H έννοια της «ηθικής του καπιταλισμού» μπορεί να ξενίσει πολλούς ανθρώπους. Οι αντίπαλοι του καπιταλισμού (σοσιαλιστικά και ακραία δεξιά και αριστερά κόμματα) τον παρουσιάζουν σαν ένα σύστημα εκμετάλλευσης, απληστίας και εγωισμού, που δημιουργεί ανισότητα.
Αν παραδεχθούμε ότι η «ηθικότητα» ενός οικονομικού συστήματος αναδεικνύεται στην πράξη ανάλογα με την αποτελεσματικότητα του, είναι αναμφισβήτητο ότι η παγκόσμια εφαρμογή του καπιταλισμού από το 1800 και έπειτα, οδήγησε μία αύξηση του παγκόσμιου πλούτου κατά 30 φορές (από τα τρία στα εκατό δολάρια την ημέρα ανά πολίτη), με σημαντική αύξηση και του προσδόκιμου ζωής. Πόσο «ανήθικο» λοιπόν μπορεί να είναι ένα σύστημα, που παράγει ευημερία και απαλύνει τελικά τον ανθρώπινο πόνο;
Ιστορικά, μέχρι τον 160 αιώνα η φτώχεια και καταπίεση των μεγάλων μαζών μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα ήταν ο κανόνας. Σιγά σιγά η κατάσταση άρχιζε να αλλάζει. Η προτεσταντική μεταρρύθμιση με τον Λούθηρο (1517), στην Αγγλία ο Τζών Λόκ με το βιβλίο του «Επιστολή στην Ανεκτικότητα» (1680) και κυρίως η Αμερικανική (1775) και Γαλλική (1789) επανάσταση, έδωσαν δικαίωμα ύπαρξης και λόγο στους απλούς ανθρώπους που δεν ανήκαν στις τάξεις των αριστοκρατών ή του θρησκευτικού κλήρου. Η λεγόμενη «μεσαία αστική τάξη», που εκπροσωπούνταν σε μεγάλο βαθμό από εμπόρους άνθισε μέσα στην νέα κοινωνία – οικονομική τάξη, που περιγραφόταν από την έννοια της «Αγοράς» του Άνταμ Σμιθ (1776) ως το αποτέλεσμα αποφάσεων ελεύθερα σκεπτομένων (freedom of choice) και συναλλασσομένων ατόμων.
Η νεωτεριστική σκέψη του φιλελευθερισμού οδήγησε στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στο οικονομικό πεδίο. Η αλλαγή αυτή, εκτός από την καθιέρωση της ελευθερίας και των ανοικτών συναλλαγών σαν συνέπεια είχε την δημιουργία νέας αξίας στην εργασιακή υπόσταση των ανθρώπων λόγω της πρωτοφανούς κινητροποίησης και επινοητικότητας που προήγαγε. Σε μία ελεύθερη αγορά οι άνθρωποι πετυχαίνουν τους δικούς τους σκοπούς, ανακαλύπτοντας τι επιθυμούν οι άλλοι και προσπαθούν να τους το προσφέρουν κατά προτεραιότητα. Ο ανταγωνισμός, όσο και η συνεργασία αποτελούν μέρος του καπιταλισμού, καθότι και τα δύο είναι αναγκαία για τη βέλτιστη δυνατή επίτευξη του στόχου που δεν είναι άλλος από την επιδίωξη «δόκιμου» κέρδους από τη συναλλαγή η οποία θα καλύψει υπαρκτές ανάγκες ή επιθυμίες των συνανθρώπων. Στη διαδικασία αυτή δεν παρεμβαίνει κάποια εξωτερική εξουσία (όπως η φεουδαρχική, βασιλική ή θρησκευτική εξουσία, όπως συνέβαινε τον μεσαίωνα, ή η απεριόριστη κρατική εξουσία που κυριαρχούσε στα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ου αιώνα – φασισμός - κομμουνισμός).
Οι επικριτές της ελεύθερης αγοράς επικρίνουν τον καπιταλισμό ότι ενθαρρύνει την απληστία και επιβραβεύει το ιδιοτελές συμφέρον. Η αλήθεια είναι ότι σε όλα τα πολιτικά συστήματα οι άνθρωποι επιδιώκουν το ιδιοτελές συμφέρον τους. Η διαφορά έγκειται ότι στην ελεύθερη αγορά η ύπαρξη του κινήτρου και του ατομικού κέρδους λειτουργεί μόνο μέσα σε ένα σύστημα οικειοθελούς συναλλαγής προς αμοιβαίο όφελος. Η τελική κατάληξη είναι ο «συνειδητός» καπιταλισμός που εμπεριέχει μέσα στη λειτουργία του την ύπαρξη εταιρικής ευθύνης των επιχειρήσεων και φιλανθρωπικές δράσεις.
Πώς λοιπόν έχει σηματοδοτηθεί αρνητικά η λέξη «καπιταλισμός» ενώ στην πραγματικότητα είναι συνδεδεμένος με το οικονομικό σύστημα που απελευθερώνει και δίνει αξία στο άτομο; Πράγματι, παρατηρείται ότι σε πολλά κράτη, ανάλογα με τη θεσμική θωράκιση κάθε ενός, επικρατούν συνθήκες επικράτησης ευνοϊκού καθεστώτος προς άτομα ή επιχειρήσεις από την κυβερνητική αρχή δημιουργώντας έτσι μία ευνοιοκρατική δομή που καταλύει στην πράξη την ελεύθερη συναλλαγή και την ουσία του υγιούς ανταγωνισμού. Τα συμπτώματα αυτά του «ευνοιοκρατικού καπιταλισμού» (“crony capitalism”) παρατηρούνται τόσο στη σφαίρα της ιδιωτικής οικονομίας, όσο και του κρατικού τομέα:
Στον ιδιωτικό τομέα, η κρατική εύνοια προς συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα καταλήγει στο φαινόμενο της «προσοδοθηρίας» δηλ. στην διαπλοκή επιχειρηματικών συμφερόντων με το κράτος με στόχο την αποκομιδή ιδιαίτερου οφέλους από την μεριά του επιχειρηματία, παρακάμπτοντας τον υγιή ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς. Αυτό καταλήγει τελικά εις βάρος του καταναλωτή, ο οποίος αισθάνεται απροστάτευτος απέναντι στα «ασύδοτα ολιγο-μονοπώλια» με την προώθηση συγκεκριμένων συμφερόντων (επιχειρήσεων, ομάδων, συντεχνιών).
Στην σφαίρα του κρατικού τομέα, ο ευνοιοκρατικός καπιταλισμός» εκφράζεται με την επικράτηση της αναξιοκρατίας (νεποτισμού – κομματικοκρατίας). Το τελικό αποτέλεσμα είναι η παρερμηνεία και τελικά η συκοφάντηση του συστήματος του υγιούς ανταγωνισμού, έτσι ώστε οι επικριτές του καπιταλισμού γενικεύουν τις αρνητικές επιπτώσεις της ευνοιοκρατίας και παρεοκρατίας στο γενικό σύστημα του φιλελεύθερου καπιταλισμού που στηρίζεται στον υγιή ανταγωνισμό. Ακόμα και στις ΗΠΑ, (στη χώρα που ανέδειξε το συνολικά επιτυχέστερο παράδειγμα καπιταλισμού έως τώρα) στοιχεία «ευνοιοκρατικου καπιταλισμού» αναδεικνύονται έντονα με τις συχνές τακτικές παρέμβασης και επιβράβευσης από πχ. αξιωματούχους Υπουργείου Οικονομικών και Ομοσπονδιακής Τράπεζας προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Επίσης είναι αποδεδειγμένο, ότι όσο λιγότερο καλά λειτουργεί η ανοικτή ελεύθερη αγορά σε ένα κράτος (όσο χαμηλότερος είναι ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας του), τόσο φτωχότερο είναι. Τα κράτη που έχουν χαμηλούς δείκτες οικονομικής ελευθερίας (τα περισσότερα σε χώρες Αφρικής και Ασίας χαρακτηρίζονται από ανελεύθερα καθεστώτα και ατελές θεσμικό σύστημα θωράκισης ατομικών δικαιωμάτων. Η Ελλάδα βρίσκεται το 2018 στην 115η παγκόσμια θέση (πολύ χαμηλά) στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας, που καταρτίζει το Ινστιτούτο Fraser του Καναδά, ενώ στην Ευρώπη είναι στην 43η από τις 44 χώρες. Χαρακτηριστικό δε είναι ότι σε σχέση με το 2010, παρά την υποτιθέμενη εφαρμογή πολλαπλών μεταρρυθμιστικών οικονομικών προγραμμάτων, η βαθμολογία του Δείκτη μειώθηκε από το 63 στο 57, που καταδεικνύει το ότι η Ελληνική οικονομία είναι η πιο κλειστή και η λιγότερο ανταγωνιστική αγορά στην Ε.Ε.
Μετά από την ελευθερία, η έννοια της «ισότητας» έχει σημαντική θέση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα αξιών. Πολλοί φιλελεύθεροι διανοητές μετέγραψαν τη ρήση του Αριστοτέλη: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων» Ηθικά Νικομάχεια), με αποκορύφωμα την άποψη του John Rawls (1921-2002), υπέρμαχου του «εξισωτικού φιλελευθερισμού», ο οποίος έγραψε: «Oι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες διευθετούνται κατά τρόπο ώστε να αποβαίνουν προς το μεγαλύτερο όφελος των λιγότερο ευνοουμένων». Η ισότητα θεωρείται απαραίτητη στο επίπεδο των βασικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του συναλλάσσεσθαι στην ελεύθερη αγορά, αλλά δεν αναμένονται ίσα αποτελέσματα (ίση κατανομή πλούτου), καθότι η ανισότητα είναι προϋπόθεση της επιθυμίας για συναλλαγή. Οι άνθρωποι έχοντας εξασφαλίσει ίσες ευκαιρίες, θα πρέπει να αμείβονται ανάλογα με την παραγωγική τους ικανότητα ως κίνητρο για να προσπαθούν όσο καλύτερα μπορούν ανεπηρέαστοι από εξωτερικές πιέσεις.
Η αρχή αντίληψης της ισότητας αυτή αντιπαρατίθεται ξεκάθαρα με την διατυπωμένη σοσιαλιστική προσέγγιση κατά την οποία η ατομική ικανότητα αποτελεί «ιδιοκτησιακό στοιχείο» όλης της κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή ιστορικά καταρρίφθηκε στον 20ο αιώνα με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, τα οποία πειραματίσθηκαν με την σοσιαλιστική θεωρία.
Συμπερασματικά, ο μέσος πολίτης (τόσο σε παγκόσμιο – και πολύ περισσότερο στη χώρα μας) δυσκολεύεται να αποδεχθεί την έννοια του καπιταλισμού σαν ένα «ηθικό» σύστημα κυρίως λόγω των φαινομένων ευνοιοκρατίας, προσοδοθηρίας, αναξιοκρατίας στον περιβάλλοντα χώρο του. Από την άλλη μεριά όμως, ο καπιταλισμός ιστορικά αποτελεί το μοναδικό σύστημα που επέτρεπε την πραγμάτωση των οραμάτων του ατόμου για ελευθερία και προσωπική ευμάρεια - ευδοκίμηση. Η συνειδητοποίηση της ανάγκης εξυγίανσης του αστικού – καπιταλιστικού μας τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας μας προς την κατεύθυνση καταπολέμησης μηχανισμών ευνοιοκρατίας και αναξιοκρατίας αποτελούν βασικούς πυλώνες της κοινωνικής επανεκκίνησης, που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος μας.
Αν παραδεχθούμε ότι η «ηθικότητα» ενός οικονομικού συστήματος αναδεικνύεται στην πράξη ανάλογα με την αποτελεσματικότητα του, είναι αναμφισβήτητο ότι η παγκόσμια εφαρμογή του καπιταλισμού από το 1800 και έπειτα, οδήγησε μία αύξηση του παγκόσμιου πλούτου κατά 30 φορές (από τα τρία στα εκατό δολάρια την ημέρα ανά πολίτη), με σημαντική αύξηση και του προσδόκιμου ζωής. Πόσο «ανήθικο» λοιπόν μπορεί να είναι ένα σύστημα, που παράγει ευημερία και απαλύνει τελικά τον ανθρώπινο πόνο;
Ιστορικά, μέχρι τον 160 αιώνα η φτώχεια και καταπίεση των μεγάλων μαζών μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα ήταν ο κανόνας. Σιγά σιγά η κατάσταση άρχιζε να αλλάζει. Η προτεσταντική μεταρρύθμιση με τον Λούθηρο (1517), στην Αγγλία ο Τζών Λόκ με το βιβλίο του «Επιστολή στην Ανεκτικότητα» (1680) και κυρίως η Αμερικανική (1775) και Γαλλική (1789) επανάσταση, έδωσαν δικαίωμα ύπαρξης και λόγο στους απλούς ανθρώπους που δεν ανήκαν στις τάξεις των αριστοκρατών ή του θρησκευτικού κλήρου. Η λεγόμενη «μεσαία αστική τάξη», που εκπροσωπούνταν σε μεγάλο βαθμό από εμπόρους άνθισε μέσα στην νέα κοινωνία – οικονομική τάξη, που περιγραφόταν από την έννοια της «Αγοράς» του Άνταμ Σμιθ (1776) ως το αποτέλεσμα αποφάσεων ελεύθερα σκεπτομένων (freedom of choice) και συναλλασσομένων ατόμων.
Η νεωτεριστική σκέψη του φιλελευθερισμού οδήγησε στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στο οικονομικό πεδίο. Η αλλαγή αυτή, εκτός από την καθιέρωση της ελευθερίας και των ανοικτών συναλλαγών σαν συνέπεια είχε την δημιουργία νέας αξίας στην εργασιακή υπόσταση των ανθρώπων λόγω της πρωτοφανούς κινητροποίησης και επινοητικότητας που προήγαγε. Σε μία ελεύθερη αγορά οι άνθρωποι πετυχαίνουν τους δικούς τους σκοπούς, ανακαλύπτοντας τι επιθυμούν οι άλλοι και προσπαθούν να τους το προσφέρουν κατά προτεραιότητα. Ο ανταγωνισμός, όσο και η συνεργασία αποτελούν μέρος του καπιταλισμού, καθότι και τα δύο είναι αναγκαία για τη βέλτιστη δυνατή επίτευξη του στόχου που δεν είναι άλλος από την επιδίωξη «δόκιμου» κέρδους από τη συναλλαγή η οποία θα καλύψει υπαρκτές ανάγκες ή επιθυμίες των συνανθρώπων. Στη διαδικασία αυτή δεν παρεμβαίνει κάποια εξωτερική εξουσία (όπως η φεουδαρχική, βασιλική ή θρησκευτική εξουσία, όπως συνέβαινε τον μεσαίωνα, ή η απεριόριστη κρατική εξουσία που κυριαρχούσε στα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ου αιώνα – φασισμός - κομμουνισμός).
Οι επικριτές της ελεύθερης αγοράς επικρίνουν τον καπιταλισμό ότι ενθαρρύνει την απληστία και επιβραβεύει το ιδιοτελές συμφέρον. Η αλήθεια είναι ότι σε όλα τα πολιτικά συστήματα οι άνθρωποι επιδιώκουν το ιδιοτελές συμφέρον τους. Η διαφορά έγκειται ότι στην ελεύθερη αγορά η ύπαρξη του κινήτρου και του ατομικού κέρδους λειτουργεί μόνο μέσα σε ένα σύστημα οικειοθελούς συναλλαγής προς αμοιβαίο όφελος. Η τελική κατάληξη είναι ο «συνειδητός» καπιταλισμός που εμπεριέχει μέσα στη λειτουργία του την ύπαρξη εταιρικής ευθύνης των επιχειρήσεων και φιλανθρωπικές δράσεις.
Πώς λοιπόν έχει σηματοδοτηθεί αρνητικά η λέξη «καπιταλισμός» ενώ στην πραγματικότητα είναι συνδεδεμένος με το οικονομικό σύστημα που απελευθερώνει και δίνει αξία στο άτομο; Πράγματι, παρατηρείται ότι σε πολλά κράτη, ανάλογα με τη θεσμική θωράκιση κάθε ενός, επικρατούν συνθήκες επικράτησης ευνοϊκού καθεστώτος προς άτομα ή επιχειρήσεις από την κυβερνητική αρχή δημιουργώντας έτσι μία ευνοιοκρατική δομή που καταλύει στην πράξη την ελεύθερη συναλλαγή και την ουσία του υγιούς ανταγωνισμού. Τα συμπτώματα αυτά του «ευνοιοκρατικού καπιταλισμού» (“crony capitalism”) παρατηρούνται τόσο στη σφαίρα της ιδιωτικής οικονομίας, όσο και του κρατικού τομέα:
Στον ιδιωτικό τομέα, η κρατική εύνοια προς συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα καταλήγει στο φαινόμενο της «προσοδοθηρίας» δηλ. στην διαπλοκή επιχειρηματικών συμφερόντων με το κράτος με στόχο την αποκομιδή ιδιαίτερου οφέλους από την μεριά του επιχειρηματία, παρακάμπτοντας τον υγιή ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς. Αυτό καταλήγει τελικά εις βάρος του καταναλωτή, ο οποίος αισθάνεται απροστάτευτος απέναντι στα «ασύδοτα ολιγο-μονοπώλια» με την προώθηση συγκεκριμένων συμφερόντων (επιχειρήσεων, ομάδων, συντεχνιών).
Στην σφαίρα του κρατικού τομέα, ο ευνοιοκρατικός καπιταλισμός» εκφράζεται με την επικράτηση της αναξιοκρατίας (νεποτισμού – κομματικοκρατίας). Το τελικό αποτέλεσμα είναι η παρερμηνεία και τελικά η συκοφάντηση του συστήματος του υγιούς ανταγωνισμού, έτσι ώστε οι επικριτές του καπιταλισμού γενικεύουν τις αρνητικές επιπτώσεις της ευνοιοκρατίας και παρεοκρατίας στο γενικό σύστημα του φιλελεύθερου καπιταλισμού που στηρίζεται στον υγιή ανταγωνισμό. Ακόμα και στις ΗΠΑ, (στη χώρα που ανέδειξε το συνολικά επιτυχέστερο παράδειγμα καπιταλισμού έως τώρα) στοιχεία «ευνοιοκρατικου καπιταλισμού» αναδεικνύονται έντονα με τις συχνές τακτικές παρέμβασης και επιβράβευσης από πχ. αξιωματούχους Υπουργείου Οικονομικών και Ομοσπονδιακής Τράπεζας προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Επίσης είναι αποδεδειγμένο, ότι όσο λιγότερο καλά λειτουργεί η ανοικτή ελεύθερη αγορά σε ένα κράτος (όσο χαμηλότερος είναι ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας του), τόσο φτωχότερο είναι. Τα κράτη που έχουν χαμηλούς δείκτες οικονομικής ελευθερίας (τα περισσότερα σε χώρες Αφρικής και Ασίας χαρακτηρίζονται από ανελεύθερα καθεστώτα και ατελές θεσμικό σύστημα θωράκισης ατομικών δικαιωμάτων. Η Ελλάδα βρίσκεται το 2018 στην 115η παγκόσμια θέση (πολύ χαμηλά) στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας, που καταρτίζει το Ινστιτούτο Fraser του Καναδά, ενώ στην Ευρώπη είναι στην 43η από τις 44 χώρες. Χαρακτηριστικό δε είναι ότι σε σχέση με το 2010, παρά την υποτιθέμενη εφαρμογή πολλαπλών μεταρρυθμιστικών οικονομικών προγραμμάτων, η βαθμολογία του Δείκτη μειώθηκε από το 63 στο 57, που καταδεικνύει το ότι η Ελληνική οικονομία είναι η πιο κλειστή και η λιγότερο ανταγωνιστική αγορά στην Ε.Ε.
Μετά από την ελευθερία, η έννοια της «ισότητας» έχει σημαντική θέση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα αξιών. Πολλοί φιλελεύθεροι διανοητές μετέγραψαν τη ρήση του Αριστοτέλη: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων» Ηθικά Νικομάχεια), με αποκορύφωμα την άποψη του John Rawls (1921-2002), υπέρμαχου του «εξισωτικού φιλελευθερισμού», ο οποίος έγραψε: «Oι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες διευθετούνται κατά τρόπο ώστε να αποβαίνουν προς το μεγαλύτερο όφελος των λιγότερο ευνοουμένων». Η ισότητα θεωρείται απαραίτητη στο επίπεδο των βασικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του συναλλάσσεσθαι στην ελεύθερη αγορά, αλλά δεν αναμένονται ίσα αποτελέσματα (ίση κατανομή πλούτου), καθότι η ανισότητα είναι προϋπόθεση της επιθυμίας για συναλλαγή. Οι άνθρωποι έχοντας εξασφαλίσει ίσες ευκαιρίες, θα πρέπει να αμείβονται ανάλογα με την παραγωγική τους ικανότητα ως κίνητρο για να προσπαθούν όσο καλύτερα μπορούν ανεπηρέαστοι από εξωτερικές πιέσεις.
Η αρχή αντίληψης της ισότητας αυτή αντιπαρατίθεται ξεκάθαρα με την διατυπωμένη σοσιαλιστική προσέγγιση κατά την οποία η ατομική ικανότητα αποτελεί «ιδιοκτησιακό στοιχείο» όλης της κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή ιστορικά καταρρίφθηκε στον 20ο αιώνα με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, τα οποία πειραματίσθηκαν με την σοσιαλιστική θεωρία.
Συμπερασματικά, ο μέσος πολίτης (τόσο σε παγκόσμιο – και πολύ περισσότερο στη χώρα μας) δυσκολεύεται να αποδεχθεί την έννοια του καπιταλισμού σαν ένα «ηθικό» σύστημα κυρίως λόγω των φαινομένων ευνοιοκρατίας, προσοδοθηρίας, αναξιοκρατίας στον περιβάλλοντα χώρο του. Από την άλλη μεριά όμως, ο καπιταλισμός ιστορικά αποτελεί το μοναδικό σύστημα που επέτρεπε την πραγμάτωση των οραμάτων του ατόμου για ελευθερία και προσωπική ευμάρεια - ευδοκίμηση. Η συνειδητοποίηση της ανάγκης εξυγίανσης του αστικού – καπιταλιστικού μας τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας μας προς την κατεύθυνση καταπολέμησης μηχανισμών ευνοιοκρατίας και αναξιοκρατίας αποτελούν βασικούς πυλώνες της κοινωνικής επανεκκίνησης, που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος μας.
*Ο κ. Χαράλαμπος Λυδάκης είναι Παθολόγος, Δ/ντής Β΄ Παθολογικής κλινικής Βενιζελείου Νοσοκομείου Ηρακλείου και Μέλος Τομέα Υγείας Νέας Δημοκρατίας.
Μοιραστείτε
Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου