ. Από αυτές τις ιδεοληψίες προέκυψαν τα Γκουλάγκ, τα ψυχιατρεία, ο ασφυκτικός έλεγχος της καθημερινότητας από την Στάζι και την Κα Γκε Μπε, η «Μορφωτική Επανάσταση» του Μάο, η γενοκτονία του Πολ Ποτ. Το αριστερό καθεστώς, που εκφράζεται από το Κόμμα και τον Ηγέτη, γνωρίζει το καλό του λαού, καλύτερα κι από τον ίδιον τον λαό. Κι επειδή ο λαός μπορεί να παρασυρθεί, χρειάζεται να εφαρμοσθούν αυστηρές πολιτικές για να έλθει στον «σωστό δρόμο».
Για τους περισσότερους, που δεν ανήκουν στον χώρο της αριστεράς και δεν υπήρξαν ποτέ τους αριστεροί, αυτή η συλλογιστική είναι ακατανόητη. Γιατί είμαστε δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση αυξάνει την φορολογία, ιδίως στα μεσαία εισοδήματα, είναι αποτέλεσμα της ιδεοληψίας ότι η «μικροαστοί» είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του «προλεταριάτου», μεγαλύτερος κι από τους μεγαλοαστούς. Για να επιβληθεί το «προλεταριάτο», πρέπει να εξαφανισθεί η μεσαία τάξη. Και να φτωχοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, για να υπάρξει «προλεταριάτο», που θα ζει από την Κρατική και Κομματική «μεγαθυμία», με επιδόματα, κοινωνικά μερίσματα κ.ο.κ. Κι η όποια ανάπτυξη της οικονομίας, θα προέλθει από την εξαφάνιση του ιδιωτικού τομέα κι από την αντικατάσταση του από έναν, ακόμα πιο μεγάλο, δημόσιο τομέα.
Όλα αυτά πολλοί σήμερα μπορεί να τα θεωρούν υπερβολικά. Μα γίνονται τέτοια πράγματα; Δυστυχώς, όποιος παρακολουθεί την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια, τα βλέπει. Κι ας μην παρασυρόμαστε από το γεγονός ότι χρειάστηκε να εφαρμόσει κάποιες μνημονιακές πολιτικές. Όπως θα έλεγε ο Λένιν, για να παγιώσει η αριστερά το καθεστώς της, χρειάζεται μερικές φορές να κάνει «ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω»…
Αυτό που δεν έχουν καταλάβει στο Μαξίμου είναι ότι δεν βρισκόμαστε στο 1917. Κι ότι τελικά την απάντηση τους, ηχηρή και εκκωφαντική, θα την πάρουν στην κάλπη, που αλίμονο, δεν μπορούν, όσο κι αν ήθελαν να αποφύγουν.
Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα, που φαίνεται ότι έχει αιφνιδιάσει το σύνολο του πολιτικού κόσμου, είναι γιατί τώρα, περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν, το Σκοπιανό, που επανήλθε με δριμύτητα στο πολιτικό προσκήνιο από την κυβέρνηση Τσίπρα- Κοτζιά, προκαλεί τόσο μεγάλη ένταση στην κοινωνία κι οι αντιδράσεις δείχνουν να διατρέχουν το σύνολο της ελληνισμού, εντός κι εκτός Ελλάδας.
Ομολογώ ότι ακόμα κι εγώ δεν περίμενα, όταν πριν από μερικούς μήνες ανακινήθηκε το θέμα αυτό, εν κρυπτώ και παραβύστω, όπως συνηθίζουν οι παλαιοσταλινικοί, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, την σφοδρότητα των αντιδράσεων. Μολονότι είχα καταλάβει ότι ένα εθνικό θέμα, μια εθνική ιδέα μπορεί να γίνει, όπως κι έγινε, το όχημα για να εκφρασθούν μέσω αυτού, η αγανάκτηση, ο φόβος, η οργή, η απογοήτευση, η ταπείνωση, η οδύνη, όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, που έχουν κατακλύσει τους Έλληνες τα τελευταία χρόνια κι αναζητούν διέξοδο κι εκτόνωση. Αυτό δεν το είχαν, και πολύ φοβάμαι ότι ακόμα αρνούνται να το καταλάβουν οι Συριζαίοι. Γι’ αυτό εξαρχής υποτίμησαν τις αντιδράσεις του κόσμου. Και χρειάστηκε για να τον αποπροσανατολίσουν να κατασκευάσουν την υπόθεση Novartis, το (υποτιθέμενο) «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους», που αποδείχτηκε ένα ακόμα φιάσκο για τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Διότι τελικά το μόνο που φοβούνται περισσότερο κι από την κάλπη, ο κ. Τσίπρας κι οι σύντροφοι του, είναι μην τυχόν και χάσουν την μάχη του πεζοδρομίου και της πλατείας.
Αυτός είναι κι ο λόγος, που συνεχίζουν να δείχνουν τεράστια ανοχή, μέχρι του σημείου αρκετοί
πλέον να πιστεύουν ότι μπορεί και να υποκινούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ, στην ανεξέλεγκτη δράση του Ρουβίκωνα και των άλλων συμμοριών των ακροαριστερών εξτρεμιστών, που λυμαίνονται τα Εξάρχεια και την περιοχή του κέντρου της Αθήνας κι επιχείρησαν να κάψουν ζωντανούς τους αστυνομικούς στην κλούβα των ΜΑΤ στη Θεσσαλονίκη το περασμένο Σάββατο. «Όσο αυτές οι ομάδες των αναρχοφασιστών λειτουργούν ως "τάγματα εφόδου", με καθεστωτική νοοτροπία, η κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς Αριστερά μπορεί να συνεχίζει την αυταπάτη της ότι δεν έχει χάσει την μάχη στο πεζοδρόμιο», μας έλεγε πρώην αστυνομικός, που κατέχει τα θέματα του λεγόμενου «αντιεξουσιαστικού χώρου», όσο ελάχιστοι.
Η ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτά τα θέματα είναι μεγάλη. Δεν μπορούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν πολίτες που διαδηλώνουν εναντίον της κυβέρνησης της Αριστεράς, άρα εναντίον της κυβέρνησης, που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του λαού, καλύτερα κι από τον ίδιον τον λαό. Όποιος, λοιπόν, ασκεί κριτική η διαμαρτύρεται η στρέφεται εναντίον της κυβέρνησης της Αριστεράς είναι αυτομάτως «ακροδεξιός», «φασίστας», «όργανο του διεθνούς καπιταλισμού», «ρατσιστής», «σκοταδιστής», ανάλογα με το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας τους. Αυτές οι ιδεοληψίες, που διακατέχουν την Αριστερά, όπου κι αν επιβλήθηκε, καλλιέργησαν τις ολοκληρωτικές πολιτικές των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ΕΣΣΔ, την Ρουμανία, την Ανατολική Γερμανία, κοκ. Από αυτές τις ιδεοληψίες προέκυψαν τα Γκουλάγκ, τα ψυχιατρεία, ο ασφυκτικός έλεγχος της καθημερινότητας από την Στάζι και την Κα Γκε Μπε, η «Μορφωτική Επανάσταση» του Μάο, η γενοκτονία του Πολ Ποτ. Το αριστερό καθεστώς, που εκφράζεται από το Κόμμα και τον Ηγέτη, γνωρίζει το καλό του λαού, καλύτερα κι από τον ίδιον τον λαό. Κι επειδή ο λαός μπορεί να παρασυρθεί, χρειάζεται να εφαρμοσθούν αυστηρές πολιτικές για να έλθει στον «σωστό δρόμο».
Για τους περισσότερους, που δεν ανήκουν στον χώρο της αριστεράς και δεν υπήρξαν ποτέ τους αριστεροί, αυτή η συλλογιστική είναι ακατανόητη. Γιατί είμαστε δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση αυξάνει την φορολογία, ιδίως στα μεσαία εισοδήματα, είναι αποτέλεσμα της ιδεοληψίας ότι η «μικροαστοί» είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του «προλεταριάτου», μεγαλύτερος κι από τους μεγαλοαστούς. Για να επιβληθεί το «προλεταριάτο», πρέπει να εξαφανισθεί η μεσαία τάξη. Και να φτωχοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, για να υπάρξει «προλεταριάτο», που θα ζει από την Κρατική και Κομματική «μεγαθυμία», με επιδόματα, κοινωνικά μερίσματα κ.ο.κ. Κι η όποια ανάπτυξη της οικονομίας, θα προέλθει από την εξαφάνιση του ιδιωτικού τομέα κι από την αντικατάσταση του από έναν, ακόμα πιο μεγάλο, δημόσιο τομέα.
Όλα αυτά πολλοί σήμερα μπορεί να τα θεωρούν υπερβολικά. Μα γίνονται τέτοια πράγματα; Δυστυχώς, όποιος παρακολουθεί την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια, τα βλέπει. Κι ας μην παρασυρόμαστε από το γεγονός ότι χρειάστηκε να εφαρμόσει κάποιες μνημονιακές πολιτικές. Όπως θα έλεγε ο Λένιν, για να παγιώσει η αριστερά το καθεστώς της, χρειάζεται μερικές φορές να κάνει «ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω»…
Αυτό που δεν έχουν καταλάβει στο Μαξίμου είναι ότι δεν βρισκόμαστε στο 1917. Κι ότι τελικά την απάντηση τους, ηχηρή και εκκωφαντική, θα την πάρουν στην κάλπη, που αλίμονο, δεν μπορούν, όσο κι αν ήθελαν να αποφύγουν.
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου